Οταν οι οικονομολόγοι αναφέρονται στα δημόσια αγαθά εννοούν εκείνα που προσφέρουν πολλά οφέλη στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον και για τα οποία οφείλει να υπάρχει ειδική μέριμνα. Τέτοια αγαθά συμφωνούν ότι είναι μεταξύ άλλων η άμυνα, η ασφάλεια, η υγεία και η παιδεία. Αν δεν υπάρξει ενεργός συμμετοχή του κράτους για την προσφορά τέτοιων αγαθών και η δαπάνη γι’ αυτά είναι χαμηλή, ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρξει περιορισμένη προσφορά με συνέπειες βλαπτικές έως και καταστροφικές για τη χώρα και τους κατοίκους της.
Από την έντυπη έκδοση
Οταν οι οικονομολόγοι αναφέρονται στα δημόσια αγαθά εννοούν εκείνα που προσφέρουν πολλά οφέλη στο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον και για τα οποία οφείλει να υπάρχει ειδική μέριμνα. Τέτοια αγαθά συμφωνούν ότι είναι μεταξύ άλλων η άμυνα, η ασφάλεια, η υγεία και η παιδεία. Αν δεν υπάρξει ενεργός συμμετοχή του κράτους για την προσφορά τέτοιων αγαθών και η δαπάνη γι’ αυτά είναι χαμηλή, ελλοχεύει ο κίνδυνος να υπάρξει περιορισμένη προσφορά με συνέπειες βλαπτικές έως και καταστροφικές για τη χώρα και τους κατοίκους της.
Εάν εναλλακτικά επιτραπεί η εκτεταμένη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα, τότε υπάρχει ο κίνδυνος σημαντικό μέρος του πληθυσμού να μην έχει επαρκή οικονομικά μέσα για να τα απολαύσει επειδή η τιμολόγησή τους θα είναι ακριβή. Διαχρονικά οι αντιλήψεις γύρω από τον ενδεδειγμένο βαθμό δραστηριοποίησης του κράτους στην προσφορά δημοσίων αγαθών αλλάζουν, οδηγώντας σε ιδεολογικές συγκρούσεις σε σχέση με τις ενδεδειγμένες επιλογές. Για παράδειγμα, το ζήτημα των πανεπιστημίων σε σχέση με το εάν πρέπει να επιτρέπεται η ίδρυση από ιδιώτες αλλά και του τρόπου φύλαξής τους έχει αποτελέσει και αποτελεί και τώρα θέμα σημαντικών αντιπαραθέσεων στην ελληνική κοινωνία.
Έτσι, οι συνθήκες της πανδημίας προκάλεσαν κατά τους τελευταίους δεκαέξι μήνες την ανάγκη αναθεώρησης της στάσης της πολιτείας για τη δημόσια υγεία, καθώς ο μεγάλος αριθμός των κρουσμάτων την ανέδειξαν σε κορυφαίας προτεραιότητας δημόσιο αγαθό. Με τις συνθήκες της πανδημίας να αποκαλύπτουν ότι δεν είχε διαμορφωθεί διεθνώς ένας αποτελεσματικός μηχανισμός επιτήρησης των λοιμωδών νοσημάτων. Την ίδια ώρα οι αυξημένοι θάνατοι κατέστησαν σαφή σε όλους την αξία της δημόσιας υγείας. Αυτό ίσχυσε και για τη χώρα μας με την πολυετή προσπάθεια για την περιστολή του κόστους λειτουργίας του συστήματος υγείας λόγω της πεποίθησης ότι στη δεκαετία 2000 - 2010 υπήρξε σπατάλη μέσω κυρίως της αυξημένης φαρμακευτικής δαπάνης, συντελώντας μαζί με άλλους λόγους στο δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Παρ’ όλα αυτά η έκθεση του ΟΟΣΑ (2019) που αναφέρεται στην κατάσταση της υγείας στη χώρα μας έχει διαφορετικά συμπεράσματα: Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα είναι 81,4 έτη (2017), λίγο υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι 80,9. Ποσοστό λίγο ψηλότερο από το 40% των θανάτων στην Ελλάδα μπορεί να αποδοθεί σε συμπεριφερικούς παράγοντες κινδύνου, με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι στο 39% και με το κάπνισμα να αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα. Το 2017 η Ελλάδα δαπάνησε 1.623 ευρώ κατά άτομο για υγειονομική περίθαλψη, ποσό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση που ήταν 2.884 ευρώ. Το ποσό αντιστοιχούσε στο 8% του ΑΕΠ, σημαντικά πιο κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (9,8%). Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας των υπηρεσιών εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, με το κόστος να αποτελεί το κυριότερο εμπόδιο για πρόσβαση στην περίθαλψη ιδίως σε άτομα με χαμηλό εισόδημα.
