Πολιτιστικά
Παρασκευή, 12 Φεβρουαρίου 2021 11:17

Προκόπης Παυλόπουλος: Η σύγχρονη αξία του Διαλόγου των Πολιτισμών

Προκόπης Παυλόπουλος: H νίκη των Ελλήνων στους Μηδικούς Πολέμους όρθωσε τείχος υπεράσπισης της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού.  Η σύγχρονη αξία του Διαλόγου των Πολιτισμών.

Σε ομιλία του, στο πλαίσιο του Πανελλήνιου Μαθητικού Συνεδρίου του Κολλεγίου Αθηνών με τίτλο «Διάλογος ή σύγκρουση Πολιτισμών;  Με αφορμή το ορόσημο των 2.500 χρόνων από την Μάχη των Θερμοπυλών και την Ναυμαχία της Σαλαμίνας», ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος, τόνισε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

Α. Μέσω της νίκης τους στους Μηδικούς Πολέμους, οι Έλληνες υπερασπίσθηκαν και τον Πολιτισμό, τον οποίο δημιούργησαν -και ο οποίος ορθώνει, και σήμερα, τον πρώτο πυλώνα του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού– θέτοντας ταυτοχρόνως, για πρώτη φορά στην Παγκόσμια Ιστορία, το έκτοτε σταθερό όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Η «γενέθλια» αναφορά στην «Δύση», ως το φυσικό «θερμοκήπιο» του Πολιτισμού και της Ελευθερίας έναντι του δεσποτικού προτύπου της «Ανατολής», πρωτοεμφανίζεται στους Πέρσες του Αισχύλου, όπου η Βασίλισσα των Περσών Άτοσσα ρωτά τον Χορό, λίγο πριν φθάσουν τα νέα της καταστροφής του περσικού στόλου στην Σαλαμίνα, σε ποιο μέρος της Γης βρίσκεται η Αθήνα, η Πόλη που τόσο πόθησε ο γιός της. Και ο Χορός απαντά: «Μακριά στην Δύση, εκεί που γέρνει ο βασιλιάς ήλιος» («τήλε προς δυσμαίς, άνακτος Ηλίου φθινασμάτων», στ. 232).

Η Ανατολή, «χανόταν» μέσα στην πνιγηρή φαντασίωση μιας χιμαιρικής αιωνιότητας. Ενώ η Δύση, θ΄αναζητούσε εφεξής την δική της αιωνιότητα, φτιαγμένη όμως από τα γήινα υλικά του Ανθρώπου αφενός κατά το οριακό μέγεθος του «άνω θρώσκω». Και, αφετέρου αλλά και συνακόλουθα, σε μιάν ατέρμονη πορεία αναζήτησης της αλήθειας, της κάθε είδους αλήθειας. Γεγονός που σημαίνει, αυτοθρόως, τόσο την απόρριψη του οιουδήποτε δόγματος όσο και, επέκεινα, την αποδοχή της ιδέας του συνεχούς ελέγχου της ορθότητας της εκάστοτε κεκτημένης Γνώσης. Δηλαδή την αποδοχή του ότι αυτό το οποίο σήμερα θεωρείται ορθό δεν ταυτίζεται, κατ΄ανάγκην, με την επιζητούμενη αενάως αλήθεια.

Β. Ταυτοχρόνως, μέσω της νίκης τους στους Μηδικούς Πολέμους, οι Έλληνες κατέδειξαν την συντριπτική υπεροχή και, κατά λογική ακολουθία, κατηγορηματική αντίθεση του ατίθασου και δημιουργικού Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος απέναντι στο πνεύμα κάθε ανελεύθερης μορφής πολιτειακής οργάνωσης με βασικά στοιχεία δεσποτισμού, ατομικού ή συλλογικού. Ειδικότερα δε δεσποτισμού υπό τον μανδύα π.χ. της βασιλείας, της τυραννίας ή και της ολιγαρχίας.

