Περιβάλλον
Κυριακή, 21 Φεβρουαρίου 2021 17:32

Η υπερκατανάλωση κρέατος απειλεί το οικοσύστημα

Κάθε χρόνο, σφάζονται δισεκατομμύρια ζώα με σκοπό την ανθρώπινη κατανάλωση, με αποτέλεσμα, η υπερκατανάλωση κρέατος να αποτελεί τη Νο 1 αιτία της κλιματικής αλλαγής, ενώ η παγκόσμια παραγωγή κρέατος αντιπροσωπεύει το 14,5% όλων των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.

Κάθε χρόνο, σφάζονται δισεκατομμύρια ζώα με σκοπό την ανθρώπινη κατανάλωση, με αποτέλεσμα, η υπερκατανάλωση κρέατος να αποτελεί τη Νο 1 αιτία της κλιματικής αλλαγής, ενώ η παγκόσμια παραγωγή κρέατος αντιπροσωπεύει το 14,5% όλων των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.

Αλλά σύμφωνα με δύο πρόσφατες μελέτες – μία που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature», και μια άλλη του think tank Chatham House, η παγκόσμια παραγωγή κρέατος απειλεί ακόμη περισσότερο από το κλίμα και την υπερκατανάλωσή του και θα μπορούσε να εξαλείψει χιλιάδες είδη ζώων τις επόμενες δεκαετίες, αναφέρει σε δημοσίευμα του το VOX

Δύο κύριοι παράγοντες προκαλούν αυτό το πρόβλημα, σύμφωνα με το δημοσίευμα στο οποίο αναφέρεται η ΕΡΤ.Καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες γίνονται πλουσιότερες, τείνουν να τρώνε περισσότερο κρέας. Η παραγωγή κρέατος, ιδίως βοδινού και αρνιού, απαιτεί πολλή γη – περισσότερη από οποιαδήποτε άλλη πρωτεΐνη – και η αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για κρέας σημαίνει ότι η βιομηχανία αναζητά συνεχώς περισσότερη καλλιεργήσιμη γη.

Για να ικανοποιήσει αυτήν τη ζήτηση, η βιομηχανία συνεχίζει να καταλαμβάνει γεωργική γη σε δάση και λιβάδια όπου ζουν πολλά είδη ζώων, όπως το τροπικό δάσος του Αμαζονίου και τη γη που συνορεύει με το Great Barrier Reef του Κουίνσλαντ, εξαλείφοντας αυτούς τους φυσικούς βιότοπους, με σκοπό να δημιουργήσει περισσότερο χώρο για την εκτροφή ζώων και τις καλλιέργειες που προορίζονται για τροφή ζώων.

Οι διπλές πιέσεις των αυξανόμενων πληθυσμών και η αυξανόμενη ζήτηση για κρέας απειλούν τα οικοσυστήματα δεκάδων χιλιάδων ειδών παγκοσμίως, εκτός εάν μειώσουμε σοβαρά την ποσότητα κρέατος που τρώμε και αλλάξουμε τον τρόπο καλλιέργειας.

Τι λένε οι δύο μελέτες

Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο «Nature», οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μοντέλα για να προβλέψουν τον αντίκτυπο στη βιοποικιλότητα τις επόμενες δεκαετίες αν συνεχίσουμε να παράγουμε και να καταναλώνουμε κρέας με τον ίδιο τρόπο. Διαπίστωσαν ότι η απώλεια ενδιαιτημάτων ήταν πολύ σημαντική καθώς απειλούνται οι οικότοποι περισσότερων από 17.000 ειδών που μελέτησαν.

Ακόμα χειρότερα, περισσότερα από 1000 είδη αναμένεται να χάσουν τουλάχιστον το 25% των οικοτόπων τους έως το 2050 εάν δεν αλλάξει κάτι. Αυτές οι απώλειες θα πλήξουν τα μέρη όπου βρίσκονται κυρίως αυτά τα είδη, όπως η υποσαχάρια Αφρική και η Λατινική Αμερική.

