Η επιτυχία με τα εμβόλια κατά του Covid-19 είναι ένα ισχυρό παράδειγμα του τι μπορεί να επιτευχθεί όταν οι κυβερνήσεις παίζουν έναν αποφασιστικό και επιτελικό ρόλο στις επενδύσεις σε στενή συνεργασία με δικτυωμένη ακαδημαϊκή κοινότητα και τις επιχειρήσεις.
Η επιτυχία με τα εμβόλια κατά του Covid-19 είναι ένα ισχυρό παράδειγμα του τι μπορεί να επιτευχθεί όταν οι κυβερνήσεις παίζουν έναν αποφασιστικό και επιτελικό ρόλο στις επενδύσεις σε στενή συνεργασία με δικτυωμένη ακαδημαϊκή κοινότητα και τις επιχειρήσεις.
Όπως εξηγεί στη «Ν» ο Ανδρέας Α. Παπανδρέου, καθηγητής και διευθυντής του Political Economy of Sustainable Development Lab (PESD) στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμπρόεδρος του UN SDSN Greece, η οικονομική κρίση του Covid καθώς και η κρίση του 2008 έχουν θέσει τα θεμέλια για νέα πρότυπα διακυβέρνησης, έχουν αναδείξει τα όρια και τους κινδύνους του business as usual και υπόσχονται παγκόσμιο συντονισμό μεγάλων επενδύσεων σε νέες υποδομές και καινοτομία που μπορούν να εξασφαλίσουν μια νέα περίοδο βιώσιμης ευημερίας.
Φαίνεται ότι αρχίσατε να ασχολείστε µε την κλιµατική αλλαγή από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90. Από τότε το περιβάλλον έχει επιβαρυνθεί περαιτέρω και η κλιµατική αλλαγή είναι πλέον απειλή. Πόσο ρεαλιστικοί είναι οι στόχοι µηδενικών εκποµπών ρύπων µέχρι το 2050 µε βάση την ακαδηµαϊκή προσέγγιση;
«Ενώ έχουν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια από τότε που ανέδειξε η επιστημονική κοινότητα την κλιματική αλλαγή ως μία από τις σημαντικότερες απειλές για τον πλανήτη και την ανθρωπότητα, η παγκόσμια κοινότητα έχει καθυστερήσει υπερβολικά στο να λάβει τα απαραίτητα μέτρα και οι απώλειες είναι ήδη τεράστιες. Είναι βέβαιο πως αν είχαμε λάβει εντονότερη δράση νωρίτερα θα ήταν πολύ πιο εύκολο να πετύχουμε τον στόχο των μηδενικών εκπομπών μέχρι το 2050. Μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 είχαμε μια εξαιρετική ευκαιρία να κάνουμε μια πράσινη ανάκαμψη με επενδύσεις και έργα υποδομών που θα έβαζαν τα θεμέλια για τη μετάβαση της οικονομίας. Στην αρχή έγινε μια προσπάθεια και το 2009 είχαμε σημαντικές πράσινες δημοσιονομικές πολιτικές, αλλά ήταν βραχύβιες. Η Ευρώπη προτίμησε την πολιτική της λιτότητας με τις γνωστές συνέπειες. Πέρασε μια δεκαετία στην παγκόσμια οικονομία με μειωμένες επενδύσεις, επιβράδυνση της αύξησης στην παραγωγικότητα, προβλήματα απασχόλησης και κοινωνικής συνοχής και περαιτέρω φθορά στο περιβάλλον. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος και αναδείχθηκαν οι κίνδυνοι των πολιτικών της λιτότητας, του λαϊκισμού, του προστατευτισμού, της ξενοφοβίας, και της έλλειψης τόλμης και οράματος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου μέχρι το 2050 είναι μια τεράστια πρόκληση χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Οι παλαιότερες ενεργειακές μεταβάσεις, όπως η εποχή του άνθρακα με τη βιομηχανία τουβάμβακα που συσχετίστηκε και ίσως πυροδότησε τη βιομηχανική επανάσταση, και η εποχή πετρελαίου και του αυτοκινήτου, χρειάστηκαν 50 με 100 χρόνια για να ολοκληρωθούν. Η