O πολυβραβευμένος συγγραφέας Πίτερ Τζέιμς επιστρέφει με ένα εκρηκτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με τίτλο «Το Τέλος θα Έρθει Αύριο», που κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο από την πρώτη σελίδα έως και την τελευταία.
O πολυβραβευμένος συγγραφέας Πίτερ Τζέιμς επιστρέφει με ένα εκρηκτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με τίτλο «Το Τέλος θα Έρθει Αύριο», που κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο από την πρώτη σελίδα έως και την τελευταία.
Για το 5ο βιβλίο της επιτυχημένης σειράς με πρωταγωνιστή τον αστυνομικό επιθεωρητή Ρόι Γκρέις -που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χάρτινη Πόλη- μιλήσαμε με τον Βρετανό συγγραφέα.
Ποιο ήταν το πρώτο αστυνομικό που θυμάστε τον εαυτό σας να διαβάζει;
«Το πρώτο ήταν το “Λαγωνικό των Μπάσκερβιλ”, το οποίο λάτρεψα, και που έκανε τον Άρθουρ Κόναν Ντόιλ να ενδιαφέρεται για το παραφυσικό –κάτι που έχουμε κοινό. Αλλά το αστυνομικό μυθιστόρημα που είχε τον περισσότερο αντίκτυπο στο μέλλον μου ήταν το “Brighton Rock” του Γκράχαμ Γκριν. Το πρωτοδιάβασα όταν ήμουν δεκατεσσάρων, ενώ ζούσα στο Μπράιτον, και όταν το τελείωσα υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι μια μέρα θα προσπαθούσα να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που θα διαδραματίζεται στην πόλη μου, το οποίο θα είναι έστω κατά 10% καλό όσο αυτό. Είχε τέτοιο αντίκτυπο σε εμένα γιατί μου έδειξε ότι η αστυνομική λογοτεχνία μπορεί να μιλήσει για μεγάλα κοινωνικά θέματα και όχι απλώς να λύσει έναν γρίφο. Το “Brighton Rock” έχει υπέροχα περίπλοκους χαρακτήρες, όπως η Πίνκι, μια έφηβη γκάνγκστερ και δολοφόνος, που ταυτόχρονα είναι φανατική καθολική και τρέμει την αιώνια καταδίκη».
Υπήρξε κάποια καθοριστική στιγμή, που σας οδήγησε να γράψετε το πρώτο σας αστυνομικό βιβλίο;
«Και βέβαια υπήρξε! Ήταν το 1983, όταν είχε μόλις εκδοθεί το δεύτερο βιβλίο μου, ένα μέτριο κατασκοπικό θρίλερ, που με την τότε σύζυγό μου ζούσαμε στο Μπράιτον και μας λήστεψαν. Ένας νεαρός ντετέκτιβ, ο Μάικ Χάρις, ο οποίος ήρθε να πάρει αποτυπώματα, παρατήρησε τα βιβλία μου στο τραπέζι. Μου έδωσε την κάρτα του και μου είπε να επικοινωνήσω μαζί του, αν ποτέ ήθελα βοήθεια για την έρευνά μου σε θέματα της Αστυνομίας στα επόμενα μυθιστορήματά μου. Γίναμε φίλοι με τον Μάικ και τη σύζυγό του, τη Ρενάτ -επίσης αστυνομικός, και μέσω εκείνων γνώρισα πολλούς ακόμα αστυνομικούς, επομένως έτσι ξεκίνησα να βάζω όλο και περισσότερες αναφορές στην Αστυνομία στα έργα μου. Ανακάλυψα, καθώς προσπαθούσα πάρα πολύ, όχι μόνο να βάζω σωστά στοιχεία, αλλά να αποδώσω όλη την κουλτούρα της Αστυνομίας με τον πρέποντα τρόπο, ότι άρχιζαν να με καλούν όλο και περισσότερο να δω διαφορετικές πτυχές της αστυνόμευσης εκ των έσω. Ξεκίνησαν να με προσκαλούν να περάσω μία ολόκληρη ημέρα μαζί τους –σε περιπολίες, σε μία σκηνή εγκλήματος, και έπειτα από ένα διάστημα έφτασα στο σημείο όπου με έπαιρναν τηλέφωνο να με προσκαλέσουν να πάω μαζί τους σε παράνομες συναλλαγές! Και εξαιτίας του χρόνου που περνούσα με την Αστυνομία άρχισα να συνειδητοποιώ πως ένας συγγραφέας μπορούσε να αντλήσει πλούσια θέματα. Κανείς δεν βλέπει το σκληρό πρόσωπο της ζωής καλύτερα από έναν ενεργό κατά 30 χρόνια αστυνομικό».
