Πίσω από τα ψιλά γράμματα του νέου προϋπολογισμού, ύψους 6 τρισ. δολαρίων, που ανακοίνωσε την Παρασκευή ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, κρύβεται... η Κίνα. Ο νέος προϋπολογισμός για το οικονομικό έτος 2022, που ξεκινά φέτος τον Οκτώβριο, παρουσιάστηκε ως σχέδιο για την αναζωογόνηση της αμερικανικής οικονομίας, αυξάνοντας τις δαπάνες σε υποδομές, την εκπαίδευση και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
Πίσω από τα ψιλά γράμματα του νέου προϋπολογισμού, ύψους 6 τρισ. δολαρίων, που ανακοίνωσε την Παρασκευή ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, κρύβεται... η Κίνα. Ο νέος προϋπολογισμός για το οικονομικό έτος 2022, που ξεκινά φέτος τον Οκτώβριο, παρουσιάστηκε ως σχέδιο για την αναζωογόνηση της αμερικανικής οικονομίας, αυξάνοντας τις δαπάνες σε υποδομές, την εκπαίδευση και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Ο αριστερός γερουσιαστής, προεδρεύων στην επιτροπή προϋπολογισμού της Γερουσίας Μπέρνι Σάντερς, αποκάλεσε τον νέο προϋπολογισμό «την πιο σημαντική ατζέντα για τις εργαζόμενες οικογένειες στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας», επισημαίνοντας παράλληλα πως θα δημιουργήσει εκατομμύρια καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, μειώνοντας τη φτώχεια. Ο θεωρούμενος ωστόσο «κοινωνικής ευαισθησίας» προϋπολογισμός Μπάιντεν εμπεριέχει και μία αύξηση ρεκόρ του προϋπολογισμού για τις αμυντικές δαπάνες, ο οποίος φθάνει στα 753 δισ. δολάρια. Στον αμυντικό προϋπολογισμό περιλαμβάνονται 24,7 δισ. δολάρια για τον εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου και την επέκταση των πυρηνικών δυνατοτήτων της αμερικανικής αεροπορίας και του ναυτικού, καθώς και 112 δισ. δολάρια για την έρευνα και ανάπτυξη.
Γιατί οι αυξημένες αυτές δαπάνες; Ο υπουργός Άμυνας, πρώην στρατηγός του αμερικανικού στρατού, Λόιντ Όστιν ήταν ξεκάθαρος σε ανακοίνωση που εξέδωσε με αφορμή την παρουσίαση του νέου προϋπολογισμού από τον Μπάιντεν: «Ο προϋπολογισμός μας προσφέρει το μίγμα δυνατοτήτων που χρειαζόμαστε περισσότερο και παραμένει πιστός στον στόχο μας για την αντιμετώπιση της πρόκλησης από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, την καταπολέμηση των καταστροφικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στις στρατιωτικές μας εγκαταστάσεις και τον εκσυγχρονισμό των δυνατοτήτων μας προς αντιμετώπιση των αναβαθμισμένων απειλών του αύριο». Ο Μπάιντεν άλλωστε φαίνεται να συνεχίζει την αντικινεζική υστερία του προκατόχου του Ντόναλντ Τραμπ, προχωρώντας μάλιστα ένα βήμα παραπέρα, υποβαθμίζοντας την πολιτική της «Μιας Κίνας» του πρώην προέδρου Κάρτερ το 1978.
Η αμερικανική κυβέρνηση όχι απλά συσφίγγει τις σχέσεις της με την Ταϊβάν, την οποία το Πεκίνο θεωρεί κινεζική επικράτεια, αλλά συζητά το ενδεχόμενο εγκατάστασης αμυντικού πυραυλικού συστήματος, κίνηση την οποία η Κίνα χαρακτηρίζει πράξη πολέμου. Επιπλέον τις τελευταίες ημέρες σήκωσε το θέμα της υποτιθέμενης προέλευσης του Covid-19 από εργαστήριο στην κινεζική πόλη Γουχάν, ρίχνοντας κι άλλο λάδι στην υποβόσκουσα φωτιά της αμερικανοκινεζικής αντιπαράθεσης. Το εργαστήριο αυτό, μάλιστα, όπως αποκάλυψε ο ιατρικός σύμβουλος του Λευκού Οίκου Άντονι Φάουτσι, χρηματοδοτούσαν οι ΗΠΑ...