Απόψεις
Τρίτη, 04 Μαΐου 2021 05:10

Η διπλωματική υποκρισία, όπλο του Ερντογάν

Σε τελευταίο άρθρο του στα «ΝΕΑ» ο συνάδελφος Γ.Π. Μαλούχος, πολύ εύστοχα, μας θύμισε ένα σημαντικό βιβλίο: τον «Επιτήδειο Ουδέτερο» του Φρανκ Βέμπερ (Εκδόσεις Θετίλη, 1993), στο οποίο ο συγγραφέας του περιγράφει την τουρκική εξωτερική πολιτική στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και με την ευκαιρία αυτή, παραπέμπει και στην πολιτική του Κεμάλ Ατατούρκ, μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γράφει ο Αθ. Χ. Παπανδρόπουλος.

Από την έντυπη έκδοση

Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου

Σε τελευταίο άρθρο του στα «ΝΕΑ» ο συνάδελφος Γ.Π. Μαλούχος, πολύ εύστοχα, μας θύμισε ένα σημαντικό βιβλίο: τον «Επιτήδειο Ουδέτερο» του Φρανκ Βέμπερ (Εκδόσεις Θετίλη, 1993), στο οποίο ο συγγραφέας του περιγράφει την τουρκική εξωτερική πολιτική στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και με την ευκαιρία αυτή, παραπέμπει και στην πολιτική του Κεμάλ Ατατούρκ, μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Περιγράφει έτσι τον τρόπο με τον οποίον ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας κινήθηκε με ευελιξία ανάμεσα στα έντονα συγκρουσιακά συμφέροντα των ισχυρών κρατών της Δύσης, της Μεσευρώπης και της Ρωσίας. Ο Κεμάλ είχε κατανοήσει το ολοκληρωτικό σφάλμα της Τουρκίας να συνταχθεί με τη Γερμανία στον Α’ Παγκόσμιο και να στραφεί κατά των Άγγλων και Γάλλων, που ήταν ισχυρές ναυτικές και στρατιωτικές δυνάμεις με σημαντικά αποικιακά ερείσματα. Επένδυσε έτσι σε μια νέα διπλωματία που η ουσία της ήταν να μπορεί να παίρνει κάτι απ’ όλους, χωρίς στην πραγματικότητα να δίνει πολλά πράγματα στους δωρητές. Γνωστή από την άποψη αυτή είναι η περίπτωση της βοήθειας σε χρυσό που δέχτηκε ο Κεμάλ από τον Λένιν και το καθεστώς των μπολσεβίκων στη Ρωσία, για να πολεμήσει κατά Αγγλογάλλων και Ελλήνων το 1922, κάνοντας όμως θεαματική στροφή στη συνέχεια, όταν είδε ότι το κομμουνιστικό καθεστώς ήταν προβληματικό και επικίνδυνο για την εξουσία του.

Αυτή η κεμαλική παράδοση εξάλλου επέτρεψε στην Τουρκία της δεκαετίας του 1940 να μείνει έξω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά λίγες εβδομάδες προ του τέλους του να μπει στην ομάδα των νικητών. Με σαφή πρόθεση να αξιοποιήσει την αμερικανική βοήθεια και την τότε δυτική ισχύ.

Στη συνέχεια, λοιπόν, για λόγους οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και εδραίωσης μιας αυταρχικής κοσμικής δημοκρατίας, η Τουρκία ακολούθησε τον δυτικό δρόμο οικονομικής και παραγωγικής ανάπτυξης, με θεματοφύλακα της κληρονομιάς του Ατατούρκ τον στρατό.

Στη μεταπολεμική και ψυχροπολεμική περίοδο έτσι ο τουρκικός στρατός απέκτησε ισχυρά ερείσματα στην τουρκική οικονομία, πλην όμως με επεμβάσεις του στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας έκανε εξαιρετικά δύσκολη την ουσιαστική θεσμική ένταξη της Τουρκίας στην υπό εκκόλαψη Ενωμένη Ευρώπη.

Μια Ευρώπη, η οποία σε πολιτικό, θρησκευτικό και φιλοσοφικό επίπεδο πάντα έβλεπε και βλέπει πολύ περισσότερο σήμερα με καχυποψία την Τουρκία και τις σχετικές εξελίξεις στο εσωτερικό της. Εξελίξεις οι οποίες μεταξύ άλλων έχουν και μια κρίσιμη οικονομική διάσταση, που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Μέσα σε αυτό το πολυσύνθετο πλαίσιο, μια σοβαρή υπόθεση εργασίας ΕΙ είναι αυτή που λέει ότι η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι πλέον ο περίφημος «επιτήδειος ουδέτερος», αλλά ο πολύ «ύπουλος και εξαιρετικά επικίνδυνος εχθρός» της Δύσης και του δημοκρατικού πολιτισμού της. Ως εκ τούτου, τα χρόνια που έρχονται θα είναι όλο και πιο δύσκολα για τις δυτικο-τουρκικές σχέσεις και μάλλον κρίσιμες για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια.

Η Τουρκία και ο σταθερός πλέον εξισλαμισμός της θα παίζουν μαζί με άλλους γεωπολιτικούς παράγοντες το παιχνίδι της πολιτιστικής και ιδεολογικής αποσταθεροποίησης της Δύσης και κυρίως χωρών όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, η Γερμανία και η Ολλανδία, όπου υπάρχει άφθονο και νεαρής ηλικίας ισλαμικό στοιχείο.

Στη Γαλλία, για παράδειγμα, Τούρκοι ιμάμηδες και μαφιόζοι ισλαμιστές παίζουν σε δύο ταμπλό: από τη μια πλευρά ελέγχουν τα πιο σημαντικά τζαμιά της χώρας και από την άλλη οι οργανωμένες συμμορίες Τούρκων και Βορειοαφρικανών μαφιόζων έχουν κυριολεκτικά ομηροποιήσει ολόκληρες και πολυπληθείς εργατικές συνοικίες, από τις οποίες στην ουσία ο γαλλικός πληθυσμός έχει εκδιωχθεί. Εσχάτως δε το ισλαμικό στοιχείο έχει συνάψει άτυπη συμμαχία και με την άκρα αριστερά, με αποτέλεσμα στο χώρο της νεολαίας ο «ισλαμοαριστερισμός» να διεκδικεί «δάφνες» κυρίαρχης ιδεολογίας. Είναι δε αξιοπερίεργο ότι οι φορείς της «ισλαμο-αριστερίστικης» ιδεολογίας αναφέρονται περισσότερο σε συνθήματα και δήθεν αναλύσεις των μουλάδων του Ιράν και των σαλαφιστών της Σαουδικής Αραβίας παρά σε κείμενα που παραπέμπουν στη δυτική φιλοσοφία. Με άλλα λόγια, επιδιώκεται η πλήρης ισλαμοποίηση και αποδυτικοποίηση της μαρξιστικής ιδεολογίας που αναπτύχθηκε στη Δύση, αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκε στους κόλπους της.

«Με τη διάδοση του ισλαμο-αριστερισμού, οι ισλαμοφασίστες που είναι πίσω του επιδιώκουν να οδηγήσουν τις δημοκρατικές κοινωνίες προς τον αυταρχισμό και την αποδυνάμωση του κράτους δικαίου. Παίζουν ανοικτά έτσι το παιχνίδι ανόδου στην εξουσία αντιευρωπαϊκών και αυταρχικών δυνάμεων, ώστε πέρα από την πνευματική αποσταθεροποίηση να ενισχυθεί και η δική τους αυταρχική αντίληψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που με πρώτα αυτά των γυναικών τα γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους...» Αυτά τονίζει ο γνωστός Γάλλος φιλόσοφος Πασκάλ Μπρικνέρ και τα συμπεράσματα δικά σας.