Η κυβέρνηση θα υπογράψει τη συμφωνία με τη Σαουδαβική Αραβία για τη μεταφορά, τοποθέτηση και επιχειρησιακή λειτουργία μιας συστοιχίας του ελληνικού αντιαεροπορικού συστήματος Πάτριοτ, δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, κατά τη συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, του νομοσχεδίου του για τον νέο Οργανισμό του υπουργείου Εξωτερικών. «Δεν πρόκειται για ένα επιθετικό, αλλά αμυντικό όπλο, που θα δώσουμε στη Σαουδική Αραβία. Η χώρα μας δεν άσκησε και δεν ασκεί ποτέ επιθετική πολιτική», διευκρίνισε ο κ. Δένδιας.
Η κυβέρνηση θα υπογράψει τη συμφωνία με τη Σαουδαβική Αραβία για τη μεταφορά, τοποθέτηση και επιχειρησιακή λειτουργία μιας συστοιχίας του ελληνικού αντιαεροπορικού συστήματος Πάτριοτ, δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, κατά τη συζήτηση στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, του νομοσχεδίου του για τον νέο Οργανισμό του υπουργείου Εξωτερικών. «Δεν πρόκειται για ένα επιθετικό, αλλά αμυντικό όπλο, που θα δώσουμε στη Σαουδική Αραβία. Η χώρα μας δεν άσκησε και δεν ασκεί ποτέ επιθετική πολιτική», διευκρίνισε ο κ. Δένδιας.
Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών δήλωσε «απόλυτα ανοικτός σε βελτιωτικές προτάσεις» επί του νομοσχεδίου, σημειώνοντας ότι «ουδείς διεκδικεί το αλάθητο», ενώ παραδέχτηκε ότι ο προϋπολογισμός του υπουργείου του «είναι ισχνός» και δεσμεύτηκε ότι «θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ασφαλιστικής κάλυψης των Ελλήνων διπλωματών που υπηρετούν εκτός Ε.Ε., δίνοντας λύση, έστω και κατά περίπτωση».
Η Ντ. Μπακογιάννη
Νωρίτερα, η πρώην υπουργός Εξωτερικών και βουλευτής της ΝΔ Ντόρα Μπακογιάννη είχε τονίσει ότι ένα πολύ μικρό ποσοστό από τα κονδύλια για τους εξοπλισμούς μπορεί να δοθεί για τις δαπάνες του υπουργείου Εξωτερικών.
«Συμφωνώ ότι ο προϋπολογισμός του υπουργείου Εξωτερικών δεν είναι επαρκής, διότι η Ελλάδα έχει τα προβλήματα αυτά που έχει. Όταν η κυβέρνησή μας δίνει αυτά τα χρήματα που δίνει, με τη σύμφωνη γνώμη όλων, για εξοπλισμούς, θεωρώ ότι ένα ποσοστό πολύ μικρό από τα κονδύλια αυτά, μπορεί να δοθεί για την αύξηση του προϋπολογισμού του υπουργείου Εξωτερικών. Διότι σε κρίσιμες στιγμές, πρώτα πέφτει στη μάχη το υπουργείο Εξωτερικών και μετά το υπουργείο Άμυνας. Ένας διπλωμάτης πρέπει να έχει αυτά που πρέπει και όχι να μην του βγαίνει να κάνει ούτε τη γιορτή της 25ης Μαρτίου», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Μπακογιάννη.
Επίσης η βουλευτής της ΝΔ και πρώην υπουργός , εξέφρασε επιφυλάξεις ως προς το μέγεθος του Οργανισμού, την ευελιξία και την αποτελεσματικότητα του.
Υπέρ της αρχής του νομοσχεδίου για την «Οργάνωση και λειτουργία του υπουργείου Εξωτερικών, Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού και ρύθμιση θεμάτων διεθνούς αναπτυξιακής συνεργασίας και ανθρωπιστικής βοήθειας», τάχθηκε η ΝΔ, ενώ επιφυλάξεις μέχρι την ολομέλεια εξέφρασαν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πλην του ΚΚΕ που δήλωσε ότι το καταψηφίζει.
