Οι ευρωπαϊκές χώρες που είχαν τις μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τείνουν να καταγράφουν χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από κορωνοϊό.
Οι ευρωπαϊκές χώρες που είχαν τις μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τείνουν να καταγράφουν χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας από κορωνοϊό.
Πάνω σε αυτή την υπόθεση στηρίχθηκε η εργασία «Φοβισμένος αλλά πιο σοφός: Η κληρονομιά του Παγκοσμίου Πολέμου στην πανδημία» (Scarred but Wiser: World War II’s COVID Legacy) που «έτρεξαν» η Παγκόσμια Τράπεζα σε συνεργασία με το Εθνικό Γραφείο Οικονομικής Έρευνας.
Η υπόθεση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι η έκθεση σε ένα τρομερό σοκ, όπως αυτό του πολέμου ή μιας ασθένειας, και η διαχείρισή τους μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη σωστότερων αντιδράσεων σε παρόμοια σοκ στο μέλλον.
Αυτό το θέμα έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς ο πλανήτης πλησιάζει σε μια μετά την πανδημία εποχή. Την ώρα επομένως που σε πολλά μέρη του κόσμου βρίσκονται σε εξέλιξη οι εκστρατείες εμβολιασμού, δημιουργείται μια συνεχώς αυξανόμενη διεθνής έκκληση για βιώσιμη ανάπτυξη.
Στην έκθεσή τους, οι συγγραφείς προσπάθησαν να εξακριβώσουν εάν υπάρχει σχέση κάποια συσχέτιση μεταξύ των νεκρών των δύο μεγάλων καταστροφών, των νεκρών δηλαδή του Παγκοσμίου Πολέμου και της πανδημίας.
Τα δεδομένα αν και αφθονούν για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεγάλο μέρος αυτών βασίζεται σε υποθέσεις και εκτιμήσεις, καθώς ο πόλεμος παρέχει μια κακή βάση για στατιστική αξιοπιστία.
Η χώρα που θρήνησε τον μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων ήταν η Σοβιετική Ένωση, η οποία δεν υπάρχει πλέον- καθώς «έσπασε» σε 15 κυρίαρχα κράτη. Αυτό, επίσης, καθιστά περίπλοκες τις ακριβείς συγκρίσεις. Η Σοβιετική Ένωση κατέγραψε ίσως έως και 27 εκατομμύρια θανάτους κατά τον πόεμο. Αυτός ο αριθμός αποτελείται από τουλάχιστον 11,4 εκατομμύρια θανάτου στρατιωτών, τουλάχιστον 10 εκατομμύρια θανάτους αμάχων που έχασαν την ζωή τους λόγω της στρατιωτικής δραστηριότητας και ίσως έως και 9 εκατομμύρια περισσότερους θανάτους από ασθένειες και πείνα.
Οι τρεις μεγαλύτερες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες είναι η Ρωσία, η Ουκρανία και το Ουζμπεκιστάν. Ακολουθούν τα αριθμητικά στοιχεία του πληθυσμού τους, μαζί με επιβεβαιωμένα περιστατικά και θανάτους που σχετίζονται με τον Covid-19 (όλα τα δεδομένα προέρχονται από το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins όπως καταγράφηκαν στις 18 Ιανουαρίου 2021).
Η προηγούμενη εμπειρία ενός μεγάλου σοκ έχει διδάξει τα οφέλη από την επένδυση στην προσαρμογή και την προστασία, γράφουν οι συγγραφείς της έκθεσης. Από την άλλη πλευρά, όσοι βρέθηκαν με ελάχιστη ή καθόλου άμεση εμπειρία από ένα μεγάλο σοκ, τα δρέπουν λιγότερα οφέλη. Με απλά λόγια, οι το να επενδύει κανείς στην κοινωνική ευημερία και πρόνοια, μετά την καταστροφή, θα αποφέρει σαφή οφέλη για την κοινωνία. Αυτά τα οφέλη είναι πιθανό να περιλαμβάνουν για παράδειγμα την παροχή καλύτερης υγειονομικής περίθαλψης . Ωστόσο, δεν τελειώνει εκεί, αναφέρουν.
Πέρα από τα προφανή, πρακτικά οφέλη, υπάρχει μια κοινωνική συνοχή που κάνει τους πολίτες αυτής της χώρας πιο πιθανό να συμπεριφέρονται με τρόπους που ελαχιστοποιούν τις επιπτώσεις των μελλοντικών σοκ, υποστηρίζει η έκθεση.
Οι συγγραφείς ανέλυσαν δεδομένα από 35 χώρες σε όλη την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία και βρήκαν μια θετική συσχέτιση μεταξύ των εμπειριών του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου και της «σύγχρονης συμμετοχής σε συλλογικές δράσεις και κοινοτικές ομάδες».
Προσδιόρισαν επίσης ότι οι άνθρωποι που βίωσαν τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τα πρώτα τους χρόνια ήταν πιθανό να εμφανίσουν αυξημένη «ατομική ανθεκτικότητα και αισιοδοξία για τη ζωή, οδηγώντας σε μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης».
Αν και ασχολούνται κυρίως με την Ευρώπη, οι συγγραφείς της έκθεσης εξέτασαν επίσης συγκρίσιμα δεδομένα από άλλες περιοχές. Συνολικά, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εμπειρία του πολέμου ήταν πιθανό να ενισχύσει αυτό που χαρακτηρίζουν «κοινωνική συνεργασία». Αυτό επιβεβαιώθηκε από στοιχεία από το Νεπάλ, τη Σιέρα Λεόνε, το Τατζικιστάν και την Ουγκάντα, μεταξύ άλλων.
«Το σκεπτικό μας είναι ότι χώρες που έχουν θρηνήσει στην ιστορία τους μεγάλες ανθρώπινες απώλειες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα είχαν την τάση να συμπεριφέρονται με μεγαλύτερη προθυμία του πληθυσμού με τρόπους που καταλήγουν σε μικρότερα ποσοστά θνητότητας στην πανδημία», αναφέρει η έκθεση.
«Η συμμόρφωση σε διάφορες μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις (μια υγιεινή διατροφή, καλός ύπνος, άσκηση κ.λπ.) εξαρτάται από την εμπιστοσύνη των ανθρώπων μεταξύ τους και από τη δύναμη του κοινωνικού ιστού γενικότερα», προσθέτει.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από WEFORUM