Ο Μάικλ Κλαρκ, συν-συγγραφέας της μελέτης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, θεωρεί ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα είδη δεν τα μελετούν οι επιστήμονες. «Αυτό σημαίνει ότι θα χάσουμε πολλά είδη τα επόμενα χρόνια και δεν θα κάνουμε τίποτα για αυτά μέχρι να είναι πολύ αργά», λέει.

Οι ερευνητές του Chatham House – οι συγγραφείς της δεύτερης μελέτης – λένε ότι το τρέχον σύστημα διατροφής και η συνεχής μετατροπή των φυσικών οικοτόπων σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις, είναι ο κύριος παράγοντας της απώλειας βιοποικιλότητας. Λόγω της εκτροφής των ζώων, λένε οι ερευνητές, ο προηγουμένως διαφορετικός πληθυσμός ζώων του πλανήτη μας έχει αντικατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από εκτρεφόμενα ζώα, κυρίως αγελάδες, χοίρους και κοτόπουλα. Για παράδειγμα, τα εκτρεφόμενα κοτόπουλα αντιπροσωπεύουν τώρα το 57% όλων των ειδών πουλιών κατά μάζα.

Η μεγάλη έκταση αυτής της απώλειας βιοποικιλότητας είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη στο κοινό. «Πάρτε για παράδειγμα τις αράχνες, οι οποίες λειτουργούν ως ρυθμιστές του οικοσυστήματος, ως αρπακτικό και ως θήραμα. Αν τις εξαφανίσεις, δεν θα αναλάβει άλλο είδος τον ρόλο τους», λέει η Έλεν Χάργουατ, ερευνήτρια και συν-συγγραφέας της έκθεσης του Chatham House.

Σύμφωνα με την έκθεση του Chatham House, η στροφή στο φθηνό φαγητό αποτελεί ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος. Το φτηνό φαγητό δεν σημαίνει απλώς χαμηλότερες τιμές, λέει η Χάργουατ, αλλά και περιβαλλοντική ζημιά και προβλήματα υγείας που προκύπτουν αργότερα.

Πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουμε την ζήτηση και την προσφορά οι οποίες είναι αλληλεξαρτώμενες. «Μέρος του λόγου για τον οποίο τα ζώα είναι παραγωγικά τώρα, είναι επειδή το σιτάρι είναι φθηνότερο», λέει η επιστήμονας. Αυτό μας επιτρέπει να παράγουμε πολύ περισσότερο κρέας από ό, τι χρειαζόμαστε με λιγότερο κόστος, και αυτό το φτηνό κρέας συνεχίζει να αυξάνει τη ζήτηση.

 

Η βιομηχανική γεωργία βρίσκεται στον πυρήνα του προβλήματος αν και, παράδοξα, υπάρχουν πτυχές της που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος της λύσης. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά μειονεκτήματα στη γεωργική εκβιομηχάνιση, όπως αποκαλύπτει η μελέτη του Chatham House. «Το τρέχον σύστημα τροφίμων είναι δομημένο για να αυξάνει τη ζήτηση, οδηγώντας σε απώλεια βιοποικιλότητας μέσω της συνεχιζόμενης μετατροπής φυσικών ή ημι-φυσικών οικοσυστημάτων, καθώς και τη χρήση μη βιώσιμων γεωργικών πρακτικών σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Σχετικά με το δεύτερο σημείο, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η πίεση της βιομηχανίας τροφίμων να παράγει μαζικές ποσότητες όσο το δυνατόν φθηνότερα, σημαίνει ότι δε δίνει την απαραίτητη προσοχή στη βιωσιμότητα με αποτέλεσμα να απειλείται η βιοποικιλότητα.

Αυτοί οι παράγοντες έχουν επηρεάσει τα οικοσυστήματα σε όλο τον κόσμο και τα συστήματα παραγωγής κρέατος που προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ, έχουν πλέον γίνει παγκόσμια. Όπως γράφει ο δημοσιογράφος Τομ Φίλποτ στο βιβλίο του με τίτλο «Perilous Bounty» (Επικίνδυνη αφθονία), «σχεδόν το ήμισυ της παραγωγής της σόγιας των ΗΠΑ και το 15% του καλαμποκιού, εξάγονται για να προμηθεύσουν επιχειρήσεις κτηνοτροφίας τύπου ΗΠΑ».

