Ο μονόλογός της, βασισμένος στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Έρσης Νιαώτη, μιλά για ένα από τα μεγαλύτερα θέματα της εποχής μας, τη νευρικής ανορεξία. Ρίχνει μια καυστική ματιά στις συναισθηματικές και διατροφικές διαταραχές που καταστρέφουν τις ζωές πολλών ανθρώπων, εστιάζοντας στην αληθινή ιστορία μιας τριαντάχρονης γυναίκας.
Αφού ταξίδεψε στα Φεστιβάλ VAULT του Λονδίνου και του Εδιμβούργου, αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές για την «αδυσώπητη και ειλικρινή της ερμηνεία», η ηθοποιός Ελπίδα Σταθάτου φέρνει, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, την παράσταση «Stegosaurus» (Στεγόσαυρος).
Ο μονόλογός της, βασισμένος στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Έρσης Νιαώτη, μιλά για ένα από τα μεγαλύτερα θέματα της εποχής μας, τη νευρικής ανορεξία. Ρίχνει μια καυστική ματιά στις συναισθηματικές και διατροφικές διαταραχές που καταστρέφουν τις ζωές πολλών ανθρώπων, εστιάζοντας στην αληθινή ιστορία μιας τριαντάχρονης γυναίκας.
Η παράσταση ανέβηκε στις αρχές Μαρτίου μέσω Viva -στα αγγλικά, με ελληνικούς υπότιτλους-, ενώ θα είναι και πάλι διαθέσιμη στο τέλος του μήνα.
Η Ελπίδα Σταθάτου μίλησε μαζί μας.
Μιλήστε μας για την πρώτη επαφή σας με το κείμενο και την απόφασή σας να το μεταφέρετε στη θεατρική σκηνή.
«Ο “Στεγόσαυρος” είναι βασισμένος στην αληθινή ιστορία της Έρσης Νιαώτη με την πάλη της με τις διατροφικές διαταραχές.
Διάβασα το σενάριό της κάπως τυχαία ένα απόγευμα του 2017, στο Λονδίνο. Αμέσως, ένιωσα ότι αυτή η ιστορία έχει έρθει στα χέρια μου για να την μοιραστώ με τον κόσμο. Λάτρεψα την αυθεντικότητα και τα μηνύματα που έκρυβε μέσα του.
Το κείμενο, μέσα από αυτήν την ασθένεια πραγματεύεται τις συναισθηματικές διαταραχές και την πάλη των ανθρώπων με διάφορες μορφές εξαρτήσεων.
Χαίρομαι που, τελικά, κατάφερα να το μεταφέρω στη σκηνή γιατί μέσα από αυτό το ταξίδι κατάλαβα πόσο μεγάλο αντίκτυπο μπορεί να έχει μια παράσταση στο κοινό, αφού ήρθα σε επαφή με πολλές γυναίκες που μου διηγήθηκαν τη δική τους ιστορία με τις διατροφικές διαταραχές και με αγκάλιασαν ολόψυχα. Εύχομαι το ελληνικό κοινό να το απολαύσει και να το αγαπήσει όσο και εμείς».
Οι Sunday Times χαρακτήρισαν την παράσταση «πολύ ισχυρό δράμα». Πείτε μας κάποια μηνύματά της. Υπάρχει φως αισιοδοξίας, σε αυτό το βαθύ σκοτάδι;
«Ήταν πολύ σημαντικό για εμάς, η παράσταση να αφήνει ένα αίσθημα ελπίδας και αισιοδοξίας και έχω δουλέψει προσωπικά πάνω σε αυτό πολύ.
Αυτό που θέλαμε να τονίσουμε μέσα από την παράσταση είναι ότι ακόμα και αν κάποιος παλεύει με τους χειρότερους δαίμονές του, δεν είναι ποτέ μόνος και ότι δυνατός είναι αυτός που βρίσκει το θάρρος να ζητήσει βοήθεια, γιατί μόνο όταν μοιραστείς τον πόνο σου μπορείς ίσως και να τον απαλύνεις.
Πέρα από αυτά, το έργο διαπραγματεύεται, επίσης, τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, τον ετεροπροσδιορισμό της σε σχέση με τους άντρες, τα συναισθήματα ντροπής, μοναξιάς και, φυσικά, τη σχέση με την οικογένειά μας».
Ένα σχόλιό σας για την επιλογή του τίτλου;
«Κατά τη διάρκεια της παράστασης, ακούμε ένα μικρό αγόρι -ανιψάκι της πρωταγωνίστριας, να την παρομοιάζει με “Στεγόσαυρο”, γιατί έχουν και οι δύο πολύ ορατά και εμφανή κόκκαλα στην πλάτη τους.
Θεώρησα ότι αυτός ο συμβολικός τίτλος θα δώσει στο έργο μια δύναμη και, ίσως, και ένα ύφος παραμυθιού, γιατί όπως και σε πολλά παραμύθια έτσι και εδώ, η πρωταγωνίστρια ψάχνει κάπως να σωθεί».
Ο «Στεγόσαυρος» έχει παιχτεί μόνο στο εξωτερικό. Τι σας ώθησε να απευθυνθείτε, τώρα, στο ελληνικό κοινό;
«Όταν μαγνητοσκοπήσαμε την παράσταση, δεν είχαμε ιδέα ότι θα ακολουθήσει μια πανδημία η οποία θα φέρει στη ζωή μας το online θέατρο.
Τους τελευταίους μήνες, όμως, είδαμε το κοινό να αναζητά και να στηρίζει το θέατρο ακόμα και μέσα από διαδικτυακές προβολές. Έτσι και εμείς σκεφτήκαμε ότι είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να φέρουμε τον “Στεγόσαυρο” στο ελληνικό κοινό καθώς είναι μια δουλειά που είμαστε πάρα πολύ περήφανοι για τα μηνύματα που περνάει και την αγάπη που δημιουργεί στον κόσμο.
Πέρα από αυτό ήταν πάντα και μία βαθιά μου επιθυμία να μπορέσω να μοιραστώ και στην Ελλάδα, την ιστορία της Έρσης για να μάθει όσος περισσότερος κόσμος τι περνάνε τα άτομα με διατροφικές διαταραχές».
Κάτι που θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας από τη φιλοξενία του έργου στο Λονδίνο και το Εδιμβούργο –μια ιδιαίτερη αντίδραση θεατή, ίσως;
«Όπως προανέφερα, το πιο σημαντικό που πήρα μέσα από αυτήν την παράσταση ήταν η απήχηση και η αγάπη του κοινού.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ όλες τις ιστορίες που άκουσα μετά την παράσταση αλλά και τις αγκαλιές και τα συναισθήματα που μοιράστηκα με άγνωστες γυναίκες, τις οποίες, όμως, ήταν λες και τις ήξερα χρόνια.
Για παράδειγμα, όταν ήρθε μια κοπέλα δεκαέξι χρονών και με βρήκε και μου είπε ότι με ευχαριστεί πολύ γιατί ακούγοντας τις σκέψεις της πρωταγωνίστριας, μέσα από την παράσταση ένιωσε ότι δεν είναι τρελή που έχει και αυτή παρόμοιες σκέψεις. Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου».
Είστε συν-δημιουργός του Μη Κερδοσκοπικού Οργανισμού Breaking Through The Lens, που στηρίζει αποκλειστικά γυναίκες σκηνοθέτες. Λίγα λόγια σας για το έργο του αλλά και για το πώς προέκυψε;
«Το BTTL είναι μια πρωτοβουλία που έχουμε δημιουργήσει μαζί με άλλες δύο φίλες και συνεργάτιδές μου, στις αρχές του 2017.
Ξεκίνησε, ταυτόχρονα, με το κίνημα #MeToo και προήλθε, κυρίως, από τη δική μας ανάγκη για ένα ασφαλές και ξεκάθαρο περιβάλλον στον χώρο εργασίας.
Στην ουσία, εμείς επιλέγουμε -μέσα από ψηφοφορία από τρίτους, 10 ταινίες από γυναίκες σκηνοθέτες και τις φέρνουμε σε επαφή με χρηματοδότες και εταιρείες παραγωγής.
Ο λόγος που επιλέξαμε να επικεντρωθούμε στη μεριά της χρηματοδότησης είναι γιατί θέλαμε να κάνουμε κάτι πιο στοχευμένο σε δράση και είμαστε πολύ περήφανες γιατί το event έχει πραγματοποιηθεί δύο φορές στο Φεστιβάλ των Καννών και μία στο Φεστιβάλ TIFF του Τορόντο και έχει βοηθήσει, ήδη, αρκετές ταινίες να προχωρήσουν σε παραγωγή».
Σκέψεις και συναισθήματά σας για το ελληνικό #MeToo;
«Πιστεύω ότι το #MeToo έφερε στην επιφάνεια όλες τις παθογένειες του συστήματος και αποδεικνύει πόσο βαθιά πατριαρχική είναι η κοινωνία μας.
Ταυτόχρονα, όμως, θεωρώ ότι είναι μια τεράστια ευλογία για τη χώρα μας και τον χώρο του θεάτρου ειδικότερα.
Το πιο σημαντικό απ’ όλα είναι ότι, για πρώτη φορά, γίνονται ανοιχτά συζητήσεις και αναγνωρίζεται πλέον η κακοποίηση σε κάθε της μορφή. Έτσι μπαίνουν νέα όρια, νέοι κανόνες και δημιουργείται ένα νέο πλαίσιο μέσα στο οποίο η τέχνη, η αναγνωρισιμότητα αλλά και οι θέσεις εξουσίας δεν θα μπορούν να γίνονται αφορμή για κακοποίηση. Προσωπικά, θαυμάζω και ευχαριστώ όλα τα άτομα που βρήκαν τη δύναμη και μίλησαν και εύχομαι αυτό να γίνει η αρχή μιας νέας εποχής γεμάτης ενσυναίσθηση και στήριξη προς κάθε άνθρωπο που έχει βιώσει οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης».