πράσινη μετάβαση που επιδιώκουμε τώρα πρέπει να ολοκληρωθεί σε 30 χρόνια. Επίσης, σε αντίθεση με προηγούμενες ενεργειακές μεταβάσεις που καθοδηγούνταν από την ιδιωτική πρωτοβουλία με βοήθεια της πολιτείας, η πράσινη μετάβαση απαιτεί πρωταρχικό ρόλο της πολιτείας με υποστήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Επίσης, απαιτεί παγκόσμιο συντονισμό για να πετύχει. Σε τεχνικό επίπεδο, η ακαδημαϊκή κοινότητα έχει αναδείξει τους τρόπους που είναι εφικτή η μετάβαση. Τα υποδείγματα των οικονομολόγων έχουν βρει ένα εύρος πιθανών σεναρίων για το κόστος και όφελος της μετάβασης ανάλογα με τον στόχο μείωσης των εκπομπών. Σχεδόν όλα αναδεικνύουν πως το καθαρό όφελος της μετάβασης είναι σημαντικό και θετικό. Επίσης, τα περισσότερα υποδείγματα δεν λαμβάνουν υπόψη τις τεράστιες οικονομίες κλίμακας και τον ρόλο της δικτύωσης στην εξάπλωση των καινοτομιών. Η επιτυχία με τα εμβόλια κατά του Covid-19 είναι ένα ισχυρό παράδειγμα του τι μπορεί να επιτευχθεί όταν οι κυβερνήσεις παίζουν έναν αποφασιστικό και επιτελικό ρόλο στις επενδύσεις σε στενή συνεργασία με τη δικτυωμένηακαδημαϊκή κοινότητα και τις επιχειρήσεις. Στην πρόσφατη έκθεσή του ο παραδοσιακά συντηρητικός Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας αναφέρει πως ακόμα υπάρχουν εφικτές διαδρομές για τον στόχο του 2050 και αναδεικνύει εκείνες που είναι πιο τεχνικά εφικτές, κοστίζουν λιγότερο και είναι κοινωνικά αποδεκτές. Αναγνωρίζουν, επίσης, πως εκτός από μεγάλη πρόκληση είναι και τεράστια ευκαιρία για την οικονομία και τις δυνατότητες να ενισχύσουμε την απασχόληση, να αντιμετωπίσουμε τις ανισότητες και να πυροδοτήσουμε μια πράσινη οικονομική μεγέθυνση.
Ο αριθμός των χωρών που έχουν δεσμευθεί να φτάσουν καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050 συνεχίζει να αυξάνεται και καλύπτει περίπου το 70% των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Αν επιτευχθούν οι υποσχέσεις θα είμαστε σε τροχιά να φτάσουμε 2,1°C χαμηλότερα τη θερμοκρασία του πλανήτη μέχρι το 2100. Οι περισσότερες δεσμεύσεις δεν συνδέονται όμως με βραχυπρόθεσμα μέτρα και πολιτικές. Το σημαντικό είναι πως έχει δημιουργηθεί ένα ισχυρό μομέντουμ και έχει βοηθήσει πολύ και η εκλογή του προέδρου Τζο Μπάιντεν στις ΗΠΑ, καθώς και το εντυπωσιακό χρηματοδοτικό πακέτο που επιχειρεί να περάσει από το Κογκρέσο.
Αν θυμηθούμε την πρόκληση που είχε ο κόσμος με τη Μεγάλη Ύφεση του 1929, ο οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς είχε μια ετερόδοξη για την εποχή του θεώρηση της λειτουργίας της μακροοικονομίας. Προδιέγραψε έναν νέο ρόλο για το κράτος και μια νέα θεσμική παγκόσμια οργάνωση μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η νέα πολιτική πυροδότησε τη μεγαλύτερη οικονομική άνθηση στην ιστορία. Η οικονομική κρίση του Covid, καθώς και η κρίση του 2008 έχουν θέσει τα θεμέλια για νέα πρότυπα διακυβέρνησης, έχουναναδείξει τα όρια και τους κινδύνους του business as usual και υπόσχονται παγκόσμιο συντονισμό μεγάλων επενδύσεων σε νέες υποδομές και καινοτομία που μπορούν να εξασφαλίσουν μια νέα περίοδο βιώσιμης ευημερίας».
