Η αδυναμία οργανικής ανάπτυξης του τραπεζικού συστήματος συνδέεται καθοριστικά με τη χρονίζουσα διαδικασία εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (στο εξής ΜΕΔ), σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο να απαιτηθούν για μία ακόμα φορά πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες, γράφει ο Δημήτρης Τζάνας.
Από την έντυπη έκοδση
Tου Δημήτρη Τζάνα,
οικονομολόγος
Η αδυναμία οργανικής ανάπτυξης του τραπεζικού συστήματος συνδέεται καθοριστικά με τη χρονίζουσα διαδικασία εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων τους από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (στο εξής ΜΕΔ), σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο να απαιτηθούν για μία ακόμα φορά πρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες. Παρά δε τη συντελούμενη πρόοδο και την προοπτική επιτάχυνσης της διαδικασίας κατά το τρέχον έτος, έρχεται μια νέα γενιά ΜΕΔ εξαιτίας των παρατεταμένων συνθηκών δυσπραγίας στην οικονομία λόγω της υγειονομικής κρίσης.
Επιβάλλεται έτσι κατά την ΤτΕ και η υιοθέτηση του εργαλείου της bad bank, πέρα των διενεργούμενων τιτλοποιήσεων, προκειμένου η αναλογία των ΜΕΔ ως προς τα συνολικά δάνεια να προσεγγίσει προοπτικά στον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Όμως, αρκεί η εξυγίανση των τραπεζικών χαρτοφυλακίων των συστημικών τραπεζών για να αλλάξει το σκηνικό στις τράπεζες; Για να υπάρξει πάλι ισχυρή πιστωτική επέκταση; Να υπάρξουν αυξημένα έσοδα από διαμεσολαβητικές εργασίες από τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και τη διάθεση επενδυτικών και ασφαλιστικών προϊόντων στους ιδιώτες; Είναι δυνατή δηλαδή η ισχυρή οργανική ανάπτυξη των τραπεζών σε συνέχεια μιας παρατεταμένης περιόδου κατά την οποία κατέγραφαν ζημιές σε κάθε χρήση; Με τα σημερινά δεδομένα, ακόμα και υπό συνθήκες κατά τις οποίες το ΑΕΠ θα καταγράφει υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης δεν είναι βέβαιο ότι το τραπεζικό σύστημα θα πετυχαίνει ισχυρή οργανική ανάπτυξη. Υπάρχουν τρεις λόγοι που είναι ενδεχόμενο να εμποδίσουν την αποφασιστική κίνηση των τραπεζών προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης των μεγεθών τους με τους ρυθμούς που είχαμε γνωρίσει σε προηγούμενες δεκαετίες.
Ο πρώτος λόγος αφορά τη διαμόρφωση μιας εντελώς διαφορετικής τραπεζικής κουλτούρας. Η εποπτεία που ασκείται στις τράπεζες τα τελευταία χρόνια είναι ασφυκτική, με τον SSM να έχει κεντρικό εποπτικό ρόλο για το σύνολο των τραπεζών της Ευρωζώνης. Οι διευθύνσεις διαχείρισης κινδύνου, κανονιστικής συμμόρφωσης και εσωτερικού ελέγχου έχουν αυξημένο ειδικό βάρος σε σχέση με το παρελθόν και συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς σε αρκετές διοικήσεις τραπεζών οι επικεφαλής προέρχονται από τέτοιες διευθύνσεις. Σε αντίθεση με παλιότερα, οπότε τη διοίκηση ασκούσαν στελέχη των πιστοδοτήσεων ή άλλων παραγωγικών κλάδων. Η αδιάλειπτη διαδικασία υποβολής στοιχείων επιβάλλει τη συνεχή συνεργασία των διευθύνσεων μεταξύ τους προκειμένου να ολοκληρώνονται με επιτυχία οι έλεγχοι από τα εποπτικά όργανα. Είναι επομένως εξαιρετικά δυσχερής η διαδικασία στοχοθεσίας αυξημένων μεγεθών και ακόμα περισσότερο η εισαγωγή νέων προϊόντων ή διαδικασιών καθώς απαιτεί χρονοβόρες προετοιμασίες και αλλεπάλληλες συσκέψεις πολλών διευθύνσεων μεταξύ τους για τον επακριβή ορισμό προδιαγραφών και την παρακολούθηση της τήρησής τους στη συνέχεια. Με τα δεδομένα αυτά οι τράπεζες έχουν μεταμορφωθεί σε δυσκίνητους γίγαντες τα τελευταία χρόνια με το προσωπικό να υφίσταται τη μομφή ότι απέκτησε δημοσιο-υπαλληλική νοοτροπία αφού επικεντρώνει την προσοχή του στην τήρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών και όχι στην εξυπηρέτηση του συναλλακτικού κοινού. Είναι αυτονόητο ότι οι συνθήκες της πανδημίας και τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν χειροτέρεψαν την κατάσταση. Με τα δεδομένα αυτά η επιδίωξη της πραγματοποίησης υψηλών αναπτυξιακών στόχων, οψέποτε αυτοί τεθούν, είναι μια οιονεί αδύνατη αποστολή.
