Γιατί ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν είναι εκνευρισμένος με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν; Η απάντηση είναι γιατί δεν καταλαβαίνει ποιες είναι οι προθέσεις του για τις αμερικανο-κινεζικές σχέσεις και τι πρόκειται να κάνει έναντι της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ, γράφει ο Αθανανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Γιατί ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν είναι εκνευρισμένος με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν; Η απάντηση είναι γιατί δεν καταλαβαίνει ποιες είναι οι προθέσεις του για τις αμερικανο-κινεζικές σχέσεις και τι πρόκειται να κάνει έναντι της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, τεράστια φιλοδοξία της Κίνας είναι το 2049, ήτοι 100 χρόνια μετά την εγκατάσταση του κομμουνιστικού καθεστώτος της, να έχει καταστεί η πρώτη υπερδύναμη στον κόσμο. Και για να το πετύχει αυτό, η σημερινή κινεζική ηγεσία πιστεύει ότι το σοβαρότερο εμπόδιο στην υλοποίηση αυτού του στόχου είναι οι ΗΠΑ.
Για το κινεζικό κομμουνιστικό καθεστώς, η Αμερική είναι ο απόλυτος αντίπαλος, η δύναμη του οποίου είναι στρατιωτική, τεχνολογική και σε κάποιο βαθμό πολιτιστική. Παράλληλα όμως στην προσπάθεια της κινεζικής ηγεσίας για την πρωτοκαθεδρία, υπάρχει ένα σοβαρό αγκάθι. Πρόκειται για το Ισλάμ και τον ρόλο που αυτό το τελευταίο θέλει να διαδραματίσει ως παγκόσμιος παίκτης. Όμως, το πρόβλημα με το Ισλάμ είναι ότι τη δράση του δεν επιδιώκει να τη στηρίξει σε οικονομική και στρατιωτική δύναμη, αλλά σε θρησκευτικό φανατισμό. Αυτό σημαίνει ότι τα διάφορα ισλαμικά «κινήματα» στον πολυπολικό πλέον κόσμο μας δεν θα παίζουν με τους γνωστούς γεωπολιτικούς και διπλωματικούς κανόνες, αλλά θα χρησιμοποιούν τυφλή βία, μαζική πλύση εγκεφάλου και ενδοταξική τρομοκρατία.
Για την Κίνα αυτό είναι ένα νέο πρωτόγνωρο πεδίο σύγκρουσης, το οποίο για να μπορέσει να το ενσωματώσει στην κουλτούρα της χρειάζεται χρόνο και συμμάχους, που θα τη βοηθήσουν να πετύχει τον στόχο της. Και ο τελευταίος βέβαια δεν είναι άλλος από αυτόν μιας δυναμικής και επιδραστικής παρουσίας στην Ευρασία και τον κορυφαίο γεωπολιτικό ρόλο της. Υπ’ αυτή την εικόνα, η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία. Οι Κινέζοι ιθύνοντες γνωρίζουν ότι ο σημερινός Τούρκος ηγέτης, ναι μεν είναι ισλαμιστής, πλην όμως λατρεύει την εξουσία, περισσότερο από το Κοράνι. Πιστεύουν έτσι ότι θα «παίξει» το χαρτί του ήπιου Ισλάμ, ώστε να διατηρεί καλές σχέσεις με τη Δύση, από την οποία εξαρτάται και το 60% της τουρκικής οικονομίας.
Στα γεωπολιτικά τους σχέδια έτσι, οι Κινέζοι θέλουν καλές σχέσεις με την Τουρκία γιατί η χώρα αυτή μπορεί να βοηθήσει τη διείσδυσή τους στην Ευρασία και να είναι αντίβαρο σε μια πιθανή ρωσο-κινεζική αντιπαράθεση. Στο μέτρο επίσης που η Τουρκία με διάφορους εκβιασμούς προσπαθεί να αποσπά όσα περισσότερα οφέλη μπορεί από τη Δύση, η Κίνα είναι πολύτιμος συμπαραστάτης της, στο μέτρο που οι εκβιαστικές καταστάσεις δεν φτάνουν στα άκρα.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε στο επίπεδο αυτό ότι ο μακροπρόθεσμος στόχος του Πεκίνου δεν είναι απλώς η Κίνα να γίνει μια πλούσια χώρα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας, που σήμερα είναι παντοδύναμο στο εσωτερικό της χώρας, από την εποχή του Ντενγκ, θέλει να αποκτήσει και ηγετική υπεροχή σε παγκόσμιο επίπεδο. Άρα πρέπει να ξεπεράσει τις ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, η Κίνα προσχώρησε στο σύστημα της ανοικτής οικονομίας, όχι για να απορροφηθεί από αυτό, αλλά για να το αμφισβητήσει από μέσα. Και από αυτή την οπτική γωνία, ο Τραμπ προσέφερε σημαντικά δώρα στις κινεζικές επιδιώξεις με τη μάχη του κατά της παγκοσμιοποίησης.
Σήμερα, λοιπόν, η Κίνα καλπάζει. Πλησιάζει πολύ γρήγορα τις Ηνωμένες Πολιτείας με κάθε σημαντικό μέτρο ισχύος. Μετρημένο από τη συναλλαγματική ισοτιμία της αγοράς, το ΑΕΠ της Κίνας είναι τώρα σχεδόν στο 70% του αντίστοιχου των Ηνωμένων Πολιτειών. Και καθώς η Κίνα συνεχίζει να ανακάμπτει ταχύτατα από την οικονομική ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία, πιθανότατα θα περάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως η νούμερο ένα παγκόσμια οικονομία καθ’ οιοδήποτε μέτρο πριν από το τέλος αυτής της δεκαετίας. Σε στρατιωτικούς όρους, η ιστορία είναι παρόμοια. Το 2015, μια μελέτη της RAND Corporation, «The U.S.- China Military Scorecard», σημείωσε ότι το χάσμα μεταξύ στρατιωτικής ισχύος ΗΠΑ και Κίνας στην Ανατολική Ασία έκλεισε γρήγορα. Ο αμερικανικός στόλος και οι βάσεις των ΗΠΑ στην περιοχή απειλούνται τώρα από τις βελτιωμένες κινεζικές δυνατότητες. Οι ίδιοι οι συγγραφείς της μελέτης εξέφρασαν έκπληξη γι’ αυτή τη μετατόπιση. «Ακόμη και για πολλούς από τους συντελεστές αυτής της έκθεσης, οι οποίοι παρακολουθούν τις εξελίξεις στην ασιατική στρατιωτική κατάσταση σε συνεχή βάση, η ταχύτητα της αλλαγής ήταν εντυπωσιακή» σημείωναν.
Δεν είναι λίγοι έτσι οι Αμερικανοί πολιτικοί που βλέπουν όλο και περισσότερο την αντιπαλότητα ΗΠΑ - Κίνας όχι μόνον ως έναν παραδοσιακό ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων, αλλά και ως έναν αγώνα που θέτει τη δημοκρατία ενάντια στον νεοκομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.
Το θέμα είναι τεράστιο, όπως καταλαβαίνει κανείς, και βεβαίως σχετίζεται με τις σχέσεις που η κινεζική ηγεσία θέλει να έχει με την Τουρκία και το Ισλάμ, παρά τα όσα πράττει εις βάρος της μουσουλμανικής μειονότητας των Ουιγούρων στο εσωτερικό της χώρας.