Μπροστά στη μεγάλη απειλή της εποχής μας, την κλιματική αλλαγή, κάθε οικονομία καλείται να δράσει άμεσα, καίρια και αποτελεσματικά προκειμένου να προσαρμοστεί αλλά και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται για επενδύσεις και δουλειές. Σε αυτή την κατεύθυνση, η Ευρωπαϊκή Ένωση ηγείται της προσπάθειας με την εμβληματική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, που αποτελεί τον οδικό χάρτη της Ευρώπης προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Μπροστά στη μεγάλη απειλή της εποχής μας, την κλιματική αλλαγή, κάθε οικονομία καλείται να δράσει άμεσα, καίρια και αποτελεσματικά προκειμένου να προσαρμοστεί αλλά και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται για επενδύσεις και δουλειές. Σε αυτή την κατεύθυνση, η Ευρωπαϊκή Ένωση ηγείται της προσπάθειας με την εμβληματική πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, που αποτελεί τον οδικό χάρτη της Ευρώπης προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Η Συμφωνία συνοδεύεται από τον στόχο επίτευξης της κλιματικής ουδετερότητας αλλά και ένα επενδυτικό σχέδιο ύψους 1 τρισ. ευρώ. Κλιματική ουδετερότητα σημαίνει το 2050 οι εκπομπές Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ) να αντισταθμίζονται από τη δέσμευσή τους μέσω φυσικών οικοσυστημάτων και τεχνολογικών λύσεων, δημιουργώντας μηδενικό ισοζύγιο, σε μια οικονομία «χαμηλού άνθρακα».
Η Ευρώπη πρωτοπορεί μεν στη μάχη απέναντι στην κλιματική αλλαγή, και ποντάρει στην πράσινη, βιώσιμη, ανάπτυξη για να βγει από την κρίση, αλλά και οι υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη πρέπει να δείξουν ανάλογη δέσμευση. Με τις πρώτες αποφάσεις του προέδρου Μπάιντεν των ΗΠΑ διαφαίνεται μια μεταστροφή της προς αυτή την κατεύθυνση.
Το Special Report του ΣΕΒ για την Πράσινη Συμφωνία αποτελεί μια προσπάθεια, σε συνέχεια προηγούμενων πρωτοβουλιών, ανάδειξης των κρίσιμων παραμέτρων της πράσινης ανάπτυξης και του εντοπισμού των σημείων που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Περιλαμβάνει μια ευρεία γκάμα θεμάτων, από τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης και τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος του ενεργειακού μίγματος, μέχρι την κυκλική οικονομία, την προστασία της βιοποικιλότητας και τη στρατηγική «από το αγρόκτημα στο πιάτο» (Farm-to-Fork). Είναι διαστάσεις στενά συνδεδεμένες με τη φύση (που αποτελεί πηγή του 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ) αλλά και με την έρευνα και καινοτομία στις «πράσινες» τεχνολογίες. Αφορά δε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων, από τη βιομηχανία και τη μετακίνηση ως το αστικό περιβάλλον και τις μεταφορές.
Πρόκειται για ένα πλέγμα προτάσεων, πολιτικών και πόρων με υψηλές απαιτήσεις, αλλά και υψηλές βλέψεις, για ένα καλύτερο αύριο. Και αυτό γιατί οι ανταγωνιστικές πιέσεις, τα νέα καταναλωτικά πρότυπα, και η διαγενεακή δικαιοσύνη επιβάλλουν την υιοθέτηση νέων, βιώσιμων, παραγωγικών μοντέλων, και την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων με πραγματική αποτελεσματικότητα.
Για την Ελλάδα, στην πράξη αυτό σημαίνει πως από τα 72 δισ. ευρώ που θα λάβει κατά την επόμενη δεκαετία από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, τα 32 δισ. ευρώ θα προέρχονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και περίπου 12 δισ. ευρώ από αυτά θα διατεθούν για την «πράσινη» ανάπτυξη. Πρόκειται δηλαδή για μια πρώτης τάξης επενδυτική ευκαιρία η οποία, σε συνδυασμό με τον Μηχανισμό Δίκαιης Μετάβασης (συνολικού προϋπολογισμού 143 δισ. ευρώ), έχει ως στόχο να εξασφαλίσει στοχευμένη στήριξη στις περιοχές με τις μεγαλύτερες προκλήσεις.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, κρίσιμη είναι τόσο η διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, κυρίως ως προς τη διαρροή άνθρακα, δηλαδή τον ανταγωνισμό από γειτονικές χώρες που δεν δεσμεύονται από τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, τη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος της ενέργειας, τη μετάβαση στην κυκλική οικονομία με όρους ανάπτυξης αγοράς δευτερογενών υλικών και υπηρεσιών της κυκλικής οικονομίας, αλλά και τη χρηματοδότηση.
Η Ελλάδα παρουσιάζει υστέρηση σε τομείς όπως η διαχείριση αποβλήτων, η χρήση δευτερογενών υλικών, η διείσδυση των ΑΠΕ, η ενεργειακή αποδοτικότητα των κτηρίων, η ηλεκτροκίνηση, ακόμα και η σπατάλη τροφίμων. Την ίδια στιγμή έχει και υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα παρά το γεγονός πως οι ελληνικές βιομηχανίες μείωσαν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) κατά 29% μεταξύ 1990 και 2018, ποσοστό υψηλότερο της συνολικής μείωσης του βιομηχανικού κλάδου της Ε.Ε. (-22%) για το ίδιο διάστημα.
Όμως, αυτή ακριβώς η υστέρηση δημιουργεί και τη μεγάλη επενδυτική ευκαιρία για τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να διασφαλιστεί τόσο η ευθυγράμμιση του εθνικού νομοθετικού πλαισίου με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό, όσο και να υπάρξει ένας ευρύς, εποικοδομητικός, τεκμηριωμένος και χωρίς παρωπίδες διάλογος. Πάρα πολλές διαστάσεις της Πράσινης Ανάπτυξης πέφτουν θύμα επικοινωνιακών στρεβλώσεων που αποτρέπουν τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Το περιβάλλον όμως είναι το απόλυτο δημόσιο αγαθό. Για όλους. Ως τέτοιο πρέπει να του συμπεριφερθούμε.