Συμπληρώθηκαν δεκαεννέα χρόνια από τη στιγμή που ο τότε υπουργός Εργασίας Τάσος Γιαννίτσης επιχείρησε να κάνει μια δύσκολη και «αντιδημοφιλή» μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα. Θίγοντας θέματα -ταμπού για την εποχή -όπως τα όρια ηλικίας και ο υπολογισμός των συντάξεων- προκάλεσε ένα μαζικό κύμα αντιδράσεων, γράφει η Κατερίνα Κοκκαλιάρη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Κοκκαλιάρη
[email protected]
Συμπληρώθηκαν δεκαεννέα χρόνια από τη στιγμή που ο τότε υπουργός Εργασίας Τάσος Γιαννίτσης επιχείρησε να κάνει μια δύσκολη και «αντιδημοφιλή» μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό σύστημα. Θίγοντας θέματα -ταμπού για την εποχή -όπως τα όρια ηλικίας και ο υπολογισμός των συντάξεων- προκάλεσε ένα μαζικό κύμα αντιδράσεων.
Το τότε πανίσχυρο συνδικαλιστικό κίνημα απάντησε με μια από τις ογκωδέστερες συγκεντρώσεις των τελευταίων δεκαετιών και μπροστά στην εντεινόμενη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης το σχέδιο αποσύρθηκε από την κυβέρνηση άρον - άρον. Ακολούθησε μια σειρά light μεταρρυθμίσεων στο ασφαλιστικό και στη συνέχεια ήρθαν τα μνημόνια με τις περικοπές στις συντάξεις και τις αυξήσεις των ορίων ηλικίας.
Ένα από τα μειονεκτήματα των αλλαγών που επιχειρήθηκαν το μακρινό 2001 ήταν η έλλειψη διεξοδικού κοινωνικού διαλόγου και πολιτικής διαβούλευσης. Το σχέδιο έπιασε απροετοίμαστη την κοινή γνώμη, που εκείνη την εποχή ζούσε με το όνειρο μιας αυξανόμενης οικονομικής ευημερίας. Παράλληλα το σχέδιο προέβλεπε αλλαγές με γρήγορους ρυθμούς, προκαλώντας σοκ σε ένα μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, που φοβόταν ότι κεκτημένα δικαιώματα θα κατέρρεαν εν μια νυκτί.
Αδιαμφισβήτητα η σημερινή