Κοινωνία
Σάββατο, 27 Φεβρουαρίου 2021 19:36

Καταπέλτης το βούλευμα για τον Δ. Λιγνάδη που έκρινε απαράδεκτη την ένστασή του

Ως απαράδεκτη απέρριψε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας την αίτηση ακυρότητας κατά της προδικασίας που κατέθεσε ο Δημήτρης Λιγνάδης. Με ένα βούλευμα «φωτιά», το δικαστικό συμβούλιο απαντώντας στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του σκηνοθέτη, υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση καταλήγει ότι ο κατηγορούμενος για τουλάχιστον 30 έτη προσέγγιζε ανήλικους, άτομα «ευάλωτα και διαχειρίσιμα» και τελούσε σε βάρος τους αδικήματα, σχετιζόμενα με τη γενετήσια ελευθερία, εκμεταλλευόμενος το “status quo” του.

Ως απαράδεκτη απέρριψε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας την αίτηση ακυρότητας κατά της προδικασίας που κατέθεσε ο Δημήτρης Λιγνάδης. Με ένα βούλευμα «φωτιά», το δικαστικό συμβούλιο απαντώντας στους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του σκηνοθέτη, υιοθετώντας την εισαγγελική πρόταση καταλήγει ότι ο κατηγορούμενος για τουλάχιστον 30 έτη προσέγγιζε ανήλικους, άτομα «ευάλωτα και διαχειρίσιμα» και τελούσε σε βάρος τους αδικήματα, σχετιζόμενα με τη γενετήσια ελευθερία, εκμεταλλευόμενος το “status quo” του.

Όπως αναφέρεται: «Ο αιτών, επί σειρά ετών, τουλάχιστον από το 1984, όποτε χρονολογείται σήμανσή του για αδίκημα σχετιζόμενο με τη γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου και έως έτος 2015, δηλαδή διάστημα τουλάχιστον τριάντα ετών, προσέγγιζε ανηλίκους και εν γένει άτομα νεαρής ηλικίας, πέρα των κατονομαζομένων στη δικογραφία και πλήθος άλλων, τους οποίους εντόπιζε είτε με αφορμή τις καλλιτεχνικές του δραστηριότητες στο χώρο των θεάτρων που λειτουργούσε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, είτε ως διδάσκων θεατρική αγωγή σε σχολεία και εργαστήρια, είτε από φιλικούς κύκλους, ακόμη δε και τυχαία σε διάφορες περιοχές των Αθηνών που συχνάζουν ανήλικοι και νέοι, και υποσχόμενος να τους καθοδηγήσει και να τους βοηθήσει να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο, τελούσε σε βάρος τους αδικήματα σχετιζόμενα με τη γενετήσια ελευθερία τους, είτε με την άσκηση βίας, ακόμη και με την περιαγωγή τους σε κατάσταση αναισθησίας και ανικανότητας για αντίσταση με τη χρήση ουσιών, είτε και χωρίς βία, εκμεταλλευόμενος όμως ακριβώς την ανηλικότητα και το νεαρό ηλικίας των θυμάτων, καθώς και τις θέσεις που κατά καιρούς κατείχε, αλλά και εν γένει το “status quo” του».

Συμφωνα με πληροφορίες, οι δικαστές έκριναν ότι «ο κατηγορούμενος επεδείκνυε την παραβατική και αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά του επί σειρά πολλών ετών, ως στοιχείο πλέον της προσωπικότητάς του, έχοντας μεθοδεύσει τη δράση του, επιλέγοντας ανήλικους και άτομα νεαρής ηλικίας, που λόγω ακριβώς τη μη διαμορφωμένης προσωπικότητάς τους και της ανάγκης τους για επαγγελματική εξέλιξη, ήταν ευάλωτα και εύκολα διαχειρίσιμα.

Εκμεταλλευόμενος δε την αδυναμία τους αυτή και αξιοποιώντας την αναγνωρισιμότητά του, τη ρητορική του δεινότητα και την ικανότητα της πειθούς, που αναμφισβήτητα φύσει και θέσει κατείχε, υπό το πρόσχημα της καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησής τους, προσέγγιζε αυτά τα άτομα, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και ακολούθως τα χειραγωγούσε, ώστε εντέλει να επιτύχει την εκπλήρωση των ανάρμοστων προθέσεών του».