Τι «πυροδοτεί» συνήθως, την υπόθεση ενός έργου σας;
«Ένα μυθιστόρημα παίρνει έναν χρόνο για να γραφτεί, συν τον καιρό της έρευνας, οπότε πρώτα από όλα πρέπει να έχει ένα θέμα που με ενθουσιάζει και που με κάνει να θέλω να μάθω για αυτό. Μπορεί να προέλθει από ένα άρθρο που θα διαβάσω σε μία εφημερίδα, ή κάτι που θα ξεπηδήσει στο μυαλό μου από το πουθενά, και πολλές φορές είναι η ίδια η αστυνομία που θα προτείνει ένα θέμα, για το οποίο πιστεύουν ότι θα βοηθούσε τον κόσμο αν έγραφα για αυτό και του έδινα δημοσιότητα. Εν μέρει, κάπως έτσι γράφτηκε και το “Το τέλος θα έρθει αύριο”. Οι αστυνομικοί ερευνούσαν την υπόθεση ενός έφηβου κοριτσιού από το Μπράιτον, η οποία είχε πάει για διακοπές στην Τουρκία. Γνώρισε έναν τύπο σε ένα μπαρ και το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν τρεις μέρες αργότερα, όταν ξύπνησε δίπλα σε ένα ρείθρο ενός δρόμου, με μία ουλή στη μία πλευρά της κοιλιάς της. Την είχαν ναρκώσει και της είχαν πάρει τον ένα νεφρό. Είχα ακούσει φήμες πως αυτό είχε ξανασυμβεί και πάντα υπέθετα πως ήταν αστικοί μύθοι όλα αυτά. Τώρα ήξερα πως ήταν αληθινοί και ήθελα να γράψω για όλο αυτό».
Μιλήστε μας για εμπειρίες σας με το αληθινό έγκλημα –έχετε βρεθεί σε αληθινές σκηνές εγκλήματος, σε αστυνομικές έρευνες;
«Πιστεύω πολύ στην αξία της έρευνας και ότι η αυθεντικότητα των εγκλημάτων και των διαδικασιών της Αστυνομίας στα βιβλία μου έρχεται οργανικά από όσα έχω ζήσει εγώ με τους αστυνομικούς –και με τους εγκληματίες. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, βγαίνω και εγώ σε περιπολίες με την Αστυνομία στο Σάσεξ και στο Λονδίνο, αλλά και παντού στον κόσμο, σε αυτοκίνητα της Άμεσης Δράσης, όπου όλα μπορούν να συμβούν –και καμιά φορά γίνεται πολύ τρομακτικό, όπως τότε που ήμουν με τους αστυνομικούς στη Μόσχα και κάποιοι άρχισαν να πυροβολούν το αυτοκίνητό μας.
