Κόσμος
Παρασκευή, 09 Απριλίου 2021 00:04

Μιανμάρ-κρίση: Προαναγγελία θανάτου για τον κλάδο ενδυμάτων και την απασχόληση

Δύο χρόνια αφού άνοιξε το εργοστάσιο ενδυμάτων του στη Μιανμάρ, ο Λι Ντονγκλιάνγκ βρίσκεται ένα βήμα πριν να το κλείσει και να απολύσει τους 800 υπαλλήλους που έχουν απομείνει. Οι δουλειές ήταν δύσκολες λόγω της πανδημίας της COVID-19, αλλά μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου που προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις και αιματηρή καταστολή, κατά τη διάρκεια των οποίων το εργοστάσιό του πυρπολήθηκε εν μέσω κλιμάκωσης του αντικινεζικού αισθήματος, οι παραγγελίες σταμάτησαν.

Δύο χρόνια αφού άνοιξε το εργοστάσιο ενδυμάτων του στη Μιανμάρ, ο Λι Ντονγκλιάνγκ βρίσκεται ένα βήμα πριν να το κλείσει και να απολύσει τους 800 υπαλλήλους που έχουν απομείνει.

Οι δουλειές ήταν δύσκολες λόγω της πανδημίας της COVID-19, αλλά μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου που προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις και αιματηρή καταστολή, κατά τη διάρκεια των οποίων το εργοστάσιό του πυρπολήθηκε εν μέσω κλιμάκωσης του αντικινεζικού αισθήματος, οι παραγγελίες σταμάτησαν.

Η ιστορία του είναι χαρακτηριστική της δυσχερούς κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει ένας κλάδος κρίσιμος για την οικονομία της Μιανμάρ, που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο των εξαγωγών της και απασχολεί περίπου 700.000 χαμηλόμισθους εργάτες, σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών.

«Δεν θα έχουμε άλλη επιλογή παρά να εγκαταλείψουμε τη Μιανμάρ, εάν δεν υπάρξουν νέες παραγγελίες τους επόμενους λίγους μήνες», δήλωσε ο Λι, προσθέτοντας ότι λειτουργεί με το 20% περίπου της δυναμικότητάς του και επιβιώνει μόνο χάρη στις παραγγελίες που είχαν γίνει πριν από το πραξικόπημα, ενώ έχει ήδη απολύσει 400 υπαλλήλους.

Ο Λι δήλωσε ότι ο ίδιος και πολλοί άλλοι επιχειρηματίες σαν αυτόν σκέπτονται να μεταφερθούν σε άλλα κέντρα χαμηλού κόστους του κλάδου ενδυμάτων, όπως στην Κίνα, την Καμπότζη ή το Βιετνάμ, καθώς μεγάλα εμπορικά ονόματα της μόδας όπως η H&M και η Primark έχουν σταματήσει τις συναλλαγές με την Μιανμάρ λόγω του πραξικοπήματος.

Κινέζοι υπήκοοι, όπως ο Λι, χρηματοδοτούν σχεδόν το ένα τρίτο των 600 εργοστασίων ενδυμάτων της Μιανμάρ, σύμφωνα με την Ένωση Μεταποιητικών Επιχειρήσεων Ενδυμάτων της Μιανμάρ, και είναι μακράν η μεγαλύτερη ομάδα επενδυτών.

Τουλάχιστον δύο ακόμα εργοστάσια ενδυμάτων στη Μιανμάρ, χρηματοδοτούμενα από κινεζικά κεφάλαια, που απασχολούν μαζί 3.000 εργαζομένους, έχουν αποφασίσει να κλείσουν, δήλωσε η Κιν Μάι Τχγουέι, διευθύνουσα εταίρος στην MyanWei Consulting Group, που συμβουλεύει Κινέζους επενδυτές στη Μιανμάρ. Η ίδια δήλωσε ότι οι δύο εταιρίες ήταν πελάτες της αλλά αρνήθηκε να τις κατονομάσει για λόγους εμπιστευτικότητας.

Οι ξένες επενδύσεις στον κλάδο ενδυμάτων στη Μιανμάρ εκτοξεύθηκαν την περασμένη δεκαετία καθώς οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, το τέλος των δυτικών κυρώσεων και οι εμπορικές συμφωνίες βοήθησαν ο κλάδος να καθιερωθεί ως βασικό σύμβολο της εκκολαπτόμενης ανάδειξής της ως μεταποιητικού κόμβου.

Οι αποστολές ενδυμάτων από τη Μιανμάρ αυξήθηκαν από 1 δισεκ. δολάρια το 2011 --περίπου το 10% των εξαγωγών-- σε άνω των 6,5 δισεκ. δολαρίων το 2019 --περίπου το 30% των εξαγωγών-- σύμφωνα με τα στοιχεία της βάσης εμπορικών δεδομένων UN Comtrade.

