Άτομα με αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα (δηλ. με προηγούμενη λοίμωξη), είναι πολύ λιγότερο πιθανό να μολυνθούν ξανά από το ιό τους επόμενους μήνες, σύμφωνα με τα συμπεράσματα μελέτης του Εθνικού Ινστιτούτου για τον Καρκίνο (NCI) των ΗΠΑ, ενώ τα εμπορικά διαθέσιμα τεστ αντισωμάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν ευρέως για την αξιολόγηση της προστασίας σε ομάδες υψηλού κινδύνου και τη λήψη αποφάσεων για τη δημόσια υγεία.
Άτομα με αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα (δηλ. με προηγούμενη λοίμωξη), είναι πολύ λιγότερο πιθανό να μολυνθούν ξανά από το ιό τους επόμενους μήνες, σύμφωνα με τα συμπεράσματα μελέτης του Εθνικού Ινστιτούτου για τον Καρκίνο (NCI) των ΗΠΑ, ενώ τα εμπορικά διαθέσιμα τεστ αντισωμάτων μπορούν να χρησιμοποιηθούν ευρέως για την αξιολόγηση της προστασίας σε ομάδες υψηλού κινδύνου και τη λήψη αποφάσεων για τη δημόσια υγεία.
Στα άτομα με αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα, η πιθανότητα θετικού μοριακού τεστ ήταν πολύ χαμηλότερη με την πάροδο του χρόνου. Ειδικά στο διάστημα των 90 ημερών ή περισσότερο, μόνο το 0,3% των θετικών για αντισώματα ατόμων είχαν θετικό μοριακό τεστ, δηλαδή ποσοστό 10 φορές μικρότερο από ότι μεταξύ των αρνητικών για αντισώματα ατόμων.
Αντίστοιχα με άλλες μελέτες, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα αντι-SARS-CoV-2 αντισωμάτων μειώθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Το 18% των ατόμων που στην αρχή της μελέτης είχαν αντισώματα, στο τέλος ήταν αρνητικά. Ωστόσο, άλλες αναφορές έχουν δείξει ότι, ακόμα και απουσία αντισωμάτων, η παραμονή ειδικών κύτταρων του ανοσοποιητικού συστήματος στον οργανισμό μπορούν να παρέχουν προστασία από επαναμόλυνση.
Γνωρίζουμε ήδη από πληθώρα μελετών ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων που μολύνθηκαν από τον SARS-CoV-2, τον ιό που προκαλεί την COVID-19, αναπτύσσουν αντισώματα έναντι του ιού. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ της παρουσίας αντισωμάτων και της πιθανότητας επαναμόλυνσης από τον SARS-CoV-2 παραμένει ακόμα ασαφής. Υπάρχουν αναφορές για περιπτώσεις ανθρώπων που μολύνθηκαν για δεύτερη φορά από τον ίδιο ιό, και προφανώς εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την προστασία που παρέχουν τα αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα.
Η ερευνητική ομάδα της Δρ. Lynne Penberthy στο Εθνικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο (NCI) των ΗΠΑ μελέτησε την πιθανότητα επαναμόλυνσης ατόμων που είχαν ήδη αναπτύξει αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2. Το σχετικό άρθρο δημοσιεύθηκε στο διεθνές περιοδικό JAMA Internal Medicine με τίτλο “Συσχέτιση του οροθετικού ελέγχου αντισωμάτων για τον SARS-CoV-2 με τον κίνδυνο μελλοντικής μόλυνσης” (Association of SARS-CoV-2 seropositive antibody test with risk of future infection, https://jamanetwork.com/journals/jamainternalmedicine/fullarticle/2776810). Οι Καθηγητές του ΕΚΠΑ Ουρανία Τσιτσιλώνη, Δημήτρης Παρασκευής, Ευάγγελος Τέρπος, Πέτρος Σφηκάκης (Πρόεδρος Ιατρικής Σχολής) και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) παρουσιάζουν τα κυριότερα σημεία του άρθρου.
Οι ερευνητές στο NCI συνέλεξαν δεδομένα από περισσότερα από 3,2 εκατομμύρια άτομα που είχαν ελεγχθεί για την παρουσία αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2. Τα αποτελέσματα συγκεντρώθηκαν από διαγνωστικά εργαστήρια, ηλεκτρονικά ιατρικά αρχεία και από εργαστήρια ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Αυτό το τεράστιο σύνολο αποτελεσμάτων αντιπροσώπευε περίπου το 50% των τεστ αντισωμάτων που έγιναν στις ΗΠΑ από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2020 στις ΗΠΑ.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι 11% των ατόμων που συμμετείχαν στη μελέτη είχαν αναπτύξει αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2. Ποσοστό πάνω από 88% των ελεγχθέντων είχαν αρνητικό τεστ αντισωμάτων, ενώ σε ποσοστό λίγο κάτω από το 1% το αποτέλεσμα του τεστ ήταν ασαφές. Στη συνέχεια, οι ερευνητές επέλεξαν άτομα με ή χωρίς αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα τα οποία έλεγξαν ανά διαστήματα με μοριακό τεστ (RT-PCR) για ενεργό λοίμωξη από τον SARS-CoV-2. Παρακολούθησαν έτσι περίπου 1 στα 10 άτομα της αρχικής μελέτης.
Οι ερευνητές του NCI ανέλυσαν τα αποτελέσματα των μοριακών τεστ σε διάφορα διαστήματα μετά το αρχικά θετικό τεστ αντισωμάτων και συγκεκριμένα στις 0-30 ημέρες, 31-60 ημέρες, 61-90 ημέρες και μετά τις 90 ημέρες.
Η Δρ. Penberthy καταλήγει ότι τα άτομα που έχουν θετικό τεστ αντισωμάτων φαίνεται να έχουν σημαντική ανοσία έναντι του SARS-CoV-2, γεγονός που σημαίνει ότι μάλλον έχουν και χαμηλότερο κίνδυνο να μολυνθούν ξανά. Βέβαια, απαιτούνται πρόσθετες μελέτες για να προσδιοριστεί πόσο διαρκεί αυτή η προστασία, ποιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν περιορισμένη προστασία και πώς τα χαρακτηριστικά των ασθενών, όπως για παράδειγμα υποκείμενες συνοσηρότητες, μπορούν να επηρεάσουν αυτήν την προστασία.
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το στοιχείο ότι η προστασία που παρέχουν στον οργανισμό τα αντισώματα που παράγονται μετά τη φυσική λοίμωξη είναι συγκρίσιμη με αυτήν που παρατηρείται στις κλινικές δοκιμές με το εμβόλιο για τον κορωνοϊό. Αυτά τα ευρήματα υποστηρίζουν σαφώς ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη διανομή και χορήγηση των εμβολίων.