Ταυτόχρονα, οι πληθυσμοί – και η όρεξή τους για κρέας – αυξάνονται στα ίδια μέρη όπου υπάρχει μεγάλη βιοποικιλότητα, όπως η υποσαχάρια Αφρική, η Νότια Αμερική και η Νοτιοανατολική Ασία, σύμφωνα με τον ερευνητή του Πανεπιστημίου του Leeds, Ντέιβιντ Γουίλιαμς, συν-συγγραφέα της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο «Nature».

Τελικά, και οι δύο μελέτες δείχνουν ότι η απειλή της εξαφάνισης των ζώων, μπορεί να αποφευχθεί μόνο με σημαντικές αλλαγές στο παγκόσμιο σύστημα τροφίμων. Οι άνθρωποι επωφελούνται από τη βιοποικιλότητα, καθώς τα φυσικά περιβάλλοντα και τα διαφορετικά είδη ζώων, μας παρέχουν ζωτικές «υπηρεσίες οικοσυστήματος» όπως ανακύκλωση του άνθρακα, έλεγχος των παρασίτων, προστασία των πληθυσμών από τις πλημμύρες και φυσικά τα οφέλη που έχουν στην ψυχική υγεία μας. Χωρίς όλα αυτά, οι άνθρωποι θα υποφέρουν.

 

Αλλά πώς κάνουμε αυτές τις αλλαγές;

Η μετάβαση σε φυτική διατροφή και καλύτερες γεωργικές πρακτικές θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση της τεράστιας απώλειας βιοποικιλότητας. Οι ερευνητές της πρώτης μελέτης συνέκριναν την αποτελεσματικότητα ορισμένων παρεμβάσεων στο σύστημα τροφίμων, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της κατανάλωσης κρέατος, του περιορισμού των απορριμμάτων τροφίμων, της αύξησης των αποδόσεων των καλλιεργειών και της εφαρμογής ισχυρών πολιτικών σχεδιασμού για την εκμετάλλευση της γης, όπως η χρήση κανονισμών ζωνών για την πρόληψη της ανάπτυξης σε περιοχές που προορίζονται για άγρια ​​ζωή.

Διαπίστωσαν ότι ο συνδυασμός αυτών των προσπαθειών θα ήταν ο πιο αποτελεσματικός, αλλά η κατανάλωση λιγότερου κρέατος και η αλλαγή των γεωργικών πρακτικών είναι οι πιο σημαντικές. Αυτές οι γεωργικές πρακτικές περιλαμβάνουν τη μετάβαση σε καλύτερη διαχείριση νερού και φυτοφαρμάκων, η οποία θα μπορούσε να βοηθήσει τους αγρότες να καλλιεργήσουν περισσότερα τρόφιμα σε λιγότερη γη, ελαχιστοποιώντας έτσι την επέκταση σε οικοτόπους άγριας φύσης.

Οι αλλαγές που μπορεί να κάνει μια χώρα εξαρτώνται από τους γεωργικούς πόρους και τις διατροφικές προτιμήσεις των κατοίκων της. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους οι κυβερνήσεις μπορούν να ενθαρρύνουν τη στροφή προς τη φυτική διατροφή.

Μια άλλη βιώσιμη πολιτική θα μπορούσε να περιλαμβάνει περισσότερες κρατικές επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη εναλλακτικών κρεάτων, τα οποία όμως εξακολουθούν να είναι ακριβά, κάτι που αποτελεί μεγάλο εμπόδιο για πολλούς ανθρώπους. Η περεταίρω έρευνα και ανάπτυξη θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση της τιμής. Οι ομοσπονδιακές κυβερνήσεις του Καναδά και της Σιγκαπούρης έχουν επενδύσει μεγάλα ποσά σε αυτή την τεχνολογία τροφίμων, αλλά μέχρι στιγμής οι ΗΠΑ έχουν ξοδέψει μόνο μερικά εκατομμύρια, ενώ αντίθετα ξοδεύουν δισεκατομμύρια στην παραδοσιακή γεωργική έρευνα και ανάπτυξη κάθε χρόνο.

