Τα οφέλη και οι ευκαιρίες, που προσφέρει η αγορά υδρογόνου για ένα ουδέτερο ενεργειακά κλίμα αλλά κι οι μεγάλες προοπτικές συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή του «πράσινου υδρογόνου» στο ενεργειακό μίγμα, αναδείχθηκαν κατά τις εργασίες του Ελληνογερμανικού Workshop Εμπειρογνωμόνων με θέμα το «πράσινο υδρογόνο».
Τα οφέλη και οι ευκαιρίες, που προσφέρει η αγορά υδρογόνου για ένα ουδέτερο ενεργειακά κλίμα αλλά κι οι μεγάλες προοπτικές συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή του «πράσινου υδρογόνου» στο ενεργειακό μίγμα, αναδείχθηκαν κατά τις εργασίες του Ελληνογερμανικού Workshop Εμπειρογνωμόνων με θέμα το «πράσινο υδρογόνο».
Το Workshop διοργάνωσαν, χθες, διαδικτυακά, το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, η πρεσβεία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα και ο Γερμανικός Οργανισμός Διεθνούς Συνεργασίας (GIZ) με την υποστήριξη του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του επιμελητηρίου, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας, τόνισε ότι «η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αποτελεί μία από τις κύριες προτεραιότητες της κυβέρνησής μας και μια προσωπική δέσμευση του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη.
Απόδειξη αποτελεί η τολμηρή απόφαση να ολοκληρώσουμε μια από τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις στον τομέα της ενέργειας, την κατάργηση όλων των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με λιγνίτη νωρίτερα από οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ», ανέφερε ο υπουργός, για να προσθέσει ότι στο πλαίσιο αυτό, «θα αναπτύξουμε έναν σημαντικό αριθμό εγκαταστάσεων ανανεώσιμης ενέργειας για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου».
Όπως είπε, «η Εθνική Στρατηγική Υδρογόνου της κυβέρνησης, που θα περιλαμβάνει έναν λεπτομερή οδικό «χάρτη» για την υλοποίηση της εθνικής οικονομίας υδρογόνου, θα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση τον Ιούνιο. Στόχος μας είναι η μείωση της αβεβαιότητας της αγοράς κι η εστίαση σε μια σειρά εφαρμογών και τεχνολογιών που θα βελτιώσουν το επενδυτικό κλίμα», σημείωσε ο κ. Σκρέκας, υπογραμμίζοντας το ενδιαφέρον της Ελλάδας να εστιάσει σε μια πιο στοχοθετημένη συνεργασία με μεγάλους γερμανικούς βιομηχανικούς παράγοντες.
«Πιστεύουμε ακράδαντα ότι, η Ελλάδα και η Γερμανία μπορούν να αναπτύξουν συνέργειες για μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή πολιτική υδρογόνου και αυτό το γεγονός σηματοδοτεί τις πραγματικά μεγάλες προοπτικές συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η γενική γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Αλεξάνδρα Σδούκου, αναφέρθηκε στις εθνικές προτεραιότητες που θα θέσουν το υδρογόνο στον χάρτη που καθοδηγεί τα βήματα της χώρας στην πράσινη μετάβαση, τονίζοντας ότι «η Εθνική μας Στρατηγική για το Υδρογόνο θα λειτουργήσει ως σχέδιο δράσης για τα επόμενα χρόνια και θα αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης ενεργειακής μας στρατηγικής.
Συγχρόνως θα περιλαμβάνει έναν λεπτομερή οδικό χάρτη για την ανάδειξη μιας εγχώριας οικονομίας υδρογόνου, η οποία θα καλύπτει όλη την αλυσίδα αξίας του, όπως τη βιομηχανία, τις μεταφορές, τη ναυτιλία», είπε χαρακτηριστικά. Επίσης, σημείωσε ότι η παραγωγή πράσινου υδρογόνου θα συμβάλλει στην ακόμα μεγαλύτερη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την ταχύτερη και ασφαλέστερη ενεργειακή μετάβαση της χώρας σε τομείς που είναι δύσκολο να εξηλεκτριστούν.
