«Ο πατέρας του πατέρα μου έζησε παραδοσιακά γηρατειά, τα οποία φαίνονται ειδυλλιακά στα μάτια ενός Δυτικού. […] Περπατούσε με μπαστούνι, καμπουριάζοντας σαν γερτό στάχυ. Δυσκολευόταν τόσο πολύ ν’ ακούσει, που οι άλλοι ήταν αναγκασμένοι να φωνάξουν σ’ ένα λαστιχένιο χωνί μες στ’ αυτί του, γραφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
«Ο πατέρας του πατέρα μου έζησε παραδοσιακά γηρατειά, τα οποία φαίνονται ειδυλλιακά στα μάτια ενός Δυτικού. […] Περπατούσε με μπαστούνι, καμπουριάζοντας σαν γερτό στάχυ. Δυσκολευόταν τόσο πολύ ν’ ακούσει, που οι άλλοι ήταν αναγκασμένοι να φωνάξουν σ’ ένα λαστιχένιο χωνί μες στ’ αυτί του. Ήταν αδύναμος και κάποιες φορές χρειαζόταν βοήθεια για να σηκωθεί όρθιος. Αλλά ήταν αξιοπρεπέστατος, φορούσε ένα σφιχτά τυλιγμένο λευκό τουρμπάνι, μια σιδερωμένη καφετιά, ζακάρ ζακέτα και παλιομοδίτικα γυαλιά με χοντρούς φακούς. […] Ήταν συνέχεια περιστοιχισμένος από συγγενείς που τον σέβονταν βαθιά - όχι παρά την ηλικία του αλλά εξαιτίας της. Τον συμβουλεύονταν για κάθε σημαντικό ζήτημα… και είχε τιμητική θέση στην οικογένεια. […] Στην Αμερική σχεδόν σίγουρα θα τον βάζαμε σε γηροκομείο». («Εμείς οι θνητοί» του Ατούλ Γκαουάντε σε μετάφραση Λύο Καλοβυρνά, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 31-33).
Θα τον βάζαμε σε γηροκομείο, σε οίκο ευγηρίας, σε μονάδα φροντίδας, σε άσυλο ή ίδρυμα, θα ασκούσαμε (ή δεν θα ασκούσαμε) έλεγχο στο γηροκομείο, τον οίκο ευγηρίας, τη μονάδα φροντίδας. Δεν λέει να σταθεροποιηθεί η λέξη, μα είναι σταθερή η αμηχανία της κοινωνίας για την τρίτη ηλικία.
Εναλλάσσεται το δίχτυ προστασίας προς τους ηλικιωμένους με το τείχος προστασίας απ’ αυτούς που μεγάλωσαν, αρρωσταίνουν, παραξενεύουν, οι σωματικές ή νοητικές λειτουργίες τους στερεύουν, γίνονται πάλι μικρά παιδιά. Τα βάσανα των γηρατειών βαριά. Μας το ξαναθυμίζουν με βίαιο τρόπο τα Χανιά.
Ανακριτής δεν γίνομαι, μα ο αριθμός 68 νεκρών είναι εξωφρενικός. Εξωφρενική είναι και η απουσία σχεδίου κρατικών ή ημικρατικών δομών, εξωφρενική είναι η αντίληψη ότι είναι αντιπαραγωγικό. Σαν αυτοί οι άνθρωποι να μην έζησαν μια ζωή προσφέροντας, να μην ερωτεύτηκαν, να μην κουράστηκαν, να μη νοιάστηκαν, να μη χάρηκαν, να μη συμβιβάστηκαν. Με την ανθρώπινη φύση.
«Η μάχη που δίνουμε εμείς οι θνητοί ενάντια στη θνητότητά μας είναι η μάχη για να διατηρήσουμε την αξιοπρέπεια της ζωής μας... Η αρρώστια και το γήρας κάνουν πολύ δύσκολο τούτο τον αγώνα. Δεν χρειάζεται να τον κάνουν ακόμα χειρότερο οι επαγγελματίες και τα ιδρύματα στα οποία αποτεινόμαστε». (σελ. 184).
Θλιβόμαστε, θυμώνουμε, από ενοχή βασανιζόμαστε, πιεζόμαστε, στο σοκ κλειδωνόμαστε, σκεφτόμαστε. Σκηνές πόνου και εγκατάλειψης. Μάτια απορημένα, φοβισμένα, σκονισμένα, παραπονεμένα.