Ωστόσο ο κλάδος κλονίστηκε από την πανδημία που οδήγησε τον κόσμο σε ύφεση και κατέπνιξε την καταναλωτική ζήτηση με αποτέλεσμα να χαθούν δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας σε εργοστάσια ενδυμάτων στη Μιανμάρ και άλλες περιοχές της Ασίας.

Και τότε έγινε το πραξικόπημα.

Στις εβδομάδες που ακολούθησαν, πολλοί εργαζόμενοι του κλάδου ενδυμάτων συμμετείχαν στις διαδηλώσεις ή δεν μπορούσαν να πάνε στη δουλειά τους καθώς οι δρόμοι έγιναν πεδία μάχης. Η αναταραχή προκάλεσε επίσης προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα και δυσκόλεψε την εξαγωγή και την εισαγωγή προϊόντων, δήλωσαν ιδιοκτήτες εργοστασίων.

Με τη διεθνή καταδίκη του πραξικοπήματος να εντείνεται, ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρίες μόδας εξέδωσαν τον περασμένο μήνα ανακοίνωση μέσω των ενώσεών τους λέγοντας ότι θα προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας και θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους στη Μιανμάρ.

Ωστόσο, πολλές σταμάτησαν προσφάτως τις παραγγελίες τους εκεί, συμπεριλαμβανομένης της δεύτερης μεγαλύτερης στον κόσμο εταιρίας λιανικής πώλησης ενδυμάτων, της σουηδικής H&M, των βρετανικών Next και Primark και της ιταλικής Benetton.

Στο Βιετνάμ, ο ιδιοκτήτης εργοστασίου ενδυμάτων Ραβί Τσουνιλάλ δήλωσε στο Reuters ότι αρχίζει να έχει περισσότερες παραγγελίες από Ευρωπαίους αγοραστές που αποφεύγουν τη Μιανμάρ.

«Δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τη Μιανμάρ…αλλά τους εξαναγκάζουν», δήλωσε ο Πίτερ ΜακΆλιστερ της Ethical Trade Initiative, μιας οργάνωσης υπέρ των εργασιακών δικαιωμάτων. Ο ΜακΆλιστερ δήλωσε ότι θα είναι πολύ δύσκολο να ανακάμψει ο κλάδος ενδυμάτων της Μιανμάρ, εάν φύγουν οι Κινέζοι επενδυτές.

Το αντικινεζικό αίσθημα έχει ενταθεί μετά το πραξικόπημα, με τους πολέμιους να επισημαίνουν την υποτονική κριτική του Πεκίνου σε σχέση με την καταδίκη της Δύσης. Σε αυτό το πλαίσιο αρκετά εργοστάσια κινεζικής χρηματοδότησης, όπως του Λι, πυρπολήθηκαν από άγνωστους δράστες κατά τη διάρκεια διαδήλωσης τον περασμένο μήνα.

Οργανώσεις υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν κατ’ επανάληψη εκφράσει ανησυχίες για την εκμετάλλευση στον κλάδο ενδυμάτων της Μιανμάρ, όπου οι εργαζόμενοι --κυρίως γυναίκες-- κερδίζουν 4.800 κυάτ (3,4 δολάρια) την ημέρα, το χαμηλότερο ημερομίσθιο στην περιοχή.

Ωστόσο έχει προσφέρει σε πολλούς την ευκαιρία να ξεφύγουν από τη φτώχεια, καθώς εργαζόμενοι έχουν μεταναστεύσει από αγροτικές περιοχές σε εργοστάσια που βρίσκονται κυρίως γύρω από τον εμπορικό κόμβο της Ρανγκούν και στέλνουν χρήματα στις οικογένειές τους.

Ο Κιν Μαούνγκ Αγιέ, γενικός διευθυντής του εργοστασίου ενδυμάτων Lat War, που απασχολεί 3.500 ανθρώπους, δήλωσε ότι ο κλάδος είναι αντιμέτωπος με κατάρρευση εάν ο στρατός δεν αποκαταστήσει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.

Αυτό θα οδηγήσει σε «τρομακτικά αποτελέσματα φτώχειας», δήλωσε, προσθέτοντας ότι καταφέρνει και επιβιώνει χάρη στις παραγγελίες που είχε πριν από το πραξικόπημα αλλά φοβάται ότι οι παραγγελίες για την επόμενη σεζόν, που συνήθως γίνονται αργότερα αυτό τον μήνα, θα ‘στερέψουν’.

Η Τιν Τιν, μιας 21χρονη εργάτρια σε εργοστάσιο ενδυμάτων, είπε ότι η πενταμελής οικογένειά της επιβιώνει με το ποσό των 8.600 κυάτ (59 δολαρίων) που της έδωσε ως προκαταβολή το εργοστάσιό της ενώ έκλεισε λόγω του πραξικοπήματος.

«Νιώθω τόσο πιεσμένη…Δεν μας έχει μείνει τίποτα για να βάλουμε ενέχυρο. Πρέπει να δανειστούμε χρήματα από τοκογλύφους με επιτόκιο 20% τον μήνα».