Τα μηνύματα επομένως είναι σαφή: η προσφορά υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα, αν και συνολικά επαρκής, υστερεί ως προς τον πυλώνα που αφορά τη δημόσια υγεία. Είναι ανάγκη επομένως να καταβληθεί προσπάθεια αναβάθμισής της, διαδικασία που θα αμβλύνει κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες σε σχέση με τη δυνατότητα πρόσβασης των εισοδηματικά χαμηλότερων στρωμάτων στο δημόσιο αυτό αγαθό. Αυτό άλλωστε καταδείχτηκε στο ξεκίνημα της πανδημίας, με την πολιτεία να αξιολογεί ότι οι αντοχές του συστήματος υγείας δεν ήταν επαρκείς για να αντιμετωπίσουν μια έκρηξη του αριθμού κρουσμάτων από τον κορονοϊό, καθώς εξαιτίας της περιστολής των δαπανών οι ελλείψεις στα κρατικά νοσοκομεία ήταν μεγάλες (μικρός αριθμός κρεβατιών ΜΕΘ κ.ο.κ.). Και ήταν τα δεδομένα αυτά που λειτούργησαν σαν επιταχυντής της αλλαγής σε σχέση με τη μέχρι τότε περιοριστική πολιτική που ασκείτο μεταξύ 2010-19 στον χώρο της υγείας, με την πολιτεία να σπεύδει να αυξήσει τις δαπάνες για τη δημόσια υγεία.
Ήδη λοιπόν η πανδημία έχει αποτελέσει τον καταλύτη για τον μετασχηματισμό τόσο της σκέψης όσο και των δράσεων για την υγειονομική περίθαλψη αφού εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι η αναβαθμισμένη δημόσια υγεία είναι βασικό προαπαιτούμενο για την κοινωνική και οικονομική ευημερία. Έγινε έτσι αποδεκτό ότι χρειάζεται η οργάνωση και η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Η πρόσληψη μόνιμου υγειονομικού και διοικητικού προσωπικού, αλλά και προσωπικού για την υποστήριξη των νοσηλευτικών δομών.
Η βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής και η εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Με την τεχνολογία των μεγάλων δεδομένων (big data) και των μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης να αναγνωρίζεται ως σημαντική στην προσπάθεια για βελτιωτικές κινήσεις, καθώς μάλιστα η τηλε-ιατρική αναπτύσσεται όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, συμβάλλοντας ήδη από τώρα αλλά και στο μέλλον στην αποσυμφόρηση των δομών υγειονομικής περίθαλψης. Με την τεχνολογία να αναδεικνύει επιπλέον την ανάγκη για χάραξη προληπτικού σχεδιασμού στη περίθαλψη. Το «όλα αλλάζουν» τώρα και στο μέλλον με κινητήρια δύναμη αλλαγών την πανδημία, όπως προσφυώς τονίζει ο καθηγητής Θάνος Δημόπουλος, ισχύει για τη δημόσια υγεία ίσως πιο πολύ από οποιονδήποτε άλλο τομέα!