Κόμματα, οργανώσεις, βουλευτές και βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους επί του επίμαχου νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τη συνεπιμέλεια, ενώ και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής σε διευκρινίσεις καλεί.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Κόμματα, οργανώσεις, βουλευτές και βουλεύτριες της Νέας Δημοκρατίας έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους επί του επίμαχου νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης για τη συνεπιμέλεια, ενώ και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής σε διευκρινίσεις καλεί.
Το «συμφέρον του παιδιού», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, είναι αόριστη νομική έννοια που εξειδικεύεται σε κάθε περίπτωση ξεχωριστά, ενώ κρίνει σκόπιμο να αποσαφηνισθεί το εννοιολογικό περιεχόμενο της λέξης «εξίσου» στην άσκηση γονικής μέριμνας, αλλά και ο χρόνος επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, στο 1/3 του συνολικού χρόνου, διότι μπορεί να οδηγήσει στην εναλλασσόμενη κατοικία.
Καμία σχέση, υποστηρίζει το υπουργείο. Δεν τίθεται ζήτημα παρερμηνείας ως προς την έννοια της λέξης «εξίσου» ως ισόχρονη επιμέλεια, ούτε θα πρέπει να συνδέεται με υποχρεωτική εναλλασσόμενη κατοικία, αφού συγχρόνως ορίζεται η κατοικία διαμονής του παιδιού, ρητά αναφέρεται ότι δεν μπορούν να διαταραχθούν οι καθημερινές υποχρεώσεις του κ.λπ.
Ελληνικά ξέρει ο νομοθέτης, ελληνικά ξέρουν και όσοι εκφράζουν ανησυχίες. Για τους πολλούς -μη νομικούς- ενδεχομένως να μην έχουν μεγάλη αξία έξι γράμματα -«εξίσου»-, ωστόσο είναι αρκετά για πλήθος αλλαγών. Αν το «εξίσου» δεν ορίζει κάτι διαφορετικό σε σχέση µε την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, γιατί δεν απαλείφεται η λέξη; Γιατί επιμένει ο νομοθέτης; Θέλει, λέει, να αναδείξει την αρχή της ισότητας των γονέων, ισότιμους γονεϊκούς πυλώνες, που εν τέλει γίνονται κυκλώνες.
Το ζήτημα, δηλαδή, είναι το νομοσχέδιο να ανταποκριθεί στις επιθυμίες των γονέων; «Το ζήτημα είναι», όπως στην Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων «ποιος θα ’ναι το αφεντικό, αυτό είναι όλο». Ιδίως, όταν «στην κοινοβουλευτική διαδικασία δεν συμμετείχαν γυναικείες οργανώσεις», αλλά κατά την κυρία Μαριέττα Γιαννάκου «είδαμε απίθανες οργανώσεις, γονείς, συνεπιμέλεια, ενεργοί μπαμπάδες, τρομερές διαφημίσεις, που σημαίνει χρήμα πολύ».
Το ζήτημα είναι, όπως το έθεσε ο γραμματέας της Κ.Ο. της Ν.Δ., και παιδαγωγικό. «Κύριε υπουργέ, να είστε βέβαιος ότι το σχέδιο νόμου που εισηγείσθε θα επιδράσει θετικά σε κανονιστικό αλλά, κυρίως, σε παιδαγωγικό επίπεδο, στον ευαίσθητο τομέα των σχέσεων γονέων και τέκνων».
Θα λειτουργήσει, δηλαδή, όπως τα SMS μετακίνησης της πανδημίας, κατά τη γεραπετρίτειο ερμηνεία, έτσι ώστε να μην υπάρχει υπερβολή ή καταστρατήγηση στην παραδοσιακή κοινωνική επιταγή;
Το ζήτημα δεν είναι προσωπικό, ούτε αν οι ενστάσεις οφείλονται σε βιωματικές καταστάσεις.
Το ζήτημα είναι, σε τελευταία ανάλυση, ηθικό. Μπορεί ένας νόμος με οριζόντια και άκαμπτη λογική να ορίζει το συμφέρον του παιδιού, καθοδηγώντας τον δικαστή; Ειδικά, όταν υπάρχει συμπεριφορά κακοποιητική.