Διαλυμένο σε κομμάτια και πεταμένο στα σκουπίδια βρέθηκε ένα πιάνο ηλικίας 100 χρόνων, κατασκευασμένο στο εργοστάσιο Schimmel στη Λειψία, που εκτιμάται ότι είναι αξίας. Για καλή του τύχη, το είδε και το πήρε με ένα φορτηγό ο εθνομουσικολόγος/κατασκευαστής και συντηρητής μουσικών οργάνων Παναγιώτης Στουπιάδης, ο οποίος ανέλαβε την αποκατάστασή του.
Διαλυμένο σε κομμάτια και πεταμένο στα σκουπίδια βρέθηκε ένα πιάνο ηλικίας 100 χρόνων, κατασκευασμένο στο εργοστάσιο Schimmel στη Λειψία, που εκτιμάται ότι είναι αξίας. Για καλή του τύχη, το είδε και το πήρε με ένα φορτηγό ο εθνομουσικολόγος/κατασκευαστής και συντηρητής μουσικών οργάνων Παναγιώτης Στουπιάδης, ο οποίος ανέλαβε την αποκατάστασή του.
«Το διαλυμένο πιάνο εντοπίστηκε πέρυσι, τον Ιούνιο, πεταμένο στη συμβολή των οδών Δελφών με Μαρτίου, στη Θεσσαλονίκη. Το εντόπισε ο Θανάσης Σαλονικιός, ο οποίος το φωτογράφισε και ανήρτησε τις φωτογραφίες στην ομάδα “Άγνωστη Θεσσαλονίκη” στο facebook. Μετά από μια μακρά συζήτηση, που έγινε σε εκείνη την ανάρτηση για το αν το πιάνο έχει αξία ή όχι και για το αν έπρεπε να πεταχτεί στα σκουπίδια με αυτόν τον τρόπο, αποφάσισα να πάω να το πάρω με σκοπό να το αποκαταστήσω. Πήγα με το φορτηγό και όσο περίμενα τον γερανό να έρθει να το φορτώσουμε, συνάντησα τυχαία την κυρία που το πέταξε. Η πρώην ιδιοκτήτριά του απλώς ήθελε να το ξεφορτωθεί και το έλυσε με όσο πιο βάρβαρο τρόπο μπορούσε για να μπορέσει να το κατεβάσει στα σκουπίδια», αναφέρει ο κ. Στουπιάδης εξιστορώντας την περιπέτεια του πιάνου.
Οι αρχικές εκτιμήσεις για την ημερομηνία κατασκευής του μουσικού οργάνου επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια, ύστερα από επικοινωνία με την εταιρεία που το κατασκεύασε. Το πιάνο είχε κατασκευαστεί το 1922, είναι μικρών διαστάσεων (όρθιο πιάνο), ζυγίζει 200 κιλά, ο σκελετός του είναι από χυτοσίδηρο, ενώ τα ελάσματά του πιθανολογείται ότι είναι από χρυσό 14 καρατίων ή από κάποιο κράμα χρυσού και χαλκού, χωρίς όμως αυτό να έχει επιβεβαιωθεί προς το παρόν.
Χρειάστηκε ένας χρόνος και αρκετά χρήματα για να μονταριστεί το πιάνο, αλλά η δαπάνη για την πλήρη αποκατάστασή του είναι θα είναι μεγάλη.
«Στη διάρκεια του ενός χρόνου που πέρασε από την ημέρα που το πήρα, το πιάνο έχει μονταριστεί, έχει βαφτεί και έχουν γίνει κάποιες μικρές επισκευές. Οι μεγάλες επισκευές που χρειάζονται θα γίνουν, όταν θα υπάρχουν τα χρήματα. Μέχρι στιγμής, το κόστος εργασιών άγγιξε τις 2.300 ευρώ. Υπολογίζω ότι θα χρειαστούν γύρω στις 3.000- 4.000 ευρώ για να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση. Η παλαιότητά του είναι αυτή που ανεβάζει το κόστος επισκευής. Το πιάνο θα χρειαστεί να περάσει και από τα χέρια του κατασκευαστή και επισκευαστή/συντηρητή πιάνων και λατέρνας Παναγιώτη Ιωαννίδη, ο οποίος θα αναλάβει τις λεπτομέρειες των ρυθμίσεων, δηλαδή θα κάνει το κούρδισμα και το σετάρισμα- όπως λέμε στη γλώσσα της οργανοποιίας- για να μπορεί να παίξει και πάλι. Η αξία του εκτιμάται γύρω στις 15.000-20.000 ευρώ αλλά και πάλι δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε σύγκριση με άλλα πιάνα. Χρήματα θα βρεθούν σιγά σιγά για τις επισκευές αλλά το πιάνο δεν θα πωληθεί. Θα το κρατήσω, κατά πάσα πιθανότητα, για προσωπική μουσική χρήση», λέει ο κ. Στουπιάδης.
Στο ερώτημα εάν τελικά βρίσκει κανείς «θησαυρούς στα σκουπίδια, ο κ. Στουπιάδης απαντά: «Δεν το αντιμετωπίζω ακριβώς έτσι, θησαυρούς βρίσκει κανείς όπου και αν ψάξει, αρκεί να γνωρίζει πού να κοιτάξει. Με δεδομένο το κόστος των υλικών και τον χρόνο δουλειάς που θα χρειαστεί παράλληλα με τον φόρτο εργασίας, σαφώς και αξίζει τον κόπο. Κάθε μουσικό όργανο αξίζει τον κόπο της επισκευής και συντήρησης, αλλιώς δεν θα το κατασκεύαζαν, θα γινόταν ωραιότατο προσάναμμα για κάποιο τζάκι».