Ο Thomas Rachel, κοινοβουλευτικός υφυπουργός του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Παιδείας και Έρευνας, μιλώντας στο πλαίσιο του Workshop, επισήμανε ότι «το σημερινό μήνυμα είναι ότι οι οικονομίες θα πρέπει να περάσουν από την αγορά του άνθρακα και του χάλυβα, στην «ένωση» του υδρογόνου. Η κλιματική αλλαγή παραμένει παγκόσμια πρόκληση, παρά τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Για να επιτύχουμε τους στόχους μας για το κλίμα πρέπει να προσανατολίσουμε τα ενεργειακά μας συστήματα προς τη βιωσιμότητα. Αυτό συνεπάγεται τη μεταφορά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε τομείς όπου η ηλεκτροδότηση είναι δύσκολη, όπως για παράδειγμα οι μεταφορές προϊόντων κι οι αεροπορικές μεταφορές». Όπως εξήγησε ο κ. Rachel «τα «πράσινα» προϊόντα υδρογόνου από αιολική ή ηλιακή ενέργεια αποτελούν μια πολλά υποσχόμενη επιλογή για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου.
Η Ευρώπη δεν πρέπει να χάσει αυτή τη μοναδική ευκαιρία. Το «πράσινο» υδρογόνο μπορεί να γίνει οδηγός για νέες θέσεις εργασίας και ευημερία σε όλη την ήπειρο, σε βιομηχανικές περιοχές καθώς και σε περιοχές που είναι πλούσιες σε ηλιακή και αιολική ενέργεια, όπως τα ελληνικά νησιά. Η «πράσινη» οικονομία υδρογόνου διαθέτει προοπτικές και μπορεί να εξασφαλίσει σημαντικές εφαρμογές σε βιομηχανική κλίμακα, καθιστώντας την αγορά ανταγωνιστικότερη».
Ανοίγοντας τις εργασίες του Workshop, πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα, Dr. Ernst Reichel, επισήμανε τα σημαντικά κίνητρα για την ενεργειακή μετάβαση μέσω του πράσινου υδρογόνου, τονίζοντας ότι «το σημερινό εργαστήριο ειδημόνων αποτελεί ορόσημο για την επέκταση του ελληνογερμανικού διαλόγου στο σημαντικό πεδίο των μελλοντικών τεχνολογιών υδρογόνου».
Από την πλευρά του ο Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, γενικός διευθυντής και μέλος Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, εστίασε στο σημαντικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Γερμανία για την υλοποίηση και τη χρήση υποδομών υδρογόνου, καθότι, όπως είπε, ως χώρα επενδύει στον τομέα, διαθέτοντας ήδη μεγάλη τεχνογνωσία και εμπειρία σε ανάλογα έργα. Αναφερόμενος στην Ελλάδα και τη Γερμανία, υπογράμμισε ότι «η αγορά υδρογόνου θα αποτελέσει ένα ισχυρό πεδίο ανάπτυξης διμερών επιστημονικών, ερευνητικών και επενδυτικών συνεργειών, με ανταποδοτικά οφέλη.
Το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο έχει ήδη δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των δύο οικονομιών, σε επίπεδο αγοράς και πολιτικής, θεωρώντας ότι κατά την επόμενη 20ετία η Ελλάδα θα προσφέρει αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες. Στόχος του Επιμελητηρίου», συμπλήρωσε ο Δρ. Κελέμης, «είναι κατά το προσεχές διάστημα να διευρύνει τους διαύλους αυτούς, πιστεύοντας ότι η Ελλάδα μπορεί, μακροπρόθεσμα, να λειτουργήσει ως ένας περιφερειακός, αλλά ταυτόχρονα κομβικός, πόλος εξισορρόπησης του ενεργειακού ευρωπαϊκού συστήματος, με τη συμβολή και του «καθαρού» Υδρογόνου».
