Αδυναμία να ανταποκριθούν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους και να καλύψουν τις βασικές ανάγκες της οικογένειάς τους, δυσκολία να εργαστούν για τις ανάγκες φροντίδας των παιδιών τους και απουσία επαφής των παιδιών με το δεύτερο γονιό τους, συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γονείς μονογονεϊκών οικογενειών, όπως προκύπτει από έρευνα.
Αδυναμία να ανταποκριθούν στις οικονομικές υποχρεώσεις τους και να καλύψουν τις βασικές ανάγκες της οικογένειάς τους, δυσκολία να εργαστούν για τις ανάγκες φροντίδας των παιδιών τους και απουσία επαφής των παιδιών με το δεύτερο γονιό τους, συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γονείς μονογονεϊκών οικογενειών, όπως προκύπτει από έρευνα.
Η έρευνα διεξήχθη για λογαριασμό του Συλλόγου Μονογονεϊκής Οικογένειας και Γυναίκας σε 220 άτομα πανελλαδικά, την περίοδο Οκτωβρίου 2020-Φεβρουαρίου 2021. Το 55% των συμμετεχόντων στην έρευνα είναι γονείς με επιμέλεια των παιδιών λόγω διαζυγίου, το 26% είναι γονείς με παιδιά εκτός γάμου και το 15% γονείς που ο σύζυγος έχει αποβιώσει. Το 45% των συμμετεχόντων έχουν ένα παιδί, το 43% δύο παιδιά και το 12% περισσότερα από δύο παιδιά. Το 94% των συμμετεχόντων ήταν γυναίκες.
Όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η πρόεδρος του Συλλόγου Μονογονεϊκής Οικογένειας και Γυναίκας, Ειρήνη Τσεσμελή, είναι η πρώτη φορά που γίνεται έρευνα σχετικά με τις μονογονεϊκές οικογένειες στην Ελλάδα, ενώ μέχρι σήμερα «δεν υπήρχε καμία ένδειξη ή έρευνα που να μπορεί να μας δείξει σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι μονογονείς, ώστε να ζητήσουμε βοήθεια και στήριξη από το κράτος».
Οι οικονομικές δυσκολίες και ο περιορισμός της προσωπικής και κοινωνικής ζωής αναδεικνύονται από την έρευνα ως τα δύο βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μονογονείς.
Συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειοψηφία των ερωτώμενων (93%) ανέφεραν ότι αντιμετωπίζουν κάποιου επιπέδου δυσκολία στο να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις τους, με το 60% να σημειώνουν ότι ανταποκρίνονται με πολύ μεγάλη δυσκολία ή αδυνατούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Αυτό είναι πιο έντονο στην Αττική σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ελλάδα, όπως και στις οικογένειες που ο γονιός δεν εργάζεται, στις οικογένειες με περισσότερα του ενός παιδιά, στις οικογένειες που ο γονιός είναι μεγαλύτερης ηλικίας (45+ ετών) και σε όσες έχουν παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας (13+ ετών).
Οι οικονομικές δυσκολίες αφορούν ακόμα και στην αποπληρωμή λογαριασμών ρεύματος (70%), ή στην κάλυψη των βασικών αναγκών της οικογένειας (70%). Το 63% των ερωτώμενων μάλιστα χαρακτήρισε πολύ ή πάρα πολύ δυσβάσταχτο το λογαριασμό της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ στους δυσβάσταχτους λογαριασμούς εντάσσουν και τους λογαριασμούς τηλεφωνίας και τα χρέη προς εφορία/δημόσιο και προς τράπεζες.
Σε πάνω από 70% των νοικοκυριών ο άλλος γονιός δεν έχει καμία συμμετοχή στις δαπάνες που αφορούν στα παιδιά ή στο νοικοκυριό. Η κύρια πηγή εισοδήματος είναι από προσωπική εργασία, ενώ σημαντική πηγή αποτελούν και τα κρατικά/προνοιακά επιδόματα για το 30%. Για τις μητέρες που δεν εργάζονται τα επιδόματα εμφανίζονται ως κύρια πηγή εισοδήματος σε ποσοστό 58% και η βοήθεια από άλλα μέλη της οικογένειας σε ποσοστό 45%. Ωστόσο, η οικονομική βοήθεια που προσφέρει το κράτος στις μονογονεϊκές οικογένειες κρίνεται ως μη επαρκής από τη μεγάλη πλειοψηφία των ερωτώμενων (94%), όπως και τα προνόμια και οι διευκολύνσεις που προσφέρονται (92%).
Σε περίπου 20-25% των μονογονεϊκών οικογενειών, ο άλλος γονιός συμμετέχει σε κάποιο βαθμό σε έξοδα που αφορούν στα παιδιά, ωστόσο σε πάνω από το 70% των νοικοκυριών ο άλλος γονιός δεν έχει καμία συμμετοχή στις δαπάνες.
Μετά τις οικονομικές δυσκολίες, επόμενα στη λίστα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μονογονείς είναι, σύμφωνα με τους συμμετέχοντες, ο περιορισμός της προσωπικής (76%) και της κοινωνικής ζωής (75%).
