Η Κιουτάχεια, πόλη της βορειοδυτικής ασιατικής Τουρκίας, αποτέλεσε για πολλούς αιώνες διασταύρωση σημαντικών εμπορικών δρόμων και ήδη από τον 15ο αιώνα υπήρξε γνωστό αγγειοπλαστικό κέντρο. Κατά τον 18ο αιώνα, μετά την παρακμή της αγγειοπλαστικής του Ιζνίκ, τα εργαστήρια της Κιουτάχειας ακμάζουν, παράγοντας μια μεγάλη ποικιλία αγγείων και πλακιδίων.
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 ετών από την κατάληψη της Κιουτάχειας από τον ελληνικό στρατό τον Ιούλιο του 1921, παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη Ισλαμικής Τέχνης, έκθεση αφιερωμένη στα κεραμικά της Κιουτάχειας. Την έκθεση επιμελήθηκε ο ερευνητής Ντίνος Κόγιας, ενώ την οργάνωση και τον συντονισμό από το Μουσείο Μπενάκη ανέλαβαν η Μίνα Μωραΐτου -επιμελήτρια των συλλογών ισλαμικής τέχνης και η Γκρέτα Βασιλείου -βοηθός επιμελητή.
Η Κιουτάχεια, πόλη της βορειοδυτικής ασιατικής Τουρκίας, αποτέλεσε για πολλούς αιώνες διασταύρωση σημαντικών εμπορικών δρόμων και ήδη από τον 15ο αιώνα υπήρξε γνωστό αγγειοπλαστικό κέντρο. Κατά τον 18ο αιώνα, μετά την παρακμή της αγγειοπλαστικής του Ιζνίκ, τα εργαστήρια της Κιουτάχειας ακμάζουν, παράγοντας μια μεγάλη ποικιλία αγγείων και πλακιδίων.
Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι τεχνίτες επιχείρησαν μία αναβίωση του απώτερου παρελθόντος αντιγράφοντας τα σχέδια του Ιζνίκ του 16ου αιώνα. Στις αρχές του 20ού αιώνα αρχίζει μία νέα περίοδος ακμής, με αφορμή τις μαζικές παραγγελίες για την επένδυση τζαμιών, μνημείων και άλλων οικοδομημάτων, στο πλαίσιο του Πρώτου Εθνικού Αρχιτεκτονικού Κινήματος που ενσωμάτωνε στοιχεία της οθωμανικής και σελτζουκικής αρχιτεκτονικής. Τα σπουδαιότερα εργαστήρια αυτής της περιόδου, ήταν του Hafız Mehmed Emin Efendi, των αδελφών Hadji Minassian και του David Ohannessian, που συχνά συνεργάστηκαν μεταξύ τους για την εκτέλεση μεγάλων παραγγελιών. Στο δυτικό άκρο της πόλης λειτουργούσαν εννέα αγγειοπλαστεία Ρωμιών, με σημαντικότερο εκπρόσωπό τους τον Μηνά Αβραμίδη. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος επηρέασε αρνητικά την οικονομία της Κιουτάχειας και τα εργαστήρια βρέθηκαν στα όρια της χρεωκοπίας λόγω της μείωσης του έμψυχου δυναμικού, της έλλειψης παραγγελιών και γενικότερα της διακοπής του εμπορίου και των κρατικών αναθέσεων.
Κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων για την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης στους κόμβους του Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ, ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την Κιουτάχεια την 4η Ιουλίου 1921. Από τις πρώτες ημέρες της κατοχής, οι Έλληνες εντυπωσιάστηκαν από την πόλη και οι «πορσελάνες» της Κιουτάχειας έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς. Με την επαναλειτουργία των εργαστηρίων εμφανίστηκαν τα πρώτα κεραμικά με ελληνικές επιγραφές. Πρόκειται για αγγεία που αρχικά αποτυπώνουν το ιστορικό γεγονός της νικηφόρας μάχης, ενώ στη συνέχεια αποκτούν περισσότερο αναμνηστικό χαρακτήρα με τις λέξεις «ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑΣ» ή «ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ», καθώς και τα αρχικά ή και ολόκληρο το όνομα του ιδιοκτήτη τους μετά από παραγγελία. Στην πλειοψηφία τους ήταν χρηστικά αντικείμενα όπως δίσκοι, φλυτζάνια, τσαγιέρες, πιάτα, βάζα, ανθοδοχεία, μποτίλιες νερού κ.λπ., αλλά και πιο ογκώδη, όπως τραπέζια με κεραμικές επιφάνειες. Η ελληνική κατοχή της Κιουτάχειας διήρκεσε ένα έτος, έναν μήνα και 14 ημέρες. Με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού στα μέσα Αυγούστου του 1922, άρχισε η έξοδος των ελληνικής και αρμενικής καταγωγής κατοίκων της Κιουτάχειας προς Προύσα και στη συνέχεια μέσω Μουδανιών προς Θεσσαλονίκη και Ανατολική Θράκη. Μετά την αποχώρηση των χριστιανών, η Κιουτάχεια έχασε για πάντα τον πολυπολιτισμικό και πολυεθνικό της χαρακτήρα. Ο πόλεμος διέκοψε βίαια μία συνύπαρξη αιώνων των τριών μεγαλύτερων κοινοτήτων της πόλης.
Οι περισσότεροι από τους Κιουταχειώτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Από το 1923 ιδρύθηκαν εργαστήρια και εργοστάσια αγγειοπλαστικής όπου εργάστηκαν Έλληνες και Αρμένιοι τεχνίτες πρόσφυγες από την Κιουτάχεια, συνεχίζοντας την κεραμική παράδοση της πατρίδας τους. Ανάμεσα στους καλλιτεχνικούς ρυθμούς του εργοστασίου της «Κεραμεικός ΑΑΕ» υπήρχε και μια κατηγορία θεμάτων εμπνευσμένων από τα μοτίβα της Κιουτάχειας, που χαρακτηρίζονταν ως ρυθμός Μικράς Ασίας.
Με την έκθεση αυτή, δίνεται η δυνατότητα στους επισκέπτες να έχουν πρόσβαση σε κεραμικά που αποτελούν τεκμήρια του ιστορικού παρελθόντος, με άλλα λόγια να έρθουν για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με μια άγνωστη και αφανή πτυχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ο πόλεμος, ο ενθουσιασμός της νίκης, η εξατομίκευση μιας μικρής πολυτέλειας, η μελλοντική γαμήλια ευτυχία, αλλά και η επιφυλακτικότητα για την τελική έκβαση της εκστρατείας, αποτυπώνονται, άλλοτε με εμφανή και άλλοτε με αδιόρατο τρόπο, πάνω στα κεραμικά που βγαίνουν από τα καμίνια της Κιουτάχειας, λίγα μόλις χιλιόμετρα από την πρώτη γραμμή του μετώπου. Ο επισκέπτης καλείται να ανακαλύψει τις δικές του αφηγήσεις και, ίσως, να δώσει τις δικές του ερμηνείες σε μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν, μέσα από ένα σύνολο κεραμικών αντικειμένων με πολλαπλές αναφορές και σημασίες.
Την έκθεση συνοδεύει πλούσια εικονογραφημένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη δίγλωσση έκδοση (ελληνικά/αγγλικά). Μέσα από το πρωτότυπο και εξαιρετικά γοητευτικό υλικό παρουσιάζονται, από τον επιμελητή της έκθεσης Ντίνο Κόγια, ποικίλες και άγνωστες πτυχές της κεραμικής της Κιουτάχειας (τέλος 19ου - αρχές 20ού αιώνα). H κεραμική εντάσσεται στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο αυτής της περιόδου, με ιδιαίτερη έμφαση στην περίοδο της κατοχής της πόλης από τον ελληνικό στρατό (Ιούλιος 1921 - Αύγουστος 1922). Η έρευνα επεκτείνεται και στη διασπορά των προσφύγων στην Ελλάδα μετά το 1922, με εκτενή παρουσίαση της αγγειοπλαστικής εταιρείας «ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ ΑΑΕ» σε συνδυασμό με την προσαρμογή του οθωμανικού διακοσμητικού ρεπερτορίου στις νέες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες. Επεκτείνεται, επίσης, στους Αρμένιους τεχνίτες που εγκαταστάθηκαν στην Ιερουσαλήμ, αλλά και στην ανασύσταση της κεραμικής τέχνης στην Κιουτάχεια στα πρώτα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας.