Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης αποτέλεσε την κυρίαρχη τάση της παγκόσμιας οικονομίας από τη δεκαετία του 1990 και μέχρι την ύστερη φάση της προηγούμενης δεκαετίας. Οι δυτικές οικονομίες, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. με την Ιαπωνία να ακολουθούν, θεώρησαν ότι το φιλελεύθερο οικονομικό περιβάλλον σε σχέση με τη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων είναι ευεργετικό για την οικονομική ανάπτυξη, γράφει ο Δημήτρης Τζάνας.
Από την έντυπη έκδοση
Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης αποτέλεσε την κυρίαρχη τάση της παγκόσμιας οικονομίας από τη δεκαετία του 1990 και μέχρι την ύστερη φάση της προηγούμενης δεκαετίας. Οι δυτικές οικονομίες, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. με την Ιαπωνία να ακολουθούν, θεώρησαν ότι το φιλελεύθερο οικονομικό περιβάλλον σε σχέση με τη διακίνηση αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων είναι ευεργετικό για την οικονομική ανάπτυξη.
Στο ίδιο περιβάλλον εντάχθηκαν και άλλες χώρες, ιδιαίτερα δε η Κίνα, που με την κεντρικά καθοδηγούμενη οικονομία αποδείχθηκε στην πορεία ικανότατη στη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για βελτιωμένους όρους ανταγωνιστικότητας. Έτσι, η Κίνα πέτυχε για δύο και πλέον δεκαετίες διψήφιους ρυθμούς μεγέθυνσης, επιτυγχάνοντας μέγεθος ΑΕΠ που προσεγγίζει πλέον εκείνο των ΗΠΑ. Αν και τα προηγούμενα χρόνια οι ΗΠΑ δεν ανησυχούσαν για τη μείωση του χάσματος με την Κίνα, αφότου ανέλαβε πρόεδρος ο Τραμπ όλα άλλαξαν, καθώς οι Αμερικανοί διέγνωσαν ότι η τεχνολογική πρόοδος της Κίνας συνιστά πλέον ορατή απειλή. Είδαμε τότε τον Αμερικανό πρόεδρο να τηρεί εχθρική στάση απέναντι στην Κίνα επιβάλλοντας μονομερώς δασμούς σε κινεζικά προϊόντα, ενώ σε ανάλογες ενέργειες προχώρησε και για ευρωπαϊκά προϊόντα.
Την ίδια ώρα, η στάση των ΗΠΑ απέναντι σε διεθνείς συμφωνίες και οργανισμούς μεταβαλλόταν, καθώς έκρινε ότι οι συνθήκες της παγκοσμιοποίησης φιλελεύθερου περιεχομένου δεν εξυπηρετούν ενδεχομένως τα συμφέροντά της, παρά τις αρνητικές επιπτώσεις που θα επέρχονταν για τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.
Όταν τον περσινό Φεβρουάριο ξεκίνησε η πανδημία, όλοι πίστεψαν ότι η τάση για λιγότερη παγκοσμιοποίηση θα συνεχιστεί. Όμως, το shut down των οικονομιών ανέδειξε, μεταξύ άλλων, το θέμα της κλιματικής αλλαγής καθώς η μικρότερη χρήση ορυκτών καυσίμων συνέβαλε στη μείωση της θερμοκρασίας του πλανήτη. Την ίδια ώρα η κρίση λειτούργησε σαν επιταχυντής της υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και της ψηφιοποίησης των πάντων, καθώς τα πάντα έπρεπε να γίνουν εξ αποστάσεως!
Παράλληλα, η κατάρρευση των εσόδων των κλειστών λόγω των περιοριστικών μέτρων επιχειρήσεων και των εισοδημάτων των πολιτών ανάγκασε τις Κεντρικές Τράπεζες να υιοθετήσουν υπερ-χαλαρή νομισματική πολιτική και τις κυβερνήσεις να αποφασίσουν αλλεπάλληλα πακέτα στήριξης υπέρ των πληττόμενων επιχειρήσεων και εργαζομένων για να αποτρέψουν την οικονομική κατάρρευση. Φτάσαμε έτσι, εν μέσω του εκτελούμενου εμβολιαστικού προγράμματος και χωρίς ακόμη να υπάρχει ορατότητα σε σχέση με το πότε θα αρχίσει η επανεκκίνηση των οικονομιών, να διαπιστώνεται η υπερδιόγκωση των ισολογισμών των Κεντρικών Τραπεζών και η εκτόξευση του δημόσιου χρέους (ανέρχεται στα 23 τρισ. δολάρια ή στο 135% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ για το 2020). Όλοι καταλαβαίνουν ότι χρειάζεται παγκόσμια συνεννόηση για την αντιμετώπιση των οξυμμένων πλέον προβλημάτων!