Κάνω πολλές ομιλίες στη φυλακή, προσπαθώντας να προωθήσω τη λογοτεχνία και το διάβασμα στους φυλακισμένους, παράλληλα όμως αυτό μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω μαζί τους, να μάθω για εκείνους, και έχω δημιουργήσει κάποιους υπέροχους χαρακτήρες από αυτό. Κάποια χρόνια πριν είχα μία ομιλία σε μία φυλακή γυναικών, όπου γνώρισα μία λαμπρή κυρία, η οποία μου είπε -δίχως ίχνος μεταμέλειας- πως είχε δηλητηριάσει την πεθερά της, για να μην ανακαλύψει πως της έκλεβε τους μισθούς. Έπειτα δηλητηρίασε τον άντρα της και ήταν θυμωμένη για τη διάρκεια της ποινής της! Δεν είχε καμία αίσθηση του σωστού και του λάθους, και άνθρωποι σαν και εκείνη με συναρπάζουν –ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε εκείνη και στους κανονικούς, αξιοπρεπείς ανθρώπους;
Έχω βρεθεί σε πολλές ανακρίσεις της αστυνομίας, για φόνους, βιασμούς, παράνομες ανταλλαγές ναρκωτικών, απάτες, εμπορία ανθρώπων και εκβιασμούς πορνείας. Μία από τις πιο οδυνηρές εμπειρίες ήταν η ανασκαφή του υπογείου ενός σπιτιού, όπου πιστευόταν πως ένας κατά συρροή δολοφόνος είχε θάψει το σώμα ενός εκ των θυμάτων του. Λατρεύω να κάθομαι όπως η μύγα στον τοίχο μέσα στο δωμάτιο συνεδριάσεων και, ειδικά, να ακούω τις καθημερινές ενημερώσεις».
Σκιαγραφήστε μας τον αστυνομικό επιθεωρητή Ρόι Γκρέις. Τι άνθρωπος είναι; Και πού αποδίδετε τη –διεθνούς μεγέθους– επιτυχία του στο αναγνωστικό κοινό;
«Πάντα λέω, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι αν είχα ποτέ την ατυχία να χάσω κάποιον που αγαπώ από δολοφονία, ο Επιθεωρητής Ντετέκτιβ Ρόι Γκρέις θα ήταν ο άνθρωπος που θα ήθελα να ηγηθεί των ερευνών! Πολύ συχνά, επίσης, λαμβάνω emails από γυναίκες φαν, οι οποίες μου λένε πως ο Ρόι Γκρέις είναι ο μόνος ντετέκτιβ που θα ήθελαν να κοιμηθούν μαζί του. Οπότε μάλλον κάτι έχω κάνει σωστά στη δημιουργία του! Όμως, ειλικρινά, όλα εξαρτώνται από τον αληθινό Ρόι Γκρεις: τον πρώην Επιθεωρητή Ντετέκτιβ Ντέιβιντ Γκέιλορ, τον οποίο γνώρισα στο μακρινό 1997, όταν ξεκινούσε τη λαμπρή καριέρα του στο τμήμα Ανθρωποκτονιών της Αστυνομίας του Σάσεξ. Είπε κάτι που με άγγιξε πραγματικά: “Είμαι η τελευταία ελπίδα, για καθένα από τα θύματα, να βρουν δικαιοσύνη, και η τελευταία ελπίδα για κάθε οικογένεια να βάλει ένα τέλος”.
Προσπάθησα να ενσωματώσω αυτή την ανθρωπιά στον φανταστικό Ρόι Γκρέις, και νομίζω πως οι αναγνώστες, σε όλο τον κόσμο, ανταποκρίνονται στις βαθιά ανθρώπινες πτυχές του. Στη δουλειά του, ο Ντέιβ Γκέιλορ είδε τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να φανταστεί κανείς (και που δεν μπορεί), παρ’ όλα αυτά παρέμεινε ένας ήρεμος, ευγενικός άνθρωπος –και αυτή η πτυχή αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά-κλειδιά σχεδόν όλων των ντετέκτιβ ανθρωποκτονιών που έτυχε να συναντήσω: είναι ήρεμοι, ευγενικοί άνθρωποι που νοιάζονται. Ο ιδρυτής του FBI, Τζ. Έντγκαρ Χούβερ, έχει πει κάτι πολύ βαθυστόχαστο:
“Δε θα απονεμηθεί μεγαλύτερη τιμή ποτέ σε έναν αξιωματικό, ούτε θα του επιβληθεί βαθύτερο καθήκον από τη διερεύνηση του θανάτου ενός ανθρώπου”».
