Πριν από έναν χρόνο, όταν η πανδημία του κορονοϊού χτύπησε τον πλανήτη, ήταν οι καταναλωτές που έτρεχαν πανικόβλητοι να κάνουν προμήθειες. Τώρα, που οι οικονομίες ανακάμπτουν, είναι οι επιχειρήσεις που τρέχουν πανικόβλητες να δημιουργήσουν αποθέματα, φοβούμενες μήπως ξεμείνουν από πρώτες ύλες. Αυτό όμως έχει φέρει την παγκόσμια αλυσίδα τροφοδοσίας στα όριά της, γράφει η Έφη Τριήρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Πριν από έναν χρόνο, όταν η πανδημία του κορονοϊού χτύπησε τον πλανήτη, ήταν οι καταναλωτές που έτρεχαν πανικόβλητοι να κάνουν προμήθειες. Τώρα, που οι οικονομίες ανακάμπτουν, είναι οι επιχειρήσεις που τρέχουν πανικόβλητες να δημιουργήσουν αποθέματα, φοβούμενες μήπως ξεμείνουν από πρώτες ύλες. Αυτό όμως έχει φέρει την παγκόσμια αλυσίδα τροφοδοσίας στα όριά της.
Ελλείψεις, μποτιλιάρισμα στις μεταφορές με συνεπακόλουθη αύξηση των ναύλων και άνοδος στις τιμές αγαθών βρίσκονται στο υψηλότερο σημείο τους στην πρόσφατη ιστορία, εγείροντας φόβους για υπερθέρμανση της παγκόσμιας οικονομίας και άλμα του πληθωρισμού. Χαλκός, σιδηρομετάλλευμα και χάλυβας, καλαμπόκι, καφές, δημητριακά και σπόροι σόγιας, ξυλεία, ημιαγωγοί, πλαστικό και χαρτόνι για συσκευασίες, μερικά από τα εμπορεύματα που λιγοστεύουν επικίνδυνα και οι τιμές τους έχουν πάρει φωτιά.
Η διαφορά της σημερινής κρίσης προσφοράς συγκριτικά με αυτές του παρελθόντος είναι το εκρηκτικό μέγεθός της και το γεγονός ότι δεν υπάρχει φως στο τέλος του τούνελ. Την κατάσταση επιδείνωσε μία σειρά από καταστροφές που πυροδότησαν ακόμη μεγαλύτερη άνοδο στις τιμές εμπορευμάτων: το κλείσιμο των Στενών του Σουέζ τον Μάρτιο, η ξηρασία που έχει σαρώσει πολλές αγροτικές καλλιέργειες, το ασυνήθιστο ψύχος με τα μαζικά μπλακάουτ σε αμερικανικές πολιτείες τον Φεβρουάριο και τελευταίως η κυβερνοεπίθεση στον μεγαλύτερο αγωγό καυσίμων των ΗΠΑ.
Το υψηλότερο κόστος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις είναι πλέον αισθητό. Οι επιχειρήσεις είναι αναπόφευκτο να μετακυλίσουν το κόστος αυτό στους καταναλωτές.
Άρα, λοιπόν, ο υψηλότερος πληθωρισμός είναι προ των πυλών. Τι λένε όμως οι κεντρικοί τραπεζίτες; Οι διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής παραθέτουν κάποιους λόγους για τους οποίους οι πληθωριστικές πιέσεις δεν θα τεθούν εκτός ελέγχου.
Πρωτίστως, υποστηρίζουν ότι οι μεγάλες αυξήσεις των τιμών διογκώνονται ακόμη περισσότερο από τις πενιχρές συγκρίσεις με το προηγούμενο έτος, δεύτερον, τα στοιχεία για τις πωλήσεις λιανικής στις ΗΠΑ τον Απρίλιο έδειξαν ότι παρέμειναν στάσιμες μετά τη μεγάλη άνοδο του Μαρτίου και, τρίτον, οι τιμές πολλών εμπορευμάτων έχουν τελευταίως υπαναχωρήσει από τα υψηλά πολλών ετών.
Το επόμενο τρίμηνο προδιαγράφεται πολύ «θερμό», καθώς θα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι κινήσεις των κεντρικών τραπεζών. Η κεντρική τράπεζα της Ουγγαρίας έδωσε χθες το στίγμα της, ότι ετοιμάζει επιτοκιακή αύξηση τον Ιούνιο. Η Fed εμφανίζεται άκρως καθησυχαστική, ενώ η ΕΚΤ είναι πιο σιωπηρή. Το νέο sell off στις αγορές κρατικών ομολόγων δείχνει ότι οι αγορές δεν φαίνεται να καθησυχάζονται από τις σημερινές λεκτικές παρεμβάσεις, που σημαίνει ότι ζητούν κάτι περισσότερο. Το θέμα είναι ότι όλο αυτό το story θα πλήξει τον καταναλωτή, ο οποίος και σε μία πρώτη φάση θα κληθεί να επωμιστεί το βάρος του αυξημένου κόστους. Τα υπόλοιπα έπονται.