Τεχνολογία-Επιστήμη
Τρίτη, 12 Ιανουαρίου 2021 16:51

«Big Tech» εναντίον Τραμπ: Πώς οι εταιρείες τεχνολογίας «κατεβάζουν» τον απερχόμενο πρόεδρο από τα social media

Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις στον χώρο όπου συναντώνται η πολιτική ζωή με τα κοινωνικά δίκτυα, στον απόηχο των επεισοδίων στο Καπιτώλιο στην Ουάσινγκτον από υποστηρικτές του προέδρου Τραμπ, με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας να «κατεβάζουν» τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ και τον «τραμπισμό» από τις πλατφόρμες τους, σε μια σειρά κινήσεων που εγείρουν εκ νέου ερωτηματικά ως προς τη δύναμη της «Big Tech» και τον ρόλο της στην πολιτική ζωή.

Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις στον χώρο όπου συναντώνται η πολιτική ζωή με τα κοινωνικά δίκτυα, στον απόηχο των επεισοδίων στο Καπιτώλιο στην Ουάσινγκτον από υποστηρικτές του προέδρου Τραμπ, με τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας να «κατεβάζουν» τον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ και τον «τραμπισμό» από τις πλατφόρμες τους, σε μια σειρά κινήσεων που εγείρουν εκ νέου ερωτηματικά ως προς τη δύναμη της «Big Tech» και τον ρόλο της στην πολιτική ζωή.

Η «πτώση» της υπηρεσίας κοινωνικής δικτύωσης Parler αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές εξελίξεις: Το Parler, το οποίο χρησιμοποιείται από πολλούς υποστηρικτές του Τραμπ, οι οποίοι συχνά επιδίδονται σε ακραία ρητορική και ανεβάζουν ακραίο περιεχόμενο, «εξοστρακίστηκε» από τα καταστήματα εφαρμογών της Apple και της Google, και μετά βρέθηκε offline καθώς η Amazon το έδιωξε από το Amazon Web Services, τον μεγαλύτερο website hosting provider στον κόσμο, σε μια κίνηση η οποία θεωρείται πως θα επηρεάσει και άλλους παρόχους αντίστοιχων υπηρεσιών, δυσκολεύοντας το Parler να βρει «στέγη». Αρκετοί το θεωρούσαν ένα «εναλλακτικό Twitter» για αυτούς που είχαν βρεθεί εκτός Twitter, και αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς. Το δίκτυο Gab, το οποίο παρουσιάζεται και αυτό ως μια πλατφόρμα ελεύθερης έκφρασης (και εναλλακτική στο Parler), μα θεωρείται από πολλούς στην πράξη «καταφύγιο» ακροδεξιών και εξτρεμιστών, είναι επίσης εκτός app stores – αν και είναι προσβάσιμο μέσω web browser και έχει δει τους χρήστες του να αυξάνονται.

Συνεχίζοντας την «εκστρατεία» του μετά τα γεγονότα στο Καπιτώλιο, το Twitter έκλεισε «πάνω από 70.000 λογαριασμούς» που, όπως υποστήριξε, συνδέονταν με τη θεωρία συνωμοσίας QAnon. Από πλευράς του το Facebook ανέφερε ότι απομακρύνει όλο το περιεχόμενο που περιλαμβάνει την αναφορά «Stop the Steal»- το σλόγκαν για τους ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς Τραμπ περί νοθείας στις εκλογές του Νοεμβρίου.

Αντίστοιχες κινήσεις έχουν γίνει και σε άλλες περιπτώσεις στο παρελθόν, μα όχι σε τέτοια κλίμακα, και σίγουρα όχι σε συνδυασμό με τη στοχευμένη αντιμετώπιση του απερχόμενου προέδρου που παρατηρείται τις τελευταίες ημέρες: Ο Τραμπ έχει μπλοκαριστεί σε κάποιες από τις μεγαλύτερες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης του κόσμου, μεταξύ των οποίων το Twitter, το Facebook, το Instagram, το Snapchat και το Twitch. Επίσης το YouTube έχει διαγράψει κάποια από τα βίντεό του, μα το κανάλι του παραμένει εκεί που ήταν (τουλάχιστον, προς το παρόν).

Οι κινήσεις αυτές από τις εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίες τα τελευταία χρόνια κατηγορούνται πως έχουν επιτρέψει την ανεξέλεγκτη κυκλοφορία ψευδών ειδήσεων, προπαγάνδας, παραπληροφόρησης κ.α. μέσω των πλατφορμών τους, έχουν θέσει και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της δύναμης της «Big Tech»- και κατά πόσον ιδιωτικές εταιρείες- κολοσσοί πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να κάνουν να «σωπάσει» ένας εκλεγμένος πρόεδρος. Παρά τη μαζική καταδίκη, σε παγκόσμιο επίπεδο, των άνευ προηγουμένου επεισοδίων στις ΗΠΑ, η στάση αυτή από τους γίγαντες του διαδικτύου φαίνεται να έχει αποτελέσει «καμπανάκι» για πολιτικές ηγεσίες ανά τον πλανήτη: Η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, χαρακτήρισε την κίνηση αυτή «προβληματική», ενώ ο επίτροπος Τιερί Μπρετόν σε άρθρο στο Politico έκανε λόγο για την «9/11 των μέσων κοινωνικής δικτύωσης», εκφράζοντας την ανησυχία του για το γεγονός πως «ένας CEO μπορεί να “βγάλει από την πρίζα το μεγάφωνο του προέδρου των ΗΠΑ». O Βρετανός υπουργός Υγείας είπε ότι τα κοινωνικά δίκτυα λαμβάνουν πλέον «συντακτικού τύπου αποφάσεις», και οι πλατφόρμες τους «επιλέγουν ποιος θα έπρεπε να έχει φωνή και ποιος όχι». Ο Ρώσος πολιτικός και αντίπαλος του προέδρου Πούτιν, Αλεξέι Ναβάλνι, παρομοίασε το μπλοκάρισμα του Τραμπ στο Twitter με κρατική λογοκρισία: «Το Twitter είναι μια ιδιωτική εταιρεία, μα έχουμε δει πολλά παραδείγματα στη Ρωσία και την Κίνα όπου τέτοιες ιδιωτικές εταιρείες γίνονται οι καλύτεροι φίλοι της κυβέρνησης και αυτοί που παρέχουν τη δυνατότητα λογοκρισίας» έγραψε σχετικά σε ανάρτησή του (στο ίδιο το Twitter).

Το τοπίο γενικά στον χώρο είναι ομιχλώδες: Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ιδιωτικές εταιρείες, και έχουν προφανώς τη δυνατότητα να βάζουν δικούς τους κανόνες- και ένας από τους βασικούς τους ως τώρα ήταν να θεωρούνται οι αναρτήσεις και το περιεχόμενο πολιτικών ως σημαντικά για τον δημόσιο διάλογο, και ως εκ τούτου να υπάρχει μια κάποια ελαστικότητα απέναντι σε «υψηλού προφίλ» προσωπικότητες (όπως ο Ντόναλντ Τραμπ) ως προς το θέμα της τήρησης των κανόνων. Ωστόσο, όπως σημειώνει το BBC, η πανδημία φαίνεται να έχει αλλάξει τα δεδομένα, με τις εταιρείες αυτές να αναλαμβάνουν δράση ενάντια σε πολιτικούς ηγέτες του κόσμου: Ενδεικτικά, τον Μάρτιο το Facebook και το Twitter διέγραψαν αναρτήσεις των προέδρων της Βραζιλίας και της Βενεζουέλας (Μπολσονάρο και Μαδούρο) για παραπληροφόρηση σχετικά με τον κορωνοϊό. Τον Μάιο το Twitter προέβη σε αντίστοιχη δράση και απέναντι στον Τραμπ, επισυνάπτοντας προειδοποίηση σε tweet του σχετικά με τις διαδηλώσεις του «Black Lives Matter» για «επιδοκιμασία βίας».

Δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν πως οι εξελίξεις αυτές μπορεί να επιταχύνουν τις διαδικασίες για την επιβολή πλαισίων κανόνων ανά τον κόσμο ως προς το moderation του περιεχομένου. Σημειώνεται πως, κατά τις τελευταίες ώρες της παρουσίας του στο Twitter, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε καταφερθεί εκ νέου εναντίον του αποκαλούμενου «Section 230» στις ΗΠΑ, το οποίο προστατεύει τα κοινωνικά δίκτυα από νομικές ευθύνες για το περιεχόμενο που αναρτάται στις πλατφόρμες τους. Κατά τη θητεία του ο Τραμπ είχε καταφερθεί ξανά και ξανά εναντίον του- ωστόσο πολλοί υποστηρίζουν πως η κατάργηση της προστασίας αυτής θα λειτουργήσει βλαπτικά σε βάρος της ελευθερίας λόγου, καθώς τα δίκτυα θα πρέπει να επιδίδονται σε πολύ πιο εντατικό moderation του αναρτώμενου περιεχομένου σε σχέση με τώρα. Από πλευράς του ο εκλεγμένος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, έχει πει επίσης ότι θα ήθελε κατάργηση, προκειμένου να αυξηθεί το moderation και να μειωθεί η εξάπλωση των fake news. Υπενθυμίζεται πως τον τελευταίο καιρό οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας έχουν βρεθεί στο στόχαστρο τόσο Δημοκρατικών όσο και Ρεπουμπλικανών στις ΗΠΑ: Οι μεν τις κατηγορούν πως επιτρέπουν την ευρεία κυκλοφορία fake news, ενώ οι δε ότι προβαίνουν σε καταστολή των συντηρητικών φωνών.