Μαίνεται στα μέσα μαζικής και κοινωνικής δικτύωσης η συζήτηση για τον ρόλο της επιχείρησης και των στόχων που θα έπρεπε να έχουν οι ηγεσίες των εταιρειών, γράφει ο Αθανανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Μαίνεται στα μέσα μαζικής και κοινωνικής δικτύωσης η συζήτηση για τον ρόλο της επιχείρησης και των στόχων που θα έπρεπε να έχουν οι ηγεσίες των εταιρειών. Κατ’ επέκταση πολύς λόγος γίνεται για την εταιρική κοινωνική ευθύνη και για το ποιος τελικά θα έπρεπε να είναι ο σκοπός του επιχειρείν: το κέρδος αυτών που επιχειρούν και επενδύουν ή το ευ ζην της κοινωνίας μέσα στην οποία αναπτύσσεται και δραστηριοποιείται η επιχείρηση; Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι η αντίληψη που ο καθένας έχει για το επιχειρείν και άρα για τον ρόλο της οικονομικής οντότητας που το ενσαρκώνει.
Από την άποψη αυτή, η κατάσταση περιπλέκεται γιατί το επιχειρείν μεταβάλλεται ως έννοια συνεχώς και μεταλλάσσεται ως πρακτική. Σήμερα δε μεταβάλλονται και οι συντελεστές παραγωγής πλούτου, γεγονός που μετασχηματίζει το σύνολο του επιχειρηματικού τοπίου. Έχουμε έτσι μια ριζική ανατροπή παραδείγματος από φιλοσοφικής πλευράς. Πριν από πενήντα και πλέον χρόνια, ο καθηγητής Μίλτον Φρίντμαν (1912-2006), κάτοχος βραβείου Νόμπελ Οικονομικών και ιεραπόστολος της ελεύθερης αγοράς, σ’ ένα βαρυσήμαντο για την εποχή του άρθρο υποστήριξε ότι η κοινωνική ευθύνη των επιχειρήσεων έγκειται στο να πραγματοποιούν κέρδη για να ανταμείβουν τους μετόχους τους. Το πιο πάνω άρθρο, όπως συνήθως συμβαίνει, ερμηνεύτηκε από τους αντίπαλους του Μ. Φρίντμαν εντελώς επιφανειακά και με μοναδικό στόχο να υποβαθμιστεί η σημασία του. Στην ουσία δε, αυτό που επεδίωκαν οι κρατιστές και μάλλον μαρξίζοντες αντίπαλοι του Αμερικανού οικονομολόγου ήταν ο διασυρμός της ιδέας του «λαϊκού καπιταλισμού» που εμπεριείχε η σχετική αρθρογραφία.
Η ανάπτυξη των πολυεθνικών
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, εποχή εντυπωσιακής ανάπτυξης των διεθνών επιχειρήσεων (που σκοπίμως αποκαλούνταν πολυεθνικές) άρχισε να γίνεται λόγος και για την επιχειρηματική ηθική, μια έννοια που αρκετά γρήγορα υιοθετήθηκε από τις μεγάλες διεθνείς εταιρίες ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ένα ισχυρό κίνητρο για τη συγκεκριμένη μεταβολή ήταν η αποφυγή δαπανηρών δικαστικών υποθέσεων, δυσφήμησης ή πρόκλησης βλάβης στο γόητρο που υπέστησαν αρκετές γνωστές εταιρείες ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονταν την επιχειρηματική ανευθυνότητα. Η εταιρεία πετρελαιοειδών Shell, για παράδειγμα, υπέστη δύο πλήγματα της φήμης της το 1995: Η μία ήταν αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο επιχείρησε τον καθαρισμό της πετρελαιοκηλίδας του Brent Spar στη Βόρεια Θάλασσα (αν και υπήρξαν πολλοί που πίστευαν ότι είχε υιοθετήσει την πιο υπεύθυνη δυνατή στάση). Η άλλη ήταν η αδυναμία της να εναντιωθεί στην απόφαση της νιγηριανής κυβέρνησης να εκτελέσει τον Ken Saro-Wiwa, έναν ακτιβιστή για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε μια περιοχή της Νιγηρίας όπου η εταιρεία είχε σημαντικές δραστηριότητες. Η εταιρεία Nike υπέστη έντονη κριτική όταν αποκαλύφτηκε ότι ένας από τους προμηθευτές της εκμεταλλευόταν την παιδική εργασία.
Κίνημα επιχειρηματικής ηθικής
Τεράστια απήχηση βέβαια στη συνέχεια είχαν και τα σκάνδαλα της Enron, της Parmalat, της Dow Chemical και άλλων επώνυμων εταιρειών, κάποιες από τις οποίες κατέρρευσαν. Σταδιακά έτσι αναπτύχθηκε διεθνώς ένα πραγματικό κίνημα επιχειρηματικής ηθικής, το οποίο όμως εντοπιζόταν σε συγκεκριμένες επώνυμες εταιρείες και άφηνε στο απυρόβλητο κάποια εκατομμύρια μικρές και πολύ μεσαίες επιχειρήσεις.
Στη σημερινή συγκυρία, πάντως, η έννοια της επιχειρηματικής ηθικής έχει πάρει διαστάσεις και αποτελεί σοβαρό ατού για την εικόνα και το κύρος μιας εταιρείας. Είναι ένα από τα ολοένα και περισσότερα στοιχεία που δείχνουν βελτίωση του κύρους της φίρμας όταν μια εταιρεία συνδέεται με ηθική συμπεριφορά. Υπάρχουν επίσης στοιχεία τα οποία φανερώνουν ότι οι άνθρωποι προτιμούν να εργάζονται σε εταιρείες που θεωρούν ηθικές, ενώ δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στη νέα οικονομία οι άνθρωποι αποτελούν μαζί με τη γνώση πολύτιμο κεφάλαιο. Όταν το 1999 υιοθετήθηκε ο Δείκτης Διατηρησιμότητας Dow Jones, ο Economist υποστήριζε ότι «οι εταιρείες που υιοθετούν την τριπλή προσέγγιση -οικονομική, περιβαλλοντική και κοινωνική διατηρησιμότητα- υπερτερούν έναντι των λιγότερο σχολαστικών εφάμιλλων εταιρειών τους στο Χρηματιστήριο». Αυτός μπορεί να είναι και ο λόγος για τον οποίο ένας αριθμός μεγάλων διαχειριστών επενδυτικών κεφαλαίων χρησιμοποιεί πλέον κριτήρια επένδυσης κοινωνικής ευθύνης (SRI). Εσχάτως δε αυτή την έννοια την έκανε δική του και το περίφημο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF), το οποίο κάθε χρόνο διοργανώνει τη συνάντηση του Davos. Ο ιδρυτής και πρόεδρος του Φόρουμ καθηγητής Κλάους Σβαμπ σε νέο βιβλίο του κάνει λόγο για τον «καπιταλισμό των stakeholders», υποδηλώνοντας ότι το επιχειρείν δεν είναι πλέον υπόθεση του ενός αλλά των πολλών. Το ερώτημα, όμως, που προβάλλει στην περίπτωση αυτή, είναι σχετικά απλό: ο μετακαπιταλισμός της ψηφιακής εποχής και του κατά Άλβιν Τόφλερ «επαναστατικού χρήματος» είναι υπόθεση πολλών ή λίγων;