Ο κ. Ulrich Benterbusch, αναπληρωτής γενικός διευθυντής στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας, εστιάζοντας στην εθνική στρατηγική για το υδρογόνο, τόνισε ότι το πλαίσιό της βρίσκεται ήδη σε διατομεακή εφαρμογή από τον Ιούνιο του 2020, οπότε και εγκρίθηκε, με το Εθνικό Συμβούλιο Υδρογόνου και την Επιτροπή Υδρογόνων των Υφυπουργών να υποστηρίζουν σημαντικά τη διαδικασία αυτή. «Ένα αποφασιστικό βήμα για την υποστήριξη της αύξησης του υδρογόνου στην αγορά αποτελεί η δημιουργία ενός κατάλληλου νομικού πλαισίου και στοχοθετημένων χρηματοδοτικών μέσων.
Έχουν ήδη ξεκινήσει ή υλοποιηθεί σημαντικές νομοθετικές προτάσεις. Αυτό περιλαμβάνει ιδίως την απαλλαγή από την εισφορά με βάση τον νόμο για τις ΑΠΕ για τους ηλεκτρολύτες και μια φιλόδοξη εφαρμογή του RED II στις μεταφορές. Προς το παρόν αναπτύσσονται ειδικά προγράμματα χρηματοδότησης που αφορούν, επίσης, στην ανάπτυξη διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού», πρόσθεσε ο κ. Benterbusch.
Ο καθηγητής Παντελής Κάπρος, πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Υδρογόνου, επισήμανε ότι ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας επιβάλλει μακροχρόνιο σχεδιασμό και ριζική μεταβολή του ενεργειακού συστήματος, στο οποίο θα έχει σημαντική θέση το υδρογόνο και οι διάφορες χρήσεις του. Το υδρογόνο, σε άμεση χρήση αλλά και ως πηγή συνθετικών καυσίμων και μέσο αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, θα συμπληρώσει τον εξηλεκτρισμό ιδίως στους τομείς, όπου ο εξηλεκτρισμός έχει περιορισμένη εφαρμογή.
Επίσης το υδρογόνο θα επιτρέψει τη διατήρηση της χρήσης αερίων καυσίμων και την τροφοδοσία της ναυτιλίας και των αεροπορικών μεταφορών. Όμως η κλιματική ουδετερότητα επιβάλλει το υδρογόνο να παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τις οποίες με τη σειρά του το υδρογόνο υποβοηθά ως μέσο αποθήκευσης, επισήμανε ο κ. Κάπρος και πρόσθεσε αμέσως μετά: «Αυτοί είναι οι λόγοι που επιβάλλουν εκπόνηση στρατηγικής υδρογόνου από όλη την ΕΕ».
Αναφερόμενος στην Ελλάδα, υπογράμμισε ότι «δίδεται επίσης προτεραιότητα, ιδίως σε έργα πιλοτικά όπως στη Δυτική Μακεδονία, τη Ναυτιλία, τις Μεταφορές και τα Νησιά. Οι επενδύσεις θα δώσουν ώθηση στην επιχειρηματικότητα για τεχνολογίες υδρογόνου και υποστηρικτικές δραστηριότητες που αποτελούν ευκαιρία προστιθέμενης αξίας και απασχόλησης και στην Ελλάδα. Στο μέλλον, η ωρίμανση των τεχνολογιών υδρογόνου και η παραγωγή σε βιομηχανική κλίμακα θα επιτρέψει και τη μείωση του κόστους, αλλά και τη μέγιστη συνέργεια με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Ο κ. Werner Diwald, πρόεδρος του Δ.Σ. του German Hydrogen and Fuel Cell Association (DWV), ανέφερε ότι το υδρογόνο που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, γνωστό ως «πράσινο» υδρογόνο, λειτουργεί ως «κλειδί» για μια ενεργειακή μετάβαση χωρίς εκπομπές και για μια ασφαλή λειτουργία της ενεργειακής αγοράς στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. «Με μια φιλόδοξη και μακρόπνοη βιομηχανική πολιτική, η Ευρώπη μπορεί να εξασφαλίσει σημαντικό ρόλο για τη διεθνή οικονομία υδρογόνου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει την ευκαιρία να θέσει τα θεμέλια για ένα νέο οικονομικό θαύμα, με την εφαρμογή μιας θαρραλέας ευρωπαϊκής στρατηγικής για το υδρογόνο. Είναι επίσης σαφές ότι πολλά από τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη εξαρτώνται από την εισαγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως και πολλά βιομηχανικά έθνη σε όλο τον κόσμο και για το λόγο αυτό απαιτείται η χάραξη εθνικών στρατηγικών υδρογόνου», σημείωσε, ενώ μιλώντας ειδικότερα για τη Γερμανία, τόνισε ότι «η Γερμανική Ένωση Υδρογόνου και Κυψελών Καυσίμου και οι συνεργάτες της έχουν αναπτύξει την πρότασή τους για το χρηματοδοτικό πρόγραμμα «H2-Global», που επιτρέπει μια βραχυπρόθεσμη και ασφαλή για επενδύσεις ανάπτυξη της βιομηχανίας «πράσινου» υδρογόνου και ως εκ τούτου αποτελεί προσχέδιο για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ να εισαγάγουν μια εθνικά επιτυχημένη οικονομία υδρογόνου».