Ο δεύτερος λόγος αφορά την πιθανή απειλή που μπορεί να προκύψει από άλλους ανταγωνιστικούς φορείς. Για την ελληνική πραγματικότητα θα συνιστούσε απειλή για τις τράπεζες το ενδεχόμενο να στρέφονταν οι επιχειρήσεις μαζικά στην αναζήτηση χρηματοδοτήσεων μέσω των αγορών κεφαλαίων, διαδικασία που είναι συνήθης πρακτική στις ΗΠΑ αλλά πολύ λιγότερο στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα η αναζήτηση κεφαλαίων με τη διαδικασία εισαγωγής εταιρειών στο χρηματιστήριο έχει σχεδόν διακοπεί το τελευταίο διάστημα και τη θέση της έχει πάρει η διαδικασία εξόδου τους. Επιπλέον η άντληση κεφαλαίων με εκδόσεις ομολόγων που είχε ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια δεν είχε ανάλογη συνέχεια. Στον βαθμό που οι συνθήκες αξιοπιστίας επανέλθουν στο χρηματιστήριο από κοινού με στοχευμένες ενέργειες αναβάθμισης του θεσμού, είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για να αναζητηθούν πάλι επενδυτικά κεφάλαια. Με τα σημερινά ωστόσο δεδομένα, το χρηματιστήριο δεν αποτελεί ισχυρό ανταγωνιστή του τραπεζικού συστήματος σε σχέση με την άντληση κεφαλαίων. Το ίδιο ισχύει και για εναλλακτικούς φορείς χρηματοδοτήσεων, το αποκαλούμενο σκιώδες τραπεζικό σύστημα (επενδυτικοί φορείς τύπου venture capital, ασφαλιστικά ταμεία κ.ο.κ) το οποίο ενώ στο εξωτερικό αποτελεί έναν υπολογίσιμο ανταγωνιστή για τις τράπεζες, στη χώρα μας παραμένει σε νηπιακή κατάσταση. Ο μόνος ίσως υπαρκτός ανταγωνιστής είναι τα σημεία αγοραπωλησίας χρυσού και λοιπών τιμαλφών, που δεν συνιστά ωστόσο απειλή για το τραπεζικό σύστημα.
Τέλος, η ψηφιακή τεχνολογία στο εξωτερικό έχει ήδη οδηγήσει σε ολοκληρωμένο φάσμα υπηρεσιών για το συναλλακτικό κοινό, απειλώντας μάλιστα στο μέλλον να εκθρονίσει τις παραδοσιακές τράπεζες καθώς η τεχνολογία προωθεί τη διαδικασία της αποδιαμεσολάβησης. Δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως απειλή στην παρούσα φάση για τις υφιστάμενες τράπεζες καθώς ακόμα δεν έχει αποκρυσταλλωθεί η στάση των εποπτικών αρχών απέναντί της. Πάντως, σύντομα θα εμφανιστούν και στην Ελλάδα ψηφιακές τράπεζες καθώς έχουν ήδη συντελεστεί οι πρώτες αδειοδοτήσεις. Ως τότε οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεν την απαραίτητη εμπειρία για να υποβοηθήσουν την αναπτυξιακή διαδικασία, όχι όμως και τον απαραίτητο βαθμό ευελιξίας για να κινηθούν με ταχείς ρυθμούς όταν αυτό τους ζητηθεί.