Επίσης, οι συμμετέχοντες ανέφεραν σε υψηλό ποσοστό (55%) δυσκολίες στην εξεύρεση εργασίας. Περίπου ένας στους τρεις ερωτηθέντες που σήμερα εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι αναφέρουν ότι χρειάστηκε στο παρελθόν να διακόψουν την εργασία τους λόγω του ότι είναι μονογονείς. Επίσης, σχεδόν οι μισοί ερωτώμενοι απάντησαν ότι η επαγγελματική τους εξέλιξη έχει επηρεαστεί αρνητικά λόγω του γεγονότος ότι είναι μονογονείς. Το 66% όσων δεν εργάζονται αναφέρουν ότι δούλευαν στο παρελθόν και σταμάτησαν την εργασία τους γιατί έπρεπε να φροντίζουν τα παιδιά και 11% ότι είχαν σκοπό να εργαστούν αλλά δεν μπόρεσαν για τον ίδιο λόγο.
Τέσσερις στους δέκα συμμετέχοντες (από όσους ο δεύτερος γονέας είναι εν ζωή) δήλωσαν ότι ο δεύτερος γονέας δεν διατηρεί επαφή με τα παιδιά του. Αυτό είναι πιο έντονο στις μονογονεϊκές οικογένειες με παιδιά εκτός γάμου, όπου περίπου οι μισοί δήλωσαν ότι ο άλλος γονιός δεν διατηρεί επαφή.
Η σχέση των ερωτηθέντων με τον άλλο γονιό χαρακτηρίζεται ως «όχι καλή» από το 32%, ενώ 36% αναφέρει ότι δεν υπάρχει καμία επαφή. Για το 68% των ερωτηθέντων η συνεννόηση με τον άλλο γονιό σε σημαντικές αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά χαρακτηρίζεται ως αρκετά ή πολύ δύσκολη. Επίσης, το 44% των ερωτηθέντων αναφέρει αραιότερη των δύο μηνών συχνότητα που ο άλλος γονιός παίρνει τα παιδιά κοντά του και αυτό είναι πιο έντονο στις ηλικίες άνω των 13 ετών.
Τέλος, περίπου οι μισοί συμμετέχοντες στην έρευνα κρίνουν ως λάθος την εναλλαγή κατοικίας των παιδιών εν διαστάσει γονέων, καθώς εκτιμούν ότι τα παιδιά δεν θα νιώθουν ότι έχουν σταθερή κατοικία ή θα βρεθούν σε σύγχυση. Θετικά ανταποκρίνεται το 30%, κυρίως λόγω του ότι πιστεύουν ότι θα συμβάλει στην υγιή ψυχική ανάπτυξη των παιδιών.
Έπειτα από ανάλυση των στοιχείων ληξιαρχικών πράξεων των τελευταίων επτά χρόνων (2014-2020) προκύπτει ότι πραγματοποιούνται κατά μέσο όρο περίπου 50.000 γάμοι και 15.000 διαζύγια το χρόνο, με την αναλογία διαζυγίων προς γάμους να είναι κατά μέσο όρο περίπου 1 προς 3,6 (28%).
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας, η κ. Τσεσμελή εκφράζει την έκπληξή της για το γεγονός ότι «μετά το διαζύγιο οι γονείς δεν έχουν καμία επαφή και μάλιστα οι σχέσεις τους γίνονται ακόμα πιο δύσκολες, αλλά και ότι τα παιδιά δεν έχουν καλή σχέση με τον ένα γονιό». Επίσης, διαπιστώνει ότι μέσα από την έρευνα φωτίζεται «η αύξηση του αριθμού των μόνων γονιών που κάνουν ένα παιδί εκτός γάμου».
Σημειώνεται ότι η συγκεκριμένη έρευνα για τις μονογονεϊκές οικογένειες διεξήχθη με χορηγία της ΔΕΗ, με πρωτοβουλία του προέδρου της, Γιώργου Στάσση.
Ο Σύλλογος Μονογονεϊκής Οικογένειας και Γυναίκας ιδρύθηκε το 2019 με στόχο την ανάληψη πρωτοβουλιών για την υποστήριξη των γυναικών μονογονεϊκών οικογενειών στη χώρα. Μεταξύ άλλων ο Σύλλογος έχει ζητήσει από το κράτος την οικονομική υποστήριξη των μονογονεϊκών οικογενειών, τη δωρεάν παραχώρηση κατοικιών για τους κοινωνικά ευπαθείς και τους μονογονείς, τη θέσπιση εργασιακού πλαισίου για τις μονογονεϊκές οικογένειες και την υποστήριξή τους μέσα από προγράμματα του ΟΑΕΔ.
Τέλος, με αφορμή το νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια ο Σύλλογος ζητάει, όπως επισημαίνει η κ. Τσεσμελή, «αυτή να συνδεθεί με επίδομα διατροφής και με οικονομική στήριξη των μονογονεϊκών οικογενειών, όπως στα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ» και να υπάρξει πρόβλεψη εξαιρέσεων από τη συνεπιμέλεια για τα βρέφη, καθότι έχουν ανάγκη από τη συνεχή παρουσία της μητέρας του.