Σχετικά με τους δύο βιασμούς που του αποδίδονται τον Αύγουστο του 2010 και τον Αύγουστο του 2015, τους οποίους ο κατηγορούμενος αρνείται προσκομίζοντας στοιχεία, που σύμφωνα με εκείνον, αποδεικνύεται ότι βρισκόταν σε άλλες περιοχές από εκεί που τελέστηκαν τα αδικήματα, οι δικαστές αναφέρουν:

«Πλην όμως από τα πρώτα εκ των εγγράφων αυτών, καλύπτεται μόνο ένα μικρό χρονικό διάστημα των ημερών του Αυγούστου 2010, ενώ η πράξη για την οποία ασκήθηκε η δίωξη δεν έχει προσδιοριστεί κατά ακριβή ημερομηνία, ενώ από τα δεύτερα υπάρχει χρονικό κενό ακριβώς κατά την επίμαχη ημερομηνία 9 Αυγούστου 2015».

Στη πρότασή του προς το δικαστικό συμβούλιο ο εισαγγελέας έκανε λόγο για «εμμονική παραφιλική τάση και σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φύλων», ενώ από τις καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίοι «ουδεμία σχέση δεν είχαν μεταξύ τους στο παρελθόν, ούτε φυσικά είχαν χρόνο να συνεννοηθούν και να προετοιμαστούν κατάλληλα ώστε να δώσουν καταθέσεις που προσομοίαζαν τόσο», προκύπτει σχετικά με τον τρόπο δράσης του σκηνοθέτη ότι «έχει εμφανή παραφιλική εφηβοφιλική σεξουαλική τάση και προτίμηση την οποία εξεδήλωνε χωρίς καμία αναστολή, ακόμα και σε δημόσιους χώρους, για ένα πολύ μακρόχρονο διάστημα και δη από τουλάχιστον το έτος 1995 έως και τουλάχιστον το 2016, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία της δικογραφίας, εκμεταλλευόμενος αφενός στην ευαίσθητη ηλικία των ανήλικων που προσέγγιζε, ιδίως αγοριών από 14 έως 16, αφετέρου την ματαιοδοξία τους και την έλλειψη οικογενειακού περιβάλλοντος, δρώντας σχεδόν με πανομοιότυπο μεθοδικό και συστηματικό τρόπο κάθε φορά, καλλιεργούσε αρχικά κλίμα εμπιστοσύνης, επικαλούμενος και προβάλλοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, ως καταξιωμένου σκηνοθέτη – ηθοποιού, πείθοντας αυτά ότι πρόθεσή του ήταν να τα βοηθήσει να ανελιχθούν στο χώρο του θεάματος και παρασύροντάς τα με τις υποσχέσεις αυτές στο σπίτι του, με αποκλειστικό σκοπό την τέλεση γενετήσιων πράξεων μαζί του».

Παράλληλα στην εισαγγελική πρόταση αναφέρεται: «Η εμμονική αυτή παραφιλική του τάση, η οποία περιγράφεται με σαφήνεια στις ληφθείσες καταθέσεις, αλλά και στις εγκλήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του εισαγγελέα, καθώς και η σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φύλων, η οποία ροπή έφτασε στην εγκληματική και μάλιστα κακουργηματική της μορφή, με παθόντες δύο αλλοδαπούς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτός συνεχίζει να μένει στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου από ανέκαθεν αλίευε ανήλικους για τον ανώτερο σκοπό, δικαιολογούσαν κατά την άποψή μας απόλυτα την εφαρμογή στο πρόσωπό του της παραγράφου δύο του άρθρου 244 του κώδικα ποινικής δικονομίας περί παράλειψης κλήσης του ως υπόπτου για λήψη χωρίς όρκο εξηγήσεων και της άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του με σκοπό την αποτροπή τέλεσης νέων παρόμοιων αδικημάτων σε βάρος ανηλίκων παθόντων»