Μια άλλη λιγότερο πολιτικά εφικτή ιδέα, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, είναι η επιβολή φόρου άνθρακα στο κρέας για τη μείωση της κατανάλωσης. Σύμφωνα με άρθρο του Vox, οι φόροι για το αλκοόλ και τα αναψυκτικά για λόγους δημόσιας υγείας ήταν αποτελεσματικοί στη μείωση της κατανάλωσης. Παρόλο που ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες εξετάζουν τον φόρο κρέατος, η ιδέα δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στις ΗΠΑ. Επιπλέον, ένας τέτοιος φόρος θα μπορούσε να επηρεάσει δυσανάλογα τους καταναλωτές χαμηλού εισοδήματος, υποστηρίζουν ορισμένοι επικριτές. Οι ερευνητές σε αυτό το ζήτημα προτείνουν την επιδότηση φρούτων και λαχανικών για την αντιστάθμιση αυτού του κόστους.

Όσον αφορά τις βιώσιμες μεθόδους καλλιέργειας, ορισμένοι ερευνητές και περιβαλλοντικοί οργανισμοί όπως το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων, πιστεύουν ότι η απώλεια βιοποικιλότητας θα μπορούσε να μετριαστεί εάν ορισμένες από τις πρακτικές της βιομηχανοποιημένης γεωργίας γίνουν πιο βιώσιμες.

Αυτό δεν σημαίνει εντατικοποίηση της γεωργίας, αλλά «βιώσιμη εντατικοποίηση», ένας όρος που αμφισβητείται στη γεωργική έρευνα, αλλά τουλάχιστον προσπαθεί να εξισορροπήσει την ώθηση για υψηλές αποδόσεις μειώνοντας παράλληλα τις περιβαλλοντικές ζημίες. «Ουσιαστικά, θα ελαχιστοποιήσει την ποσότητα γης που χρησιμοποιείται για τη γεωργία», εξηγεί η Χάργουατ. «Το πώς ενθαρρύνεται η βιώσιμη εντατικοποίηση είναι επίσης ένα περίπλοκο ζήτημα, και πρέπει να γίνει με ηθικό και δίκαιο τρόπο, και για την ευημερία των αγροτών».

Σύμφωνα με την επιστήμονα, ένα παράδειγμα βιώσιμης εντατικοποίησης είναι η γεωργία ακριβείας, όπου οι αγρότες χρησιμοποιούν τεχνολογίες όπως αισθητήρες εδάφους για να προσδιορίσουν τις ακριβείς ποσότητες φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων που θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν.

Η έκθεση του Chatham House εξέτασε επίσης τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των λιγότερο εντατικών μεθόδων όπως η αναγεννητική γεωργία, μια προσέγγιση που επικεντρώνεται στη βελτίωση της υγείας του εδάφους. Ορισμένες από τις γεωργικές πρακτικές που χρησιμοποιούνται στην αναγεννητική γεωργία περιλαμβάνουν την καλλιέργεια και κάλυψη εδάφους καθώς και τις μεθόδους χωρίς άροση, αντί για συνθετικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα, και τα αγροδασικά συστήματα, τη συγκαλλιέργεια δηλαδή, γεωργικών φυτών με δένδρα, δασικά ή οπωροφόρα.

Στην έκθεσή τους οι επιστήμονες τονίζουν τη σημασία της χρήσης καλύτερων μεθόδων για την ανάπτυξη περισσότερων καλλιεργειών σε λιγότερη γη, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η καταπάτηση οικότοπων.

Η μεγαλύτερη πρόκληση, λένε, μπορεί να είναι το να βρούμε πώς θα προωθήσουμε την παγκόσμια δράση με τη συμμετοχή όλων των χωρών. Ωστόσο, δεν υπάρχει διαφωνία σχετικά με την ανάγκη για δράση και πόσο επειγόντως την χρειαζόμαστε, συμφωνούν οι επιστήμονες και των δυο μελετών.