Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αναλύοντας τα στοιχεία που αφορούσαν τα φορολογικά έσοδα του προϋπολογισμού της ελληνικής οικονομίας ως μεταπτυχιακοί φοιτητές, διαπιστώναμε ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια σοβαρή στρέβλωση: Τα 2/3 προέρχονται από την έμμεση φορολογία και μόνο το 1/3 από την άμεση φορολογία, γράφει ο Δημήτρης Τζάνας.
Από την έντυπη έκδοση
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αναλύοντας τα στοιχεία που αφορούσαν τα φορολογικά έσοδα του προϋπολογισμού της ελληνικής οικονομίας ως μεταπτυχιακοί φοιτητές, διαπιστώναμε ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια σοβαρή στρέβλωση: Τα 2/3 προέρχονται από την έμμεση φορολογία και μόνο το 1/3 από την άμεση φορολογία. Ο αείμνηστος καθηγητής Θόδωρος Γεωργακόπουλος μας επεσήμανε ότι το φαινόμενο έχει την ιστορία του και σχετίζεται με τη μεγάλη φοροδιαφυγή εκτεταμένων εισοδημάτων στα ελεύθερα επαγγέλματα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που συγκροτούν τον πυρήνα της παραοικονομίας. Έτσι, για την άντληση φορολογικών εσόδων επιστρατεύονται οι ειδικοί φόροι σε βασικά είδη κατανάλωσης, τα ανελαστικής ζήτησης καύσιμα, τα ποτά και τα τσιγάρα κυρίως (ΦΠΑ δεν υπήρχε τότε).
Πίστευε, ωστόσο, ότι σταδιακά αυτό θα άλλαζε αφού η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ θα εκλογίκευε πολλές παθογένειες και αυτήν ανάμεσά τους, ενώ επιπλέον οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις θα προσπαθούσαν να ανατρέψουν μια φορολογική δομή με κραυγαλέα αντίστροφη προοδευτικότητα.
Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αργότερα, τα απολογιστικά στοιχεία του 2019 και των προηγουμένων ετών δείχνουν ότι τίποτε δεν έχει αλλάξει! Τα φορολογικά έσοδα προέρχονται κατά 60% από φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών (μαζί οι ειδικοί φόροι πάλι σε καύσιμα, τσιγάρα και ποτά) και μόνο 30% περίπου είναι οι φόροι των εισοδημάτων.
Στον εκτελούμενο προϋπολογισμό, επί φόρων 41,1 δισ. ευρώ στο 10μηνο του 2020, τα 23,6 δισ. ευρώ, δηλαδή το 57%, αφορούν φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών (τα 5,9 δισ. ειδικοί φόροι ενεργειακών, καπνικών και λοιπών προϊόντων), ενώ μόνο 13,2 δισ. ευρώ ήταν φόρος εισοδήματος (32% του συνόλου). Οι δημοσιονομικές αρχές στη χώρα μας είναι πάντα πιστές στη ρήση του Γάλλου διπλωμάτη Ταλεϋράνδου που στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν στην εξουσία είχαν επανέλθει οι Βουρβόνοι, έλεγε: δεν έμαθαν τίποτε, δεν ξέχασαν τίποτε!
Και πράγματι, στη χώρα μας, η άσκηση της φορολογικής πολιτικής, που συνιστά το βασικό προαπαιτούμενο για εκτέλεση των εκάστοτε δαπανών του εθνικού προϋπολογισμού, δεν έχει ακόμη υιοθετήσει τις βασικές αρχές της δημοσιονομικής διαχείρισης: την ανταποδοτικότητα της φορολογίας ώστε να εμπεδωθεί στους πολίτες η πεποίθηση ότι θα επιστραφεί σε εκείνους η συμβολή τους στα φορολογικά έσοδα μέσω των δημόσιων αγαθών που θα απολαύσουν (άμυνα, ασφάλεια, υγεία και παιδεία κυρίως).
Οι ποικίλες φορολογικές επιβαρύνσεις είτε στην άμεση είτε στην έμμεση φορολογία να έχουν λελογισμένο μέγεθος και να διαμορφώνονται σε ύψος που δεν θα οδηγεί στην επινόηση τρόπων για την αποφυγή τους, εκτρέφοντας έτσι την παραοικονομία. Οι ελεγκτικοί μηχανισμοί να λειτουργούν αμερόληπτα, αντικειμενικά και αποτελεσματικά ώστε η δραστηριοποίησή τους να είναι διαχρονικά αποδεκτή από τους πολίτες. Τα όσα διαπιστώνει η Έκθεση Πισσαρίδη αναφορικά με την υπερφορολόγηση της μισθωτής εργασίας απλώς θίγουν το ζήτημα των παθογενειών της δομής των φορολογικών εσόδων. Η σοβαρή προσπάθεια προς την κατεύθυνση της ανασύνθεσης των φορολογικών εσόδων με στόχο την αντιστροφή της σημερινής σχέσης μεταξύ άμεσης και έμμεσης φορολογίας, είναι ανάγκη να επανέλθει ως προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής.
Με μεσομακροπρόθεσμο στόχο, οι φόροι επί των εισοδημάτων να συμμετέχουν πάνω από το 50% στο σύνολο των φόρων και οι φόροι στα αγαθά & υπηρεσίες κάτω από το 40%, Για τον σκοπό αυτό, απαιτούνται τεκμηριωμένες μελέτες από τα συμπεράσματα των οποίων θα καταστρωθεί ο σχετικός σχεδιασμός. Μια τέτοια μελέτη δημοσιοποίησε πρόσφατα το ΚΕΠΕ για τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης στα Καπνικά Προϊόντα και τα Αλκοολούχα Ποτά στην Ελλάδα με συντονίστρια την Αικατερίνη Τσούμα και συμμετέχοντες τους μελετητές Ιωάννα Κουντούρη, Φωτεινή Οικονόμου, Γιάννη Παναγόπουλο και Γεωργία Σκιντζή. Η μελέτη επιδιώκει τη χαρτογράφηση της υφιστάμενης κατάστασης σε σχέση με τους ΕΦΚ στα καπνικά προϊόντα και τα αλκοολούχα ποτά με έμφαση στα σχετικά έσοδα και τις συνδεόμενες ελαστικότητες ως προς τις τιμές και τα εισοδήματα. Οδηγείται δε σε γενικές προτάσεις για την άσκηση αποτελεσματικών πολιτικών σε σχέση με τους επιδιωκόμενους στόχους στα φορολογικά έσοδα και άλλους τομείς, ιδιαίτερα την υγεία.
Και πράγματι, αναφερόμενοι στα τσιγάρα και τα ποτά τα πραγματικά δεδομένα προκαλούν βαθύ προβληματισμό: στα τσιγάρα η Ελλάδα είναι πανευρωπαϊκός πρωταθλητής καθώς οι φόροι συμμετέχουν κατά 89,4% στην τελική τιμή ενός πακέτου. Το λαθρεμπόριο οργίαζε τα προηγούμενα χρόνια (στο 20% αναφέρει η μελέτη του ΚΕΠΕ ότι έφτανε το 2016) καθώς σε πολλά σημεία της πρωτεύουσας οι καπνιστές μπορούσαν να προμηθευθούν υποβαθμισμένης κατά κανόνα ποιότητας καπνικά προϊόντα κατά 60%-70% φθηνότερα σε σχέση με το περίπτερο. Στα αλκοολούχα ποτά, η φορολογική επιβάρυνση είναι διαφορετική κατά κατηγορία: Χαμηλή σχετικά στο κρασί (επιβάλλεται μόνο ΦΠΑ), λίγο μεγαλύτερη στο ούζο και το τσίπουρο, και υψηλή στα υπόλοιπα (βότκα, τζιν, ουίσκι κοκ.), διαμορφώνοντας στα τελευταία προϋποθέσεις για παραγωγή και διάθεση υποβαθμισμένων προϊόντων.
Οι παρεμβάσεις των ελεγκτικών μηχανισμών έχουν περιορίσει τα τελευταία χρόνια την έκταση της παραοικονομίας τόσο στα τσιγάρα όσο και στα ποτά. Παραμένει ωστόσο ζητούμενο η διαμόρφωση μιας ολικής πολιτικής με αναφορές στο ύψος των φορολογικών επιβαρύνσεων σε σχέση με τον επιθυμητό στόχο φορολογικών εσόδων, λαμβάνοντας υπόψη επικαιροποιημένες και αξιόπιστες τιμές ελαστικοτήτων. Διαχωρίζοντας την ανάγκη προστασίας της υγείας των πολιτών που οφείλει να γίνει με άλλους τρόπους καθώς είναι φανερό ότι η υπερφορολόγηση τσιγάρων και ποτών ενθαρρύνει στην πράξη τη γιγάντωση της μαζικής παραγωγής προϊόντων που καταφανώς βλάπτουν την υγεία των πολιτών. Ο Laffer και η ομώνυμη καμπύλη του με τα φορολογικά έσοδα να υποχωρούν όταν οι φορολογικοί συντελεστές εκτοξεύονται, ας γίνει οδηγός μας!