Απαντώντας στις παρατηρήσεις και επισημάνσεις για το οργανωτικό κομμάτι του νομοσχεδίου που κατατέθηκαν από τα κόμματα, ο κ. Δένδιας δήλωσε ότι τις ακούει με «πολύ προσοχή», τονίζοντας παράλληλα ότι «δεν αποτελεί το σύνολο της μεταρρύθμισης - απλώς αυτή είναι η πρώτη φάση του ψηφιακού μετασχηματισμού του Οργανισμού του υπουργείου Εξωτερικών». Χαρακτήρισε δε, «απολύτως απαραίτητο την ενσωμάτωση της οικονομικής διπλωματίας, της δημόσιας διπλωματίας», που όπως είπε, «δεν υπήρχαν στον πυρήνα του υπουργείου Εξωτερικών», και «απολύτως απαραίτητες», την αναδιοργάνωση της διπλωματικής ακαδημίας, την αναδιάρθρωση των διπλωματικών αρχών στο εξωτερικό και τον μετασχηματισμό και εκσυγχρονισμό του Οργανισμού.
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο κ Δένδιας στον απόδημο Ελληνισμό και την επαναλειτουργία του ΣΑΕ, τονίζοντας ότι «είναι ένα σημαντικό κεφάλαιο της δημόσιας διπλωματίας, ίσως το σημαντικότερο». Ακόμα, απέρριψε αιτιάσεις ότι μειώνονται οι οργανικές θέσεις, σημειώνοντας ότι απλά «καταργούνται αυτές που ουδέποτε είχαν καλυφθεί».
Έντονη κριτική στο νομοσχέδιο άσκησε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Αμανατίδης, κάνοντας λόγο για «χαμηλές προσδοκίες» σε σχέση με τον νέο Οργανισμό του υπουργείου Εξωτερικών». Όπως υποστήριξε, «υπάρχουν σοβαρά ζητήματα που επηρεάζουν κρίσιμα την αποστολή του ΥΠΕΞ, τη διοικητική λειτουργία και τη στήριξη των υπαλλήλων».
Ο ΣΥΡΙΖΑ
«Ο προτεινόμενος Οργανισμός επιτείνει αντί να επιλύει τα μεγάλα προβλήματα που υπάρχουν, λόγω της υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης του υπουργείου Εξωτερικών, τα οποία στερούν από τις διπλωματικές αρχές μας εργαλεία και δυνατότητες για εξωστρεφείς δράσεις», τόνισε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ και προσέθεσε: «Αντί να αξιοποιήσετε τις δημοσιονομικές δυνατότητες για αύξηση του προϋπολογισμού του ΥΠΕΞ και πρόσληψη προσωπικού, κρατάτε χαμηλά τον προϋπολογισμό, μειώνετε τις οργανικές θέσεις και δεν προβαίνετε σε σημαντικό αριθμό προσλήψεων υψηλής κατάρτισης μέσω ΑΣΕΠ ή Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, που θα ανανέωνε το στελεχιακό δυναμικό του ΥΠΕΞ, ενώ διατηρείτε την εξαιρετικά αρνητική αναλογία υπαλλήλων εξωτερικού σε σχέση με το εσωτερικό». Ακόμα, εξέφρασε τη διαφωνία του «για την κατάργηση της αυτονομίας της γενικής γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού», ενώ μίλησε για αποδυνάμωση τόσο των πολιτικών διευθύνσεων όσο και των εξωτερικών υπηρεσιών.