Πώς βιώνετε ως εμπειρία τις online παραστάσεις –είναι η μόνη «λύση» ή θεωρείτε πως μπορεί να παραμείνουν και όταν η πανδημία γίνει παρελθόν;
«Πιστεύω ότι το κοινό θα θέλει πάντα να μας βλέπει δια ζώσης, όμως το θέατρο πρέπει να επιβιώσει ακόμα και κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας.
Επίσης, όπως προανέφερα είναι μία πολύ καλή ευκαιρία για να δει ο κόσμος παραστάσεις τις οποίες δεν είχε τη δυνατότητα να τις δει πριν.
Εύχομαι ότι και οι ηθοποιοί και το κοινό θα γυρίσουμε σύντομα στα θέατρα και θα μοιραστούμε ξανά τη μαγεία της ζωντανής παράστασης, όμως, πιστεύω πως όλη αυτή η συνθήκη που βιώνουμε θα αφήσει το αποτύπωμά της και το online ή live streaming θα ενταχθεί στις ζωές μας και μετά την covid εποχή».
Κάποιο επόμενο καλλιτεχνικό βήμα;
«Πριν λίγους μήνες, τελείωσα τη μικρού μήκους ταινία “Όμφάλιος”, στην οποία έχω τη χαρά να συμπρωταγωνιστώ με τη Θέμιδα Μπαζάκα και τον Ανδρέα Κωνσταντίνου.
Αυτή είναι μια πολύ ξεχωριστή δουλειά για μένα γιατί, πέραν του ότι είναι η πρώτη μου ταινία στην Ελλάδα, έχω αναλάβει το σενάριο και τη σκηνοθεσία -με την πολύτιμη βοήθεια της FELT, της εταιρείας παραγωγής.
Είναι πραγματικά τεράστια τιμή να έχω δίπλα μου δυο εξαιρετικά ταλαντούχους ηθοποιούς σαν αυτούς και θα είμαι πάντα ευγνώμων για τη στήριξή τους και όλα αυτά που απλόχερα έδωσαν στην ταινία.
Η ταινία θα κάνει πρεμιέρα τους επόμενους μήνες σε διεθνή και ελληνικά Φεστιβάλ και εύχομαι να την αγαπήσει το κοινό, όσο κι εμείς.
Ταυτόχρονα, προετοιμάζομαι και για τη μεγάλου μήκους ταινία “The Eye”, η οποία είναι μία αγγλική παραγωγή και θα γυριστεί εξ ολοκλήρου στην Κέρκυρα, μόλις η πανδημία το επιτρέψει.
Είμαι πολύ χαρούμενη και για τις δύο αυτές δουλειές και εύχομαι να μας επιτρέψουν οι συνθήκες των ημερών μας να τις μοιραστούμε το συντομότερο».
Αγαπημένα βιβλία, συγγραφείς που αγαπάτε;
«Οι Έλληνες συγγραφείς θα είναι πάντα οι αγαπημένοι μου καθώς, μεγαλώνοντας, βρήκα πολλές φορές συντροφιά και στήριξη μέσα από τα έργα τους. Ο Καζαντζάκη, η Κική Δημουλά, η Κατερίνα Γώγου, ο Τάσος Λειβαδίτης και φυσικά -λόγω καταγωγής από την Κεφαλονιά με πατέρα ναυτικό- ο Νίκος Καββαδίας, είναι μερικοί από τους αγαπημένους μου.
Αν μπορούσα να αναφερθώ σε ένα βιβλίο που μου έχει σημαδέψει κάπως την καρδιά αυτό θα ήταν το “Το νόημα της ζωής” του Βίκτορ Φρανκλ αλλά και το “Μαραμπού” του Νίκου Καββαδία».
Να κλείσουμε με μια αγαπημένη σας συνήθεια;
«Πριν αρκετά χρόνια ήρθα και εγώ, όπως πολύς κόσμος, σε επαφή με φοβερό άγχος και πίεση και ο τρόπος μου για να αντιμετωπίσω όλη αυτή την αγχωτική συνθήκη ήταν πέρα από την προσωπική ψυχοθεραπεία και ο διαλογισμός. Αυτό, θα έλεγα, ότι είναι η αγαπημένη μου, πλέον, συνήθεια, την οποία προσπαθώ να εφαρμόζω κάθε πρωί. Για όποιον ενδιαφέρεται να το δοκιμάσει υπάρχουν πολλές εφαρμογές αλλά και πολλά βιντεάκια από τα οποία μπορεί κάποιος να ξεκινήσει από το μηδέν. Το συστήνω ανεπιφύλακτα».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]