Όμως, η αλλαγή του μίγματος οικονομικής πολιτικής αναμένεται να αργήσει. Η Federal μάλιστα δηλώνει ότι μέχρι το 2023 θα διατηρεί τα χαμηλά της επιτόκια, με τις αποδόσεις των ομολόγων ωστόσο να συνεχίζουν να αναρριχώνται. Παράλληλα, οι κυβερνήσεις επιδιώκουν με τις αυξημένες δαπάνες, καταναλωτικές και επενδυτικές, να οδηγήσουν σε γρήγορη επανεκκίνηση των οικονομιών οψέποτε η υγειονομική κρίση το επιτρέψει. Ωστόσο, κάποια στιγμή θα χρειαστεί η δραστική περιστολή των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων που καταγράφονται παντού τώρα. Αν αυτό δεν επιτευχθεί η πληθωριστική έκρηξη θα είναι αναπόφευκτη, καθώς το βουνό των 3 τρισ. δολαρίων νέων αποταμιεύσεων που έχει ήδη συσσωρευτεί θα διοχετευθεί στην κατανάλωση. Η επιτοκιακή έκρηξη θα είναι τότε αδύνατο να αποτραπεί, με τους δανειολήπτες να αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους.
Αν όμως η οικονομική ανάκαμψη δεν επιτρέψει την καταγραφή ικανοποιητικών πρωτογενών πλεονασμάτων στη δημοσιονομική διαχείριση, τι πρέπει να πράξουν οι κυβερνήσεις για να αποτρέψουν την εκδήλωση μια ενδεχόμενης χρηματοπιστωτικής αστάθειας; Αν μειώσουν τις δαπάνες ή αυξήσουν τους συντελεστές φορολογίας θα διακινδυνεύσουν με το πιθανό φρενάρισμα της οικονομικής ανάκαμψης. Λαμβάνοντας όμως υπόψη τη δραματική πλέον επιδείνωση των οικονομικών ανισοτήτων που επί συνθηκών πανδημίας έχουν οξυνθεί ακόμη περισσότερο, με το 1% των εισοδηματικά υψηλότερων στις ΗΠΑ να έχουν το 25% του συνολικού εισοδήματος με ανάλογα ποσοστά να ισχύουν και στον πλούτο, εύκολα οδηγούμαστε στην ενδεδειγμένη επιλογή.
Πρόκειται για την επιβολή εφάπαξ φόρου στους κροίσους όπως έχει ζητήσει στο παρελθόν ο Τομά Πικετί. Μάλιστα, ο διαχειριστής της Odey Asset Management Tιμ Μποντ υπολογίζει ότι ένας εφάπαξ φόρος ύψους 5% στο κορυφαίο 10% των στοιχείων ενεργητικού θα αύξανε τα φορολογικά έσοδα κατά 4 τρισ. δολάρια, όταν το πρόγραμμα νέων υποδομών στις ΗΠΑ ανέρχεται σε 3 τρισ. δολάρια. Επιπλέον, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς από κοινού με τους Χοσέ Αντόνιο Κάμπος και Γιαχάτι Γκος ζητούν την άμεση επιβολή ελάχιστου εταιρικού φόρου ύψους 25% στο παγκόσμιο εισόδημα των πολυεθνικών εταιρειών. Με συμφωνία ωστόσο στο πλαίσιο των χωρών του G20 ώστε να περισταλεί η εκτεταμένη φοροαποφυγή που τώρα σημειώνεται.
Είναι σαφές ότι τα προτεινόμενα μέτρα θα είχαν ευεργετικό αποτέλεσμα στα φορολογικά έσοδα και στην περιστολή των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, υπηρετώντας ταυτόχρονα τον στόχο της επίτευξης δικαιότερου φορολογικού συστήματος. Δύσκολα όμως θα κέρδιζε κάποιος το στοίχημα ότι στο εγγύς μέλλον είναι πιθανή η εφαρμογή τους…