Η ως άνω διαπίστωση ενδυναμώνεται, από ιστορική και πολιτική       σκοπιά, αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο οργάνωσης και εξέλιξης των μεγάλων Βασιλείων της τότε Ανατολής, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Περσικό Βασίλειο: Το  Πνεύμα δεν είναι σε θέση να εξελιχθεί και να δημιουργήσει ελεύθερα από καθεστώς δεσποτισμού που, μοιραίως, του θέτει όρια, σύμφυτα με τις ανάγκες της δεσποτικής επιβίωσης. Με άλλα λόγια, ο δεσποτισμός είναι, από την φύση του, μήτρα οιονεί αμάχητων δογμάτων ή δοξασιών, που ουδόλως συμβαδίζουν με την ελευθερία του Πνεύματος. Ο δεσποτισμός έχει την τάση να «μαγεύει» το πνεύμα. Όλως αντιθέτως, το Ελεύθερο Πνεύμα – όπως ήταν κατεξοχήν το Αρχαίο Ελληνικό – έχει ως βασική αποστολή το «ξεμάγεμα του κόσμου» («die Entzauberung der Welt», κατά τον Max Weber).

Κάπως έτσι ο δεσποτισμός και το Ελεύθερο Πνεύμα, έννοιες ασύμβατες, οριοθέτησαν την επικράτεια της «Ανατολής» και της «Δύσης», αντιστοίχως. Στους Πέρσες του Αισχύλου η Άτοσσα, περιμένοντας τα νέα από την εκστρατεία του γιού της, του Ξέρξη, στην Ελλάδα, ρωτά τον Χορό ποιος είναι ο Αφέντης, ο Αρχηγός του στρατού των Αθηναίων («τις δε ποιμάνωρ έπεστι καπιδεσπόζει στρατώ;», στ. 241). Και ο Χορός απαντά: «Δούλοι δεν λογιούνται, ούτε υπήκοοι κανενός» («ούτινος δούλοι κέκληνται φωτός ουδ΄υπήκοοι», στ. 242).

Γ. Οι κατά τ΄ ανωτέρω διαπιστώσεις, ως προς το τι σηματοδότησαν τότε οι Μηδικοί Πόλεμοι αναφορικά με το όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μας φέρνουν – φυσικά τηρουμένων όλων των ιστορικών αναλογιών και λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης, αδήριτης, ιστορικής απόστασης μεταξύ του χθες και του τώρα – στα όσα τεκταίνονται σήμερα στην περιοχή μας.

Δύσκολα μπορεί ν΄ αμφισβητήσει κανείς ότι η Ελλάδα, πιστή ανά τους αιώνες στις Ιστορικές της Παρακαταθήκες, παραμένει – και μάλιστα υπό την συγκυρία της «φλεγόμενης» από τις πολεμικές συγκρούσεις ευρύτερης περιοχής μας – ένα είδος «ακραίου ορίου» της Δύσης προς την Ανατολή, εκπροσωπώντας πάντοτε, μέσω του Ελεύθερου Πνεύματος και του Πολιτισμού της, την γνήσια και ανιδιοτελή υπεράσπιση της Ειρήνης, της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Όριο το οποίο, όμως, δεν είναι προορισμένο να διχάζει και να μεγαλώνει τις αποστάσεις ανάμεσα στην Δύση και την Ανατολή αλλά, όλως αντιθέτως, κατ΄ εξοχήν μέσω της ιστορικής του διαδρομής αλλά και της ιστορικής του προοπτικής, να χτίζει γέφυρες επικοινωνίας με την Ανατολή, γέφυρες Ειρήνης, ειρηνικής συνύπαρξης και συνδημιουργίας.

Με κυριότερη γέφυρα εκείνη του ισότιμου και εποικοδομητικού Διαλόγου των Πολιτισμών, αφού για εμάς, τους Έλληνες, δεν νοείται «σύγκρουση» μεταξύ πραγματικών Πολιτισμών. Απλώς ενίοτε, όπως δυστυχώς συμβαίνει στην εποχή μας, οι Πολιτισμοί, για πολλές και διαφορετικές αιτίες, περιχαρακώνονται μέσα στο πεδίο τους και απομονώνονται, δημιουργώντας μεταξύ τους ένα φαινομενικώς «αγεφύρωτο» χάσμα. Αυτό το χάσμα έχει ως αποστολή να γεφυρώσει ο διάλογος των Πολιτισμών, στον οποίο αναφέρθηκα, και στον οποίο η Ελλάδα, μ΄ εφόδιο την Ιστορική της Κληρονομιά, μπορεί και πρέπει να πρωταγωνιστήσει, κατά τρόπο μάλιστα ιδανικό.