Ο ίδιος εξήγησε ότι «το πράσινο υδρογόνο προσφέρει επίσης εντελώς νέες ευκαιρίες για μια οικονομικά ισχυρή ενωμένη Ευρώπη. Η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Ρουμανία έχουν αφθονία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ωστόσο χρειάζονται κεφαλαιακούς πόρους. Τι θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλο από το να δημιουργηθεί ένα εντατικό εμπόριο πράσινου υδρογόνου στην Ευρώπη;», διερωτήθηκε, για να συμπληρώσει ότι «το πράσινο υδρογόνο έχει τη δυνατότητα να φέρει τα ευρωπαϊκά κράτη πιο κοντά».
Η Dr. Kirsten Westphal, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Υδρογόνου της Γερμανίας, επισήμανε ότι «η αγορά υδρογόνου προσφέρεται για τη δημιουργία υπεραξίας στην οικονομία και για την εξασφάλιση νέων θέσεων εργασίας. Η ανάπτυξη, ειδικότερα, του «πράσινου υδρογόνου» προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή όλων των κρατών της Ευρώπης. Η Μεσόγειος και πιο συγκεκριμένα, η Ανατολική Μεσόγειος, όπως κι η Αδριατική μπορούν να διαδραματίσουν στρατηγικό ρόλο στην αγορά υδρογόνου και ειδικότερα, η Ελλάδα διαθέτει όλες τις προϋποθέσεις να λειτουργήσει από θέση πρωταγωνιστή, τόσο ως παραγωγός χώρα, όσο όμως και λόγω των μεγάλων περιθωρίων που διαθέτει για την παραγωγή αιολικής ενέργειας», πρόσθεσε η Dr. Westphal.
Ο Dr. Carsten Rolle, προϊστάμενος του τμήματος Ενέργειας και Κλιματικής Πολιτικής του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), στο πλαίσιο της τοποθέτησής του σημείωσε ότι «το υδρογόνο είναι ο ελλιπής σύνδεσμος για τον πράσινο μετασχηματισμό των ενεργειακών μας συστημάτων. Γι' αυτό, όλο και περισσότερες χώρες παγκοσμίως διαμορφώνουν, το τελευταίο διάστημα, στρατηγικές σχετικά με τον συγκεκριμένο ενεργειακό τομέα. Χρειαζόμαστε στενή διεθνή συνεργασία για να εξασφαλίσουμε μια σειρά από διαφοροποιημένα πλεονεκτήματα κατά την παραγωγή και τη χρήση του υδρογόνου. Η γερμανική βιομηχανία είναι σε θέση να προσφέρει προηγμένες τεχνολογίες, αλλά και σύγχρονες ενεργειακές δομές».
Ο Franz Lehner, προϊστάμενος τμήματος Διεθνούς Συνεργασίας του Εθνικού Οργανισμού Υδρογόνου και Τεχνολογίας Κυψέλης Καυσίμου (NOW), ανέφερε ότι «σε σύγκριση με άλλους τομείς της οικονομίας, η μείωση των εκπομπών CO2 στον τομέα των μεταφορών αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη. Κατά συνέπεια, έχει αυξηθεί η πίεση των αρχών στους κατασκευαστές οχημάτων και στους λιανοπωλητές καυσίμων. Η πίεση αυτή για περισσότερες εφαρμογές υδρογόνου, είναι δυνατό να δημιουργήσει πρόωρες, αλλά προβλέψιμες, απαιτήσεις για ανάλογο καύσιμο. Επιπλέον, οι μεγάλοι γερμανικοί όμιλοι με παρουσία στην εφοδιαστική αλυσίδα αυτοκινήτων, διαθέτουν ισχυρή θέση παγκοσμίως σε ανάλογες τεχνολογίες. Πρόκειται για μια δυναμική, που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την εξασφάλιση νέων θέσεων εργασίας στην ταχέως μεταβαλλόμενη βιομηχανία αυτοκινήτων», σημείωσε ο κ. Lehner.
Τέλος, ο Ιωάννης Μωραΐτης, υπεύθυνος Έργων Υδρογόνου και Βιομεθανίου της ΔΕΠΑ Εμπορίας Α.Ε., παρουσίασε την πρόταση White Dragon που κατατέθηκε στην εθνική πρόσκληση για τα Σημαντικά Έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (IPCEI) υδρογόνου. Όπως ο ίδιος είπε «η ΔΕΠΑ Εμπορίας είναι ο συντονιστής της πρότασης που αφορά ολόκληρη την αλυσίδα αξίας του υδρογόνου και στην οποία συμμετέχουν οι μεγαλύτεροι ενεργειακοί όμιλοι της χώρας.
Το έργο White Dragon θα χρησιμοποιήσει ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια για την παραγωγή υδρογόνου μέσω ηλεκτρόλυσης στη Δυτική Μακεδονία. Το υδρογόνο στη συνέχεια θα αποθηκεύεται και μέσω κυψελών καυσίμου υψηλής θερμοκρασίας θα παράγεται ανανεώσιμη ηλεκτρική ενέργεια και θερμότητα. Η παραγόμενη θερμότητα θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά στα δίκτυα τηλεθερμάνσεων της Δυτικής Μακεδονίας καθώς και σε άλλες μελλοντικές εφαρμογές.
Επιπλέον, οι αγωγοί φυσικού αερίου θα χρησιμοποιηθούν τόσο για την μεταφορά του πράσινου υδρογόνου για άλλες χρήσεις όσο και για την έμμεση αποθήκευσή του. Ο κ. Μωραΐτης, πρόσθεσε ότι στο πλαίσιο του White Dragon θα υλοποιηθεί επίσης η κατασκευή ενός αποκλειστικού αγωγού υδρογόνου στην Ελλάδα καθώς και η ανάπτυξη των κατάλληλων υποδομών για τον κλάδο των μεταφορών. Τέλος μέσω του White Dragon θα διερευνηθεί η μεταφορά και η εξαγωγή υδρογόνου μέσω του αγωγού TAP προς την Ιταλία».
Το Workshop για το «καθαρό υδρογόνο» έκλεισε με τη σύνοψη των συμπερασμάτων, τα οποία παρουσίασαν, από τη γερμανική πλευρά ο Franz Lehner, προϊστάμενος Τμήματος Διεθνούς Συνεργασίας του Εθνικού Οργανισμού Υδρογόνου και Τεχνολογίας Κυψέλης Καυσίμου (NOW) και από την ελληνική ο Κωνσταντίνος Παπαλούκας, MEng, MBA, MPA, ειδικός ενεργειακής πολιτικής και ειδικός EastMed της Ελληνικής Επιτροπής Υδρογόνου.
Κι οι δύο ομιλητές ανέδειξαν τη σημασία του υδρογόνου ως εναλλακτική επιλογή για την ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης, μίλησαν για το ρόλο της Γερμανίας, αλλά και της Ελλάδας σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη και εφαρμογή σχετικών projects στο μέλλον, σημείωσαν τις προοπτικές διμερούς συνεργασίες, έδωσαν έμφαση στη σημασία της καινοτομίας και της νεοφυούς επιχειρηματικότητας, ενώ ειδικότερα ο κ. Παπαλουκάς, στάθηκε στον οδικό «χάρτη» για την υλοποίηση της εθνικής οικονομίας υδρογόνου, τον οποίο καταρτίζει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, καθώς και στα όσα θα πρέπει να πράξει στο μέλλον η Ελλάδα για την περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς υδρογόνου και, γενικότερα, των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.