Το βιβλίο «Ιστορίες ενός Γιατρού» του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς (1883–1963), με δεκατρείς ιστορίες ανθολογημένες από τον συγγραφέα, παιδοψυχίατρο και Καθηγητή του Χάρβαρντ Robert Coles –που υπογράφει και την εισαγωγή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός, με πρόλογο του Καθηγητή Ψυχιατρικής και ποιητή Γιάννη Ζέρβα και μετάφραση Ειρήνης Παπαθανασίου.
Το βιβλίο «Ιστορίες ενός Γιατρού» του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς (1883–1963), με δεκατρείς ιστορίες ανθολογημένες από τον συγγραφέα, παιδοψυχίατρο και Καθηγητή του Χάρβαρντ Robert Coles –που υπογράφει και την εισαγωγή, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός, με πρόλογο του Καθηγητή Ψυχιατρικής και ποιητή Γιάννη Ζέρβα και μετάφραση Ειρήνης Παπαθανασίου.
Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει, επίσης, έξι ποιήματά του, επίλογο γραμμένο από τον γιο του αλλά και ένα κεφάλαιο από την αυτοβιογραφία του. Στο κεφάλαιο αυτό, με τίτλο «Η άσκηση του επαγγέλματος», μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Πολλές φορές, γυρίζοντας πίσω στο ιατρείο μου τα βράδια, μετά βίας μπορούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Κοιμόμουν λίγες ώρες τις νύχτες και μετά άρχιζα τις πρωινές μου επισκέψεις – συχνά καθόμουν στα κατώφλια των σπιτιών μαζεύοντας όλο μου το κουράγιο για να μπορέσω ν’ ανέβω τις σκάλες και να χτυπήσω το κουδούνι. Αλλά από τη στιγμή που έβλεπα τον άρρωστο όλα αυτά εξαφανίζονταν. Ξαφνικά, όλες οι λεπτομέρειες που αφορούσαν το περιστατικό άρχιζαν να μορφοποιούνται σε ένα προφανές συμπέρασμα, και είτε η διάγνωση αποκαλυπτόταν από μόνη της είτε αρνιόταν να αποκαλυφθεί κι έπρεπε να την κυνηγήσεις. Μαζί μ’ αυτό, ο ίδιος ο ασθενής άρχιζε να σχηματοποιείται σε κάτι που απαιτούσε προσοχή, η παραξενιά του, η επιφυλακτικότητά της ή η ντομπροσύνη του. Και, ανεξάρτητα αν κάποιος με προσέλκυε ή με απωθούσε, η επαγγελματική στάση στην οποία πρέπει να αναφέρεται ο κάθε γιατρός με ισορροπούσε, υπαγορεύοντας τους όρους με βάση τους οποίους προχωρούσα κάθε φορά. Πολλές φορές ένας γιατρός είναι υποχρεωμένος να διαβάζει στο μυαλό του ασθενή το πώς τον βλέπει αυτός, αν είναι δύσπιστος, αν ξεφεύγει απ’ το θέμα στην πρώτη ευκαιρία – να βλέπει αν ο ασθενής δεν του ’χει εμπιστοσύνη, να βλέπει αν θα στραφεί σε κάποιον άλλον, να βλέπει την απόρριψη.
Δεν είναι λίγες οι φορές που όλοι βιώσαμε την απόρριψη, που είδαμε κάποια ζόρικη μητέρα ή σύζυγο να απευθύνεται σε άλλον γιατρό, αν και ξέραμε ότι οι συμβουλές που δώσαμε ήταν οι σωστές. Κι αυτό μέρος του παιχνιδιού είναι. Αλλά, σε γενικές γραμμές, η ψυχική ηρεμία πηγάζει από την προσπάθειά μας να αφουγκραστούμε την πάθηση του ασθενή σαν να ήταν δικός μας άνθρωπος, από εκείνα τα λεπτά, τις ώρες, τις μέρες που βασανιστήκαμε να βρούμε λύσεις, που προσπαθήσαμε να βρούμε τις αιτίες, που αγωνιστήκαμε να συσχετίσουμε τούτο με τ’ άλλο για να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε ένα λογικό πλάνο δράσης - αυτά είναι που πραγματικά μας γαληνεύουν. Έχω πει ότι συχνά μπαίνοντας στο ιατρείο μου, ακόμη κι αν βασανίζομαι από κάτι προσωπικό ή είμαι κουρασμένος ψυχικά και σωματικά, έπειτα από δύο ώρες εντατικής συγκέντρωσης στη δουλειά μου, καταλήγω να αισθάνομαι τελείως χαλαρός (και εννοώ χαλαρός), έτοιμος να χαμογελάσω και ν’ αστειευτώ, λες και η μέρα μόλις αρχίζει».
Στις «Ιστορίες ενός Γιατρού», ο Γουίλιαμς καταφέρνει κάτι μοναδικό. Ξεδιπλώνει –με μεγάλη συγγραφική μαεστρία– την ταυτόχρονη ευαισθησία και σκληρότητα της ιατρικής, πλάι στις φτωχές εργατικές κοινότητες της Αμερικής, και μας αποκαλύπτει την εικόνα μιας πλευράς της χώρας του αποκλεισμένης από το αμερικανικό όνειρο.
Το βιβλίο αυτό, πέρα από υψηλή λογοτεχνία, είναι μια μαρτυρία γραμμένη από έναν γιατρό που νοιαζόταν για τους ανθρώπους και που ήξερε να διακρίνει όλες τις αποχρώσεις της ανθρωπιάς, των αντοχών και των ορίων τους στον εαυτό του και στους άλλους. Χωρίς διακρίσεις. Χωρίς υποκρισίες. Είναι μια περιγραφή της άσκησης της ιατρικής που δεν χάνει ίχνος από την ιατρική της ακρίβεια και τη θεραπευτική της δύναμη. Η αξία της, όμως, πολλαπλασιάζεται λόγω της κοινωνικής και ψυχολογικής ευαισθησίας αλλά και μέσα από τη διεισδυτική ματιά ενός σπουδαίου ποιητή.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]