Αν και στη χώρα µας η ΤτΕ ήταν πρωτοπόρος στο θέµα της κλιµατικής αλλαγή δηµιουργώντας ειδική επιτροπή ήδη από το 2010, σήµερα διαπιστώνεται ένα έλλειµµα τεχνογνωσίας σε επίπεδο στελεχών, ακόµη και του χρηµατοοικονοµικού τοµέα αν και αναλαµβάνονται σηµαντικές πρωτοβουλίες για να καλυφθεί το κενό. Υπάρχει κάποιο ρίσκο σε αυτό κατά τη γνώµη σας, σε µια εποχή που το κλιµατικό ρίσκο υπολογίζεται από τους επενδυτές;
«Το 2011 η επιτροπή της ΤτΕ, στην οποία έχω την τύχη να συμμετέχω με άλλους εξαιρετικούς επιστήμονες, εξέδωσε την πρώτη ολοκληρωμένη διεπιστημονική αναφορά για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα. Ήταν πράγματι πρωτοπόρα και από τις πρώτες κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως που ασχολήθηκαν με την κλιματική αλλαγή. Συνεχίζει το σημαντικό της έργο. Ενδεικτικά αναφέρω τη συμμετοχή της σε πρόγραμμα LIFE για την Ελληνική Εθνική Στρατηγική Προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Το 2018 εκδώσαμε και ένα βιβλίο για τα οικονομικά της κλιματικής αλλαγής που αναδεικνύει και τον σημαντικό ρόλο των κεντρικών τραπεζών στη διαχείριση των κινδύνων και των ευκαιριών στην οικονομία που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή αλλά και από τη μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών. Ένας τέτοιος κίνδυνος για το χρηματοπιστωτικό σύστημα θα μπορούσε να είναι η κατάρρευση των μετοχών εταιρειών πετρελαίου αν καθυστερήσουν να λάβουν υπόψη πως μεγάλο μέρος των κοιτασμάτων θα μείνουν ανεκμετάλλευτα σε μια ραγδαία μετάβαση σε οικονομία μηδενικών εκπομπών. Όλο και περισσότερες κεντρικές τράπεζες εξετάζουν πώς μπορούν να θωρακίσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα από τέτοιους κινδύνους, αλλά και να διαμορφώσουν τα εργαλεία ώστε να βοηθήσουντη χρηματοδότηση των μεγάλων επενδύσεων που θα χρειαστούμε για τη μετάβαση στη βιωσιμότητα. Ταυτόχρονα οι επενδυτές ψάχνουν τρόπους να μετρούν το κλιματικό ρίσκο εταιρειών και επενδυτικών σχεδίων και έχουν δημιουργήσει μεγάλη πληθώρα δεικτών για τους σκοπούς αυτούς. Η πίεση στις εταιρείες να καταγράφουν και να αποκαλύπτουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα μεγαλώνει, καθώς και η αβεβαιότητα για τον καλύτερο τρόπο να το πετύχουν. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ταξινόμησης περιβαλλοντικά βιώσιμων δραστηριοτήτων ώστε να υπάρχει πιο καθαρό και εναρμονισμένο τοπίο για τους επενδυτές που θέλουν είτε να αποφύγουν το κλιματικό ρίσκο είτε να ενθαρρύνουν πράσινες επενδύσεις. Αναμφίβολα, αυτός ο νέος ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος δημιουργεί νέες απαιτήσεις σε ανθρώπινο δυναμικό και σε καινοτόμες λογιστικές διαδικασίες. Πρόσφατο άρθρο των Finanacial Times αναφέρει την έλλειψη στελεχών με γνώσεις σε ζητήματα ESG. Είναι σημαντικό οι οργανισμοί και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα να επιταχύνουν τις επιμορφωτικές τους δραστηριότητες προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό ισχύει βέβαια για όλους τους τομείς της οικονομίας καθώς τίποτα δεν θα μείνει ανεπηρέαστο από τη μετάβαση σε πράσινη οικονομία».
