Στη διοίκηση Τραμπ ο Τούρκος πρόεδρος είχε καλές προσβάσεις και σχετικά καλή πληροφόρηση. Πλην όμως δεν έδωσε την απαραίτητη προσοχή στον απρόβλεπτο χαρακτήρα του απελθόντος Αμερικανού προέδρου και στις συγκρούσεις που μαίνονταν τόσο στο εσωτερικό του Λευκού Οίκου όσο και στο ευρύ πεδίο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Στη διοίκηση Τραμπ ο Τούρκος πρόεδρος είχε καλές προσβάσεις και σχετικά καλή πληροφόρηση. Πλην όμως δεν έδωσε την απαραίτητη προσοχή στον απρόβλεπτο χαρακτήρα του απελθόντος Αμερικανού προέδρου και στις συγκρούσεις που μαίνονταν τόσο στο εσωτερικό του Λευκού Οίκου όσο και στο ευρύ πεδίο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Επίσης ο Ταγίπ Ερντογάν πόνταρε αρκετά στην αμερικανο-βρετανική λαϊκιστική συμμαχία (Τραμπ - Τζόνσον), η οποία σήμερα έχει καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος. Θεώρησε λοιπόν ότι το κλίμα ήταν κατάλληλο για την επίδειξη δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο, ένας χώρος στον οποίον αιωρούνται μείζονα πολιτικά και οικονομικά γεωζητήματα. Ταυτοχρόνως, ο Τούρκος πρόεδρος θεώρησε ότι το περιβάλλον αβεβαιότητας που επικρατεί στη ΝΑ Ευρώπη ήταν κατάλληλο για να θέσει σε δοκιμασία τα ελληνικά συμφέροντα και την πορεία της χώρας μας εν μέσω πανδημίας και οικονομικής κρίσης.
Όπως επισημαίνει ο ναύαρχος (ε.α.) και επίτιμος Α/ΓΕΝ Κοσμάς Χρηστίδης στη μηνιαία επιθεώρηση Foreign Affairs, «…για την Ελλάδα, το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειο συνιστούν το κέντρο βάρους της πολιτικής εθνικής ασφαλείας. Εδώ και 2.500 χρόνια ο Ελληνισμός στα ίδια νερά προβάλλει νικηφόρα αντίσταση ενάντια των επιδρομών εξ Ανατολών. Αυτό το επέτυχε με τη ναυτική ισχύ που διέθετε, με την αγάπη της ελευθερίας.
Και σήμερα, για να αντιμετωπίσει η Ελλάδα τις προκλήσεις εθνικής ασφάλειας, έχει ανάγκη ισχυρής ναυτικής δύναμης. Να μη λησμονείται το γεγονός ότι προηγήθηκε η συγκρότηση εθνικού στόλου της ανακήρυξης εθνικού κράτους. Ισχυρό Ναυτικό, ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, προϋποθέτουν πολιτικο-στρατιωτική συναντίληψη, προγραμματισμό και διάθεση πόρων…».
Σε μια περίοδο έτσι όπου το ΝΑΤΟ αντιμετώπιζε αμερικανική αδιαφορία και ο Ντόναλντ Τραμπ ήθελε να απομακρυνθεί από την Ευρώπη υπονομεύοντας τη συνοχή της, η Άγκυρα έκρινε ότι ήταν αρκετά ισχυρή για να κάνει ως συνήθως τα δικά της. Κατά τον ναύαρχο Κοσμά Χρηστίδη, «…η Άγκυρα με το απόθεμα ισχύος συν το γεωπολιτικό βάρος της, ασκεί επιθετική πολιτική εναντίον της Ελλάδος. Κατά περιόδους γεννά κρίσεις στις διμερείς σχέσεις (1974- 2020), ούσα εγκλωβισμένη στον μεγαλοϊδεατισμό της…».
Και αυτός ο τελευταίος, κατά την Τουρκία, υπονομεύεται από την ευρεία συμμαχία / συνεργασία που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο από Γαλλία, Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ, Μαρόκο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Σαουδική Αραβία. Αυτός ο άξονας πέρα από τη γεωπολιτική και γεωοικονομική του σημασία, έχει και τεράστιο τεχνολογικό βάρος, σε μια εποχή όπου οι πόλεμοι όλο και περισσότερο δεν θα εξαρτώνται από το πόσες μεραρχίες διαθέτουν οι εμπλεκόμενοι, αλλά από το ποιο είναι το τεχνολογικό, ερευνητικό και πνευματικό τους επίπεδο. Και από την άποψη αυτή, η Ελλάδα διατηρώντας δεσμούς με τη Γαλλία και το Ισραήλ διαθέτει ένα σοβαρό συγκριτικό πλεονέκτημα, δεδομένου ότι οι δύο αυτές χώρες βρίσκονται στις πρώτες θέσεις της διεθνούς κατάταξης των χωρών που πρωτοπορούν σε έρευνα, ανάπτυξη και τεχνολογία. Ας μη μας διαφεύγει επίσης ότι από την πλευρά τους τα ΗΑΕ διαθέτουν επαρκείς πόρους για την άνετη χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων και ήδη απ’ ό,τι γνωρίζουμε, έχουν επενδύσει σημαντικά ποσά στις νέες στρατιωτικές τεχνολογίες.
Επισημαίνουμε ότι οι νέες αυτές τεχνολογίες είναι έντονα προσαρμοσμένες και στις τεχνικές των αποκαλούμενων «υβριδικών πολέμων».
Και από την άποψη αυτή, η Τουρκία, εμμέσως πλην σαφώς, όντας μέλος του ΝΑΤΟ, εντούτοις βρίσκεται σε κατάσταση ακήρυκτου πολέμου με τη Δύση… Κατά τον πλωτάρχη του Π.Ν. Κων. Χουζούρη, «…ως όρος, ο “Υβριδικός Πόλεμος” άρχισε να απαντάται ευρέως μετά τη χρήση του από τον F. Hoffman για την περιγραφή της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ στον Λίβανο (2006). Εντούτοις, παρά τη δημοφιλία του, δεν φαίνεται να έχει επικρατήσει στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία ένας γενικά αποδεκτός ορισμός του. Συμφωνά με την Κ. Abbott ο Υβριδικός Πόλεμος αποτελεί: “Μια μορφή πολέμου η οποία περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα πολυτροπικών δράσεων, οι οποίες δύναται να αναληφθούν από κρατικούς ή μη κρατικούς δρώντες. Έμφαση δίδεται στην ταυτόχρονη και πρωτοφανή μίξη πλήθους μέσων όπως πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πληροφορικής, κάνοντας χρήση συμβατικών, μη συμβατικών, καταστροφικών, τρομοκρατικών και εγκληματικών μεθόδων, με σκοπό την επίτευξη των πολιτικών στόχων. Ο υβριδικός χρήστης αναμιγνύει μεθόδους και μέσα με τρόπο τέτοιο που να είναι εξειδικευμένα στην εκάστοτε περίπτωση και αντίπαλο”…».
Δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι η Τουρκία ορισμένα από τα μέσα του υβριδικού πολέμου τα χρησιμοποιεί κατά κόρον. Η τουρκική προπαγάνδα στα τζάμια της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Βελγίου, βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Στις ίδιες χώρες, που είναι και η καρδιά της Ευρώπης, έντονη είναι η τουρκική παρουσία στο οργανωμένο έγκλημα, όπως λαθρεμπόριο, εμπόριο ναρκωτικών, αγοραπωλησίες ανθρώπων και διακίνηση μεταναστών και προσφύγων. Καθόλου ασήμαντη δεν είναι επίσης και η τουρκική συμμετοχή στον πληροφοριακό πόλεμο. Ήτοι σε ενέργειες που αποσκοπούν στην απόκτηση πληροφοριών, στην πρόσβαση σε διαδικασίες συλλογής πληροφοριών, σε πληροφοριακά συστήματα και σε δίκτυα υπολογιστών. Ιδιαίτερη αναφορά τέλος πρέπει να γίνει στον κεντρικό ρόλο των επιχειρήσεων κυβερνοπολέμου, κατά της υποδομής της πληροφορικής τεχνολογίας (InformationTechnology, IT) ενός κράτους-στόχου.
Σήμερα ο κ. Ερντογάν βλέπει ότι το παιχνίδι δεν του βγαίνει. Πώς θα αντιδράσει, πέρα από τις επιδείξεις φιλίας;