Η εισήγηση Μπογδάνου
«Η Ελλάδα είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της και αξιοποιεί όλα τα διπλωματικά μέσα για την εμπέδωση της ειρήνης και της ασφάλειας. Σε αυτή τη κατεύθυνση της διαρκούς αναβάθμισης της θέσης της χώρας μας κινείται το νομοσχέδιο, συμβάλλοντας στον εκσυγχρονισμό του υπουργείου Εξωτερικών», τόνισε ο εισηγητής της ΝΔ Κωνσταντίνος Μπογδάνος. Όπως είπε, το υπουργείο Εξωτερικών διαρθρώνεται σε τρεις οργανωτικούς πυλώνες. Τις αναβαθμισμένες διεθνείς και οικονομικές σχέσεις, την αναπτυξιακή συνεργασία με εξωστρέφεια και την ισχυροποίηση του ΣΑΕ. Έμφαση έδωσε και στη θεσμοθέτηση του Κέντρου Σχεδιασμού Εξωτερικής Πολιτικής που, όπως είπε, σε συνεργασία με ακαδημαϊκά ιδρύματα και επιστημονικούς φορείς, θα δίνουν χρήσιμες συμβουλές για τη συγκρότηση εθνικής στρατηγικής. «Με μια πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη δράση η Ελλάδα δημιουργεί τις προϋποθέσεις να κυριαρχήσει», κατέληξε.
Ο ειδικός αγορητής του ΚΙΝΑΛ, Ανδρέας Λοβέρδος, εξέφρασε σοβαρές επιφυλάξεις, σημειώνοντας ότι τα όποια θετικά του νομοσχεδίου για εκσυγχρονιστική μεταρρύθμιση του υπουργείου Εξωτερικών, δεν μπορούν να αναδειχθούν, καθώς ήρθε προς συζήτηση εντελώς αιφνιδιαστικά χωρίς τη δυνατότητα των βουλευτών να καταλάβουν τις αλλαγές, μέσα από τα 480 άρθρα του. Ο κ. Λοβέρδος τόνισε την «ανάγκη θέσπισης μόνιμου υπηρεσιακού υφυπουργού, έτσι ώστε να μην επιτρέπει στη κάθε κυβέρνηση να τον αλλάζει» και εξέφρασε την διαφωνία του «για την ενίσχυση του γενικού γραμματέα με περαιτέρω διοικητικές αρμοδιότητες, καθώς θα υπονομεύσουν τον συντονισμό». Επίσης, επεσήμανε την ανάγκη οικονομικής ενίσχυσης των διπλωματών στο εξωτερικό, γιατί όπως είπε, «έχουν δεμένα τα χέρια τους».
Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Γιώργος Μαρίνος, έκανε λόγο για νομοσχέδιο «που προωθεί τους ιμπεριαλιστικούς στόχους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, και στόχος του είναι να γίνει πιο αποτελεσματικό στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης». Ακόμα, μίλησε για αδικαιολόγητη μείωση των οργανικών συνθέσεων των διπλωματικών υπαλλήλων και κριτήρια σκοπιμότητας στην αξιολόγηση τους, ενώ υποστήριξε ότι «η αιτιολόγηση για μείωση της γραφειοκρατίας δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα». ς.
Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Αντώνης Μυλωνάκης, ανέφερε:« «Φτιάχνετε ένα επιτελικό κράτος στο υπουργείο Εξωτερικών. Ο υπουργός παίρνει όλες τις εξουσίες στα χέρα του. Δημιουργείτε ένα δαιδαλώδες γραφειοκρατικό σύστημα που δεν θα αποδώσει. Βάζετε περισσότερους επιτελείς παρά στρατιώτες. Θα δημιουργήσετε διπλωματικούς υπαλλήλους δύο ταχυτήτων» ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο κ. Μυλωνάκης.
Η ειδική αγορήτρια του ΜεΡΑ25, Σοφία Σακοράφα, χαρακτήρισε «θνησιγενή» τον νέο Οργανισμό του υπουργείου, ενώ έκανε λόγο για «σοβαρό κίνδυνο αλληλοεπικαλύψεων αρμοδιοτήτων που δεν θα διασφαλίζουν τη σταθερότητα για να υπάρξει μια επιτυχημένη διπλωματία». Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος μίλησε για θετικά και αρνητικά στοιχεία του νομοσχεδίου: Στα αρνητικά είναι, όπως είπε, η υποστελέχωση, υποχρηματοδότηση και υποβάθμιση των διπλωματικών αρχών του εξωτερικού, η μείωση του αριθμού των νέων διπλωματών, η παράδοξη οργάνωση των οικονομικών διευθύνσεων και ο τρόπος που θα γίνονται οι μετατάξεις.