Ποιο κατά τη γνώµη σας είναι το επίπεδο ωριµότητας της αγοράς µας στα θέµατα ESG, που έχουν βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής για µεγάλες επιχειρήσεις και οργανισµούς;
«Από έρευνα συναδέλφων για την ελληνική αγορά προκύπτει πως οι μεγάλες ελληνικές εταιρείες έχουν κάνει σημαντικά βήματα στην υιοθέτηση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής εταιρικής ευθύνης (ESG). Όμως, η ενσωμάτωση των πιο διαδομένων αρχών βιωσιμότητας του οργανισμού GRI (Παγκόσμια Πρωτοβουλία για τους Απολογισμούς) στους ετήσιους μη-χρηματοοικονομικούς απολογισμούς των εταιρειών είναι αρκετά μέτρια. Υπάρχει και θέμα αξιοπιστίας των δεδομένων, καθώς λίγες εταιρείες φροντίζουν να υπάρξει πιστοποίηση των απολογισμών τους από άλλους οργανισμούς. Σίγουρα υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης ή ωρίμανσης της ελληνικής αγοράς. Η επιχειρηματική κουλτούρα όμως αλλάζει παγκοσμίως και θα βοηθήσουν πολύ οι θεσμικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Κλιματικό Νόμο καθώς και το πρασίνισμα του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Λαµβάνοντας υπόψη ότι τα κριτήρια ESG εισάγονται στη διαδικασία των χορηγήσεων, µπορούµε να αισιοδοξούµε ότι ο νέος κύκλος χρηµατοδότησης της οικονοµίας θα σταθµίζει κριτήρια περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εταιρικής διακυβέρνησης;
«Όπως ανέφερα ήδη είμαστε στην αρχή της διαδικασίας του πρασινίσματος του χρηματοοικονομικού τομέα, καθώς και στην ωριμότητα της ελληνικής επιχειρηματικότητας στα κριτήρια ESG. Οι ραγδαίες εξελίξεις, όμως, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο και στην Ε.Ε., μας δίνουν ελπίδες ότι οι νέες επενδύσεις θα έχουν ένα ισχυρότερο πρόσημο κοινωνικής και περιβαλλοντικής εταιρικής διακυβέρνησης. Στον βαθμό που το γενικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον αγκαλιάσει τη νέα κουλτούρα και ωριμάσουν τα εργαλεία εταιρικής διακυβέρνησης και τα νέα λογιστικά πρότυπα, θα πετυχαίνουμε τη βιωσιμότητα της οικονομίας. Εκτός από την έμφαση στο επίπεδο της επιχείρησης, έχουμε και την πρόκληση της καλύτερης μέτρησης της βιωσιμότητας σε επίπεδο οικονομίας. Οι εθνικοί λογαριασμοί και οι δείκτες ΑΕΠ έχουν συνδεθεί άρρηκτα με τις μεγάλες επιτυχίες της οικονομικής ανάπτυξης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά δεν ήταν κατασκευασμένοι να μετρούν τα συστατικά του περιβαλλοντικού και φυσικού κεφαλαίου καθώς και κοινωνικό κεφάλαιο όπως την κοινωνική συνοχή, την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στην ομαδικότητα, και τις σύνθετες δομές εξουσίας και ανισότητας. Έχουν προταθεί πολλοί νέοι δείκτες, αλλά κανένα νέο σύστημα δεικτών δεν έχει αντικαταστήσει ή συμπληρώσει το σύστημα εθνικών λογαριασμών. Οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης έχουν δείξει μια εντυπωσιακή διείσδυση στην κοινωνία, αλλά είναι σημαντικό να υπάρξει ένα ενιαίο σύστημα εφαρμοσμένων εθνικών λογαριασμών που να αποτελέσουν άξονα στη χάραξη της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Η εποχή των Big Data δημιουργεί τα περιθώρια να αποκτήσουμε πολύ καλύτερη εικόνα της επίδρασής μας στο περιβάλλον και στην κοινωνία».
