Ένας και πλέον μήνας, πλούσιος σε στοιχεία και «στοιχεία» έχει επενεργήσει στη σοκαρισμένη από το φρικτό έγκλημα κοινωνία κατά τρόπο σχεδόν μηχανικό. Θα ‘λεγε κανείς, για να θυμηθούμε το «Έγκλημα και τιμωρία» «πως πιάστηκε η άκρη του σακακιού της στα γρανάζια μιας ρόδας που άρχισε να την τραβάει επάνω της», γραφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Ένας και πλέον μήνας, πλούσιος σε στοιχεία και «στοιχεία» έχει επενεργήσει στη σοκαρισμένη από το φρικτό έγκλημα κοινωνία κατά τρόπο σχεδόν μηχανικό. Θα ‘λεγε κανείς, για να θυμηθούμε το «Έγκλημα και τιμωρία» «πως πιάστηκε η άκρη του σακακιού της στα γρανάζια μιας ρόδας που άρχισε να την τραβάει επάνω της».
Είναι ένα φρικτό έγκλημα. Μίλησε ο υπουργός («Τέτοια βαρβαρότητα σπάνια συναντάμε στην Ελλάδα, στην ελληνική κοινωνία, ακόμη και στο έγκλημα»), μίλησε άλλος υπουργός για αυστηροποίηση των ισοβίων για τα ειδεχθή εγκλήματα (η τροποποίηση ορισμένων πτυχών του ποινικού κώδικα «κούμπωσε» με τη δολοφονία σε μία αντίδραση της Πολιτείας με όρους επικοινωνίας), συνδικαλιστές της αστυνομίας όταν δεν μοίραζαν πληροφορίες, εκστόμιζαν τις γνωστές «νουθεσίες» προς υποψήφιους δολοφόνους.
Μίλησαν αστυνομικοί συντάκτες ταΐζοντας στερεότυπα και δελτία, μίλησαν δικαστικοί ρεπόρτερ, χωρίς ντροπή, τεμαχίζοντας την ενοχή.
Μίλησαν εγκληματολόγοι, φυσιογνωμιστές, ερμηνευτές και αναλυτές. Μίλησε ο ψυχολόγος της αστυνομίας «για τη σχέση του ζευγαριού, την κοινωνική της διάσταση και την ευθύνη του περιβάλλοντος».
Μίλησε κορυφαία λειτουργός της δικαιοσύνης «για ξένους πληθυσμούς οι οποίοι δεν ασπάζονται τις ίδιες αξίες με τον Έλληνα, δεν έχουν την ίδια εκπαίδευση».
Μίλησαν πολλοί, άσχετοι και σχετικοί, αρμόδιοι και αναρμόδιοι, που βρήκαν ευκαιρία να αρμέξουν την τραγική ιστορία. Ακόμη αντηχούν οι διαρροές για τις συμμορίες των «αδίστακτων, σκληρών, σεσημασμένων αλλοδαπών» (Αλβανών, έλεγαν οι μεν, Γεωργιανών οι δε) και τα σενάρια για το λοκάρισμά τους στα σύνορα. Ακόμη αντιλαλούν οι απαιτήσεις να επιτραπεί η οπλοφορία.
Είναι ζεστό ακόμη το αποτύπωμα εκείνης της δημοσιογραφίας, που πούλησε με προθυμία, ρατσισμό στην πρώτη εκδοχή και σεξισμό μετά την ομολογία. «Τον απείλησε ότι θα φύγει με το παιδί»... Κάπως έτσι, η στοχοποίηση του θύματος γίνεται φυσιολογική και η δημοσιοποίηση καταγραφών από το ημερολόγιό του δεν είναι μόνο της προσωπικότητάς του προσβολή, αλλά μπουγάδα κανονική, αφού «μπορεί να θεωρηθεί ότι ενδέχεται να συμβάλει στη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος για τον κατηγορούμενο, κατά την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας».
Τον καθ’ ομολογίαν δράστη ξέρουμε ποιος θα τον δικάσει. Όλους τους άλλους, όμως, και ιδίως τους θεσμικούς, που επένδυσαν στον φόβο και τη φρίκη, ποιος ακλόνητους θα τους αφήσει;