Στο καινούριο σας βιβλίο, «Το Τέλος Θα Έρθει Αύριο», θίγετε το παράνομο εμπόριο ανθρώπινων οργάνων. Λίγα λόγια σας γι’ αυτήν την επιλογή;
«Αφότου άκουσα την ιστορία που ανέφερα παραπάνω της νεαρής Αγγλίδας που βρέθηκε δίχως νεφρό σε ένα αυλάκι, ξεκίνησα την έρευνα και γνώρισα μία παραγωγό ντοκιμαντέρ, την Κέιτ Μπλούιτ (The Dying Rooms), η οποία μου είπε πως είχε προσπαθήσει να φτιάξει ένα ντοκιμαντέρ πάνω σε αυτό το θέμα, όμως δύο από τους ερευνητές της είχαν δολοφονηθεί στην Κολομβία, τη χώρα που αποτελεί τον κύριο προμηθευτή παράνομων οργάνων. Με εξέπληξε λέγοντάς μου ότι ένας υγιής άνθρωπος μπορεί να κοστολογηθεί έως και ένα εκατομμύριο δολάρια σε ανθρώπινα μέλη: καρδιά, πνεύμονες, ήπαρ, νεφρούς, μάτια, κόκκαλα, μαλλιά –όλα. Μου είπε πως, αν σκόπευα να γράψω γι’ αυτό σε κάποιο μυθιστόρημα, θα μου έδινε όλη της την έρευνα –ήταν ένα συναρπαστικό και, ταυτόχρονα, τρομακτικό ανάγνωσμα.
Μία αληθινή ιστορία που μου ανέφερε αποτέλεσε την έμπνευση για το συγκεκριμένο βιβλίο: ήταν για ένα οχτάχρονο κορίτσι που το έλεγαν Χουανίτα, το οποίο ζητιάνευε έξω από το αεροδρόμιο Ελ Ντοράντο της Μπογκοτά στην Κολομβία. Την περιμάζεψε η Αστυνομία και την παρέδωσε σε έναν Oργανισμό περίθαλψης. Από εκεί πήγε σε ένα ορφανοτροφείο, ένα όμορφο σπίτι στην εξοχή με άλλα παιδιά της ηλικίας της. Όταν ήταν δεκατεσσάρων, οι γονείς ενός έφηβου κοριτσιού στις Ηνωμένες Πολιτείες, απεγνωσμένοι για ένα μόσχευμα ήπατος, πλήρωσαν τη μαφία της Κολομβίας 450 χιλιάδες δολάρια. Η Χουανίτα ήταν συμβατή. Δολοφονήθηκε και της πήραν τα όργανα.
Έπειτα γνώρισα ένα ζευγάρι στο Μπράιτον, και οι δύο γιατροί, του οποίου ο δεκαπεντάχρονος γιος ήταν πολύ κοντά στον θάνατο, περιμένοντας για ένα μόσχευμα ήπατος για πάνω από έναν χρόνο. Τρεις άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα στο Ηνωμένο Βασίλειο περιμένοντας ένα. Μέσα στην απόγνωσή τους, στράφηκαν στο διαδίκτυο και εντόπισαν έναν ντίλερ οργάνων στη Γερμανία, ο οποίος προσφέρθηκε να τους βρει ένα ήπαρ από –έτσι ισχυρίστηκε– ένα παιδί που είχε σκοτωθεί σε τροχαίο, συνολικά για 450 χιλιάδες δολάρια… Οι γονείς είχαν προετοιμαστεί για αυτό, όμως την τελευταία στιγμή ένα νόμιμο μόσχευμα έγινε διαθέσιμο. Ο γιος τους αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο, πρόσφατα, και είναι μια χαρά».
Διαβάζουμε στο εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης: «Σε έναν σατανικό κόσμο, τα πάντα είναι προς πώληση». Σχολιάστε μας αυτήν την τοποθέτηση.
«Πιστεύω ότι είναι τόσο αληθινή. Μέσω της έρευνάς μου, γνώρισα τον περίφημο χειρουργό Δρ. Ρέιμοντ Κροκέτ, που ειδικευόταν στη μεταμόσχευση νεφρών, ο οποίος το 1990 διαγράφηκε από το ιατρικό μητρώο για 9 χρόνια, καθώς αγόραζε παράνομα νεφρούς για ασθενείς στο Ηνωμένο Βασίλειο από τέσσερις φοιτητές στην Τουρκία. Η παραγωγός ντοκιμαντέρ, Κέιτ Μπλιούιτ, μου είπε ότι είχε τραβήξει πλάνα από ένα κυβερνητικό κτήριο στην Καλκούτα, έξω από το οποίο υπήρχαν δύο κιόσκια. Στο κάθε ένα υπήρχε μία ουρά 250 ανθρώπων. Στη μία περίμεναν οι άνθρωποι που χρειάζονταν μεταμόσχευση νεφρού και στην άλλη όσοι ήθελαν να πουλήσουν έναν νεφρό. Σε μερικές κοινωνικές ομάδες στην Ινδία, οι γυναίκες συνηθίζουν να πουλάνε τον ένα νεφρό τους πριν παντρευτούν, για την προίκα τους, και ζουν ευτυχισμένα με τα 250 δολάρια που παίρνουν».
Πόσο σας επηρέασε η COVID-19 και το lockdown, ως άνθρωπο αλλά και ως δημιουργό;
«Το τελευταίο μου μυθιστόρημα με τον Ρόι Γκρέις γράφτηκε εν μέσω της πανδημίας και ήταν μία πάρα πολύ ασυνήθιστη συγγραφική εμπειρία για εμένα, καθώς υπό φυσιολογικές συνθήκες βγαίνω έξω συχνά με την Αστυνομία ή κάνω άλλου είδους έρευνα μόνος μου. Αντίθετα, τώρα, έπρεπε να βασιστώ σε ηλεκτρονικές τηλεδιασκέψεις, τηλεφωνήματα και email, για να διασφαλίσω ότι και αυτό το βιβλίο είναι ακριβές στον τρόπο που η Αστυνομία θα διαχειριζόταν την υπόθεση, και, ευτυχώς, έχω πολλές από τις προηγούμενες εμπειρίες μου για να αντλώ πληροφορίες.
Από προσωπική σκοπιά πιστεύω ότι εμείς οι συγγραφείς συνηθίζουμε να δουλεύουμε μόνοι μας, περισσότερο από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Η σύζυγός μου και εγώ έχουμε την ευλογία να ζούμε στο Τζέρσεϊ, στα Νησιά της Μάγχης, ένα πολύ όμορφο μέρος στον κόσμο, και είναι η πρώτη φορά που έμεινα στο σπίτι για έναν ολόκληρο χρόνο. Ήταν υπέροχο που είχαμε τη δυνατότητα να περάσουμε τόσο χρόνο με τα ζώα μας –έχουμε σκύλους, γάτες, πυγμαίες κατσίκες, γύρω στις 35 πάπιες, πολλές κότες και άλλα τριχωτά και φτερωτά πλάσματα. Πέρα από αυτό, όμως, μου έλειψαν τα ταξίδια μου και περισσότερο το να γνωρίζω τους υπέροχους ανθρώπους που συνήθως συναντούσα στις περιοδείες για το βιβλίο, στις παρουσιάσεις, στα Φεστιβάλ και σε άλλες εκδηλώσεις».
Συγγραφείς που αγαπάτε; Κάποια αγαπημένα βιβλία;
«Ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι δίχως αμφιβολία ο Γκράχαμ Γκριντ και συγκεκριμένα αγαπώ τα “Brighton Rock” και “The Human Factor”. Αγαπώ το “Bonfire of the Vanities” του Τομ Γουλφ, το “Σιωπή των Αμνών” του Τόμας Χάρις, το “Rebecca” της Ντάφνι ντε Μοριέρ, το “The Two Faces of January” της Πατρίσια Χάισμιθ και το “Μωρό της Ρόζμαρι” του Άιρα Λεβίν».
Πιστεύετε στην ύπαρξη Θεού, σε κάποια θρησκεία;
«Πιστεύω απόλυτα ότι υπάρχει μια μεγαλύτερη εικόνα της ύπαρξης από τον δικό μας κόσμο. Θεωρώ πως υπάρχουν τόσο πολλές διαστάσεις, στις οποίες δεν έχουμε πρόσβαση –ίσως επειδή δεν είμαστε αρκετά έξυπνοι ή δεν έχουμε βρει ακόμη τον τρόπο. Δεν υπάρχει αμφιβολία για εμένα ότι υπάρχει ζωή και αλλού στο σύμπαν, αλλά είτε αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν απλώς πλανήτες που μπορούν να φιλοξενήσουν ζωή είτε αποδείξεις για κάτι παραπάνω, αυτό δεν το γνωρίζω. Όταν επισκέφθηκα τη μοναστηριακή κοινότητα στο όρος Άθως στη χώρα σας, είχα εκπλαγεί από τον βαθμό πίστης. Πάντα μου άρεσε αυτή η φράση από τον αστροναύτη Νιλ Άρμστρονγκ, όταν κοίταξε τον πλανήτη μας από το φεγγάρι: “Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι αυτό το μικρούτσικο φασόλι, το όμορφο και μπλε, ήταν η Γη. Σήκωσα τον αντίχειρά μου και έκλεισα το ένα μάτι, και το δάχτυλό μου κάλυψε εντελώς τον πλανήτη Γη. Δεν ένιωσα σαν γίγαντας. Ένιωσα πολύ, πολύ μικρός”».
Θα μοιραστείτε μαζί μας κάτι που σας φτιάχνει τη διάθεση;
«Ένας περίπατος στα χωράφια γύρω από το σπίτι μας με τους σκύλους και έπειτα το τάισμα όλου του θηριοτροφείου. Το τρέξιμο ή μία μεγάλη διαδρομή με το ποδήλατο. Ή το να τερματίζω έναν αγώνα αυτοκινήτων και να έχω κερδίσει καλή θέση –τα αγωνιστικά αυτοκίνητα των δεκαετιών 1950 και 1960 είναι μεγάλο πάθος μου».
Κάτι που τη χαλά;
«Ήταν μία φορά που κοιτούσα τις κριτικές μου στο Amazon και είδα πως κάποιος είχε βαθμολογήσει με ένα αστέρι το καινούριο μου βιβλίο –ο λόγος ήταν πως παραδόθηκε με κατεστραμμένη συσκευασία. Αλήθεια… ,επομένως, εμείς οι συγγραφείς δεν πρέπει μόνο να γράφουμε τα βιβλία μας, αλλά τώρα πρέπει και να τα πακετάρουμε ένα ένα;».
Μια αγωνία σας;
«Νομίζω ότι πάσχω από το σύνδρομο του απατεώνα –έχω αυτή την αίσθηση ότι κάπως τη γλίτωσα με κάθε προηγούμενο βιβλίο, αλλά μια μέρα οι άνθρωποι θα συνειδητοποιήσουν ότι δεν είμαι καθόλου καλός…».
Μια αγαπημένη συνήθεια;
«Να γράφω τα μυθιστορήματά μου! Γράφω έξι μέρες την εβδομάδα από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 9 το βράδυ. Αυτή είναι μία συνήθεια που απέκτησα όταν δούλευα στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Θεωρώ πως μία ρουτίνα είναι απαραίτητη, αν θέλεις να πάρεις τη συγγραφή στα σοβαρά. Χάρη στους φορητούς υπολογιστές, το γραφείο μου σταμάτησε να είναι ένας χώρος περιτριγυρισμένος από τσιμέντο και μπορώ να γράφω εν κινήσει. Γράφω, όντως πολύ καλά, στα αεροπλάνα, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και σε δωμάτια ξενοδοχείων. Όταν είμαι στο σπίτι ξεκινώ το γράψιμο με μια ιεροτελεστία: φτιάχνω ένα μαρτίνι με τέσσερις πράσινες ελιές, βάζω μουσική και χάνομαι στη δική μου διάσταση. Πραγματικά αγαπώ τη συγκεκριμένη ώρα της ημέρας και ανυπομονώ να έρθει».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]