Το Ταµείο Ανάκαµψης και το νέο ΕΣΠΑ καλλιεργούν µεγάλες προσδοκίες για µεταρρυθµίσεις και αλλαγές που θα συνεισφέρουν στην ανάκαµψη της οικονοµίας. Πώς εξασφαλίζεται ότι θα έχουν πρόσβαση όλοι στα οφέλη που θα προκύψουν;
«Το μέγεθος της χρηματοδότησης της Ελλάδας είναι πρωτόγνωρο και αποτελεί μοναδική ευκαιρία για ανάκαμψη που θα θέσει τα θεμέλια για μια ανταγωνιστική, βιώσιμη και κλιματικά εύρωστη οικονομία. Οι προτεραιότητες που έχει βάλει η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση με την Πράσινη Συμφωνία, τον Κλιματικό Νόμο και το Ταμείο Ανάκαμψης θέτουν τη βιωσιμότητα στο επίκεντρο, με ιδιαίτερη έμφαση στη μείωση εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, την προστασία του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας, την ενεργειακή απόδοση των κτηρίων, καθαρές μεταφορές, καινοτομικότητα και ψηφιοποίηση της οικονομίας. Ταυτόχρονα προβλέπει σημαντική χρηματοδότηση για τις περιοχές που θα πλήττονται από τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Η υποστήριξη των ευάλωτων περιοχών και πληθυσμών είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία της ταχύρρυθμης μετάβασης σε πράσινη οικονομία. Είδαμε τι συνέβη στη Γαλλία με το κίνημα των “κίτρινων γιλέκων” όταν ο Εμανουέλ Μακρόν επιχείρησε να βάλει ενεργειακό φόρο για το περιβάλλον. Δεν είναι μόνο να υποστηριχθούν οι πληθυσμοί που εμφανώς πλήττονται από τη μετάβαση όπως από το κλείσιμο λιγνητικών μονάδων στην Πτολεμαΐδα, αλλά να σχεδιαστούν οι πολιτικές με τρόπο που να αντιλαμβάνεται το όφελος της πολιτικής μετάβασης ο ευρύτερος πληθυσμός. Στον βαθμό που θα αυξηθεί η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης από φόρους ή την τιμή των εμπορεύσιμων αδειών, θα πρέπει να υπάρξει ορατή αντιστάθμιση ώστε όχι μόνο να αποφευχθεί η ενεργειακή φτώχεια αλλά να υπάρξει βελτίωση στο βιοτικό επίπεδο.
Τα σχέδια της κυβέρνησης που έχουν κατατεθεί στα πλαίσια της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Η WWF και άλλοι έχουν επισημάνει όμως κάποιες αδυναμίες σχετικά με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ευρωστίας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι υπήρξε έλλειψη διαφάνειας και διαβούλευσης στη διαμόρφωση των προτεραιοτήτων και παραμένουν πολλές ασάφειες στο σχέδιο. Οι πόροι αφιερωμένοι στην πράσινη μετάβαση δεν φαίνεται να φτάνουν τον ελάχιστο στόχο του 37%. Δεν φαίνονται οι δράσεις να είναι αρκετά φιλόδοξες ώστε να συμβαδίζουν με πολλούς περιβαλλοντικούς στόχους που έχουμε αναλάβει στα πλαίσια της Ε.Ε. Η ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση είναι κομβικής σημασίας για να ανταποκριθούμε στην πρόκληση της μετάβασης αλλά και στην εξασφάλιση της ευρύτερης κατανομής των ωφελειών. Η διαβούλευση και συμμετοχή της κοινωνίας στη συνδιαμόρφωση των σχεδίων είναι κεντρικής σημασίας τόσο για να εξασφαλιστεί η ευρύτερη συναίνεση, να εξασφαλιστεί η ευρύτερη κατανομή των ωφελειών, αλλά και να ενισχύσει την ωριμότητα στον σχεδιασμό πολιτικών τόσο των αρχών όσο και της ευρύτερης κοινωνίας».
Τι ρόλο µπορεί να αναλάβει η πανεπιστηµιακή κοινότητα σ’ αυτό και πώς αντιλαµβάνεστε την ευθύνη της εµπρός σε αυτή την πρόκληση;
«Τα χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης παίζουν σημαντικό ρόλο στο να προάγουν μια στενή σχέση της έρευνας με τους ευρύτερους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους της. Ταυτόχρονα δίνουν πολύ μεγαλύτερη έμφαση στη σύνδεση της έρευνας με έργα που γίνονται καθώς και τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, κυβερνητικών και τοπικών αρχών, και την κοινωνία των πολιτών. Υπάρχουν ακόμα και όροι για το πώς πρέπει να διαδίδονται τα ερευνητικά νέα και αποτελέσματα στα κοινωνικά δίκτυα. Είναι όμως σημαντικό η ελληνική πολιτεία και η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα να επιδιώκουν μια πολύ πιο ουσιαστική και συστηματική εμπλοκή των ακαδημαϊκών στη μεγάλη πρόκληση της μετάβασης σε μια βιώσιμη κοινωνία και οικονομία. Το Δίκτυο Λύσεων για την Βιώσιμη Ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών, στο οποίο είμαι συμπρόεδρος, έχει ως κεντρικό στόχο να ενισχύσει τον ρόλο και την παρουσία της ακαδημαϊκής κοινότητας στην επίτευξη των Στόχων της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Οι ακαδημαϊκοί έχουν καθοριστικό ρόλο στο να εξασφαλίσουν πως οι δράσεις της κοινωνίας στηρίζονται σε σωστά επιστημονικά θεμέλια. Ταυτόχρονα οι επιστήμονες έχουν πολλά να κερδίσουν από την εμπλοκή τους τόσο στη βελτίωση της μετάδοσης της γνώσης τους όσο και στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της έρευνας, διδασκαλίας και ενίσχυσης δεξιοτήτων με βάση τις κοινωνικές ανάγκες. Εκτός από το ερευνητικό έργο η ακαδημαϊκή κοινότητα πρέπει να ενισχύσει τη σύνδεση των προγραμμάτων σπουδών της με τα ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης, να ενθαρρύνει την εμπλοκή των φοιτητών και να δώσει το παράδειγμα στη διαχείριση του ίδιου του πανεπιστημίου με δράσεις για εξοικονόμηση ενέργειας, ανακύκλωση, κ.ά. Η πολιτεία από την πλευρά της πρέπει πρωτίστως να βρει ένα όραμα για την ανώτατη παιδεία που να τη βγάλει από το τωρινό τέλμα του μαρασμού, του σοβιετικού τύπου συγκεντρωτισμού και της ατέρμονης γραφειοκρατίας. Αυτό σίγουρα παραμένει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την Ελλάδα και την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης».
Επωφελής για την Ελλάδα η απανθρακοποίηση
Πιστεύετε ότι είναι καλά συντονισµένες οι δράσεις που προωθούνται στην Ελλάδα στο θέµα της ενεργειακής µετάβασης ώστε να µην υπάρξει κάποια διαταραχή µε κόστος για την οικονοµία τα προσεχή χρόνια;
«Οικονομικές μελέτες έχουν δείξει πως η απανθρακοποίηση θα είναι επωφελής για την Ελλάδα με καθαρή αύξηση θέσεων εργασίας. Προϋπόθεση είναι ο καλός συντονισμός και σχεδιασμός της μετάβασης σε στενή σχέση με την τοπική κοινωνία. Μια από τις σημαντικές κοινωνικές προκλήσεις είναι η απολιγνιτοποίηση των λιγνιτικών περιοχών. Ενώ προβλέπονται σημαντικοί πόροι από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, το Masterplan για την απολιγνιτοποίηση που έχει κατατεθεί από την κυβέρνηση δεν διαμορφώθηκε με την ουσιαστική συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και ούτε φαίνεται να θεραπεύει το άμεσο πρόβλημα απασχόλησης των κατοίκων των περιοχών με όραμα για την επόμενη μέρα. Επίσης, το ενεργειακό σχέδιο της κυβέρνησης δίνει έμφαση σε μεγάλης έκτασης και συγκεντρωτικές επενδύσεις καθαρής ενέργειας, ενώ θα έπρεπε να ενισχύσει το μοντέλο του απλού καταναλωτή ως αυτοπαραγωγού ενέργειας. Με αυτήν τη λογική θα έπρεπε να ενισχυθούν οι ενεργειακές κοινότητες και να γίνουν επενδύσεις στα δίκτυα χαμηλήςκαι μέσης τάσης που είναι κορεσμένα για να μπορέσουν να απορροφήσουν την παραγόμενη ενέργεια. Το άμεσο οικονομικό όφελος της τοπικής κοινωνίας από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα έπαιζε και καθοριστικό ρόλο στο να κάμψει τη σημαντική αντίδραση που υπάρχει στην εξάπλωση αιολικής και ηλιακής ενέργειας στην Ελλάδα».