Η πανδημία της νόσου Covid-19 κατέστησε επείγουσα πρόκληση για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη την Υγεία και τη διασφάλιση υγιών συνθηκών διαβίωσης για όλους, αλλά ταυτόχρονα αφύπνισε κυβερνήσεις, επιχειρηματικούς ηγέτες και λαούς, ώστε να συνεργαστούν σε κοινές λύσεις, δίνοντας έτσι το μήνυμα για το πώς η ανθρωπότητα θα αντιμετωπίσει και άλλες προκλήσεις, όπως η Κλιματική Αλλαγή και οι κοινωνικές ανισότητες.
Της Σοφίας Εμμανουήλ
[email protected]
Η πανδημία της νόσου Covid-19 κατέστησε επείγουσα πρόκληση για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη την Υγεία και τη διασφάλιση υγιών συνθηκών διαβίωσης για όλους, αλλά ταυτόχρονα αφύπνισε κυβερνήσεις, επιχειρηματικούς ηγέτες και λαούς, ώστε να συνεργαστούν σε κοινές λύσεις, δίνοντας έτσι το μήνυμα για το πώς η ανθρωπότητα θα αντιμετωπίσει και άλλες προκλήσεις, όπως η Κλιματική Αλλαγή και οι κοινωνικές ανισότητες.
Εξάλλου, η πανδημική κρίση έχει πολλές πτυχές. Συνδέεται ακόμη και με τη βιοποικιλότητα και την τροφική αλυσίδα. Τα εμβόλια μπορεί να λύσουν έπειτα από μερικούς -ή αρκετούς- μήνες το πρόβλημα, αλλά διαπιστώνεται ότι οι κίνδυνοι παραμένουν από τα ανθεκτικά στα φάρμακα superbugs, τα υπερμικρόβια δηλαδή, που αντιμάχονται την προσπάθεια καταπολέμησης των βακτηριακών λοιμώξεων κι έχουν ήδη τεράστιο αντίκτυπο στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης παγκοσμίως. Η υπερβολική χρήση αντιβιοτικών σταζώα που προορίζονται για τη βιομηχανία τροφίμων εισάγει τον κίνδυνο στην τροφική αλυσίδα, λόγω της ολοένα πιο χαμηλής άμυνας του ανθρώπινου οργανισμού στα μικρόβια όσο εξασθενεί η αποτελεσματικότητα των αντιβιοτικών.
Η μεγαλύτερη πρόκληση, πάντως, στην παρούσα συγκυρία είναι η οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει. Τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων που εφαρμόζονται έχουν ημερομηνία λήξης και ο φόβος για απώλεια εισοδήματος είναι υπαρκτός. Ως αποτέλεσμα η κοινωνία ποτέ στο παρελθόν δεν ζήτησε τόσο επιτακτικά από τις εταιρείες να μοιραστούν την ευθύνη για την επόμενη μέρα της κρίσης. Από την άλλη μεριά οι επιχειρήσεις καλούνται να διασφαλίσουν θέσεις εργασίας, αλλά ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους και την αναγκαία ρευστότητα για την ανθεκτικότητα και τη συνέχιση των εργασιών τους.
Η μείωση των εσόδων και η αύξηση των δαπανών, το λεγόμενο «scissors effect», θέτουν σε κίνδυνο τα οικονομικά των δήμων, των πόλεων και των περιφερειών, δοκιμάζοντας τις αντοχές των ηγετών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην πορεία για την επίτευξη τωνστόχων της Ατζέντας 2030.
Είναι σημαντικό όμως ότι παρά τις προκλήσεις μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων διατηρεί ψηλά τον πήχη των προσδοκιών της κοινωνίας, επιβεβαιώνοντας τις δεσμεύσεις της για βιώσιμη ανάπτυξη. Αυτές ηγούνται και της προσπάθειας για επιστροφή στην κανονικότητα με στόχο μια «πράσινη» και ανθεκτική οικονομία, στο πλαίσιο των δύο παγκόσμιων συμφωνιών, της Ατζέντας 2030 των Η.Ε. για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και της Συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα.
Κομβικό ρόλο σε αυτή την πορεία έχουν οι τράπεζες προωθώντας τον αναπροσανατολισμό των ιδιωτικών κεφαλαίων σε «πράσινες» επενδύσεις, ενώ ως αρωγός έρχεται το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και το νέο ΕΣΠΑ. Διότι εκτός από τα «χρήματα από το ελικόπτερο», που ρίχνουν οι κυβερνήσεις για να καλύψουν τις επείγουσεςοικονομικές ανάγκες που έφερε η πανδημία, εισάγονται σταδιακά κριτήρια περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εταιρικής διακυβέρνησης (ESG - Environmental, Social and Governance) στις νέες χρηματοδοτήσεις.
Ηγετικό ρόλο στην ώθηση που επιχειρείται να δοθεί στην πορεία μετασχηματισμού της οικονομίας στο επόμενο διάστημα έχει το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που θα απορροφήσει το 37% των πόρων των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι το Ταμείο Ανάκαμψης. Στην ατζέντα του είναι κρίσιμες παρεμβάσεις, από την εξοικονόμηση ενέργειας και την ενθάρρυνση επενδύσεων σε ΑΠΕ μέχρι την απολιγνιτοποίηση, την ηλεκτροκίνηση, τη διαχείριση αποβλήτων, αλλά και την προστασία της βιοποικιλότητας.
Η Ελλάδα έχει θέσει υψηλούς στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης και παρά τις προκλήσεις, έχει τα εργαλεία για να τους πετύχει θέτοντας στο επίκεντρο τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και αξιοποιώντας τη βελτίωση του επενδυτικού της προφίλ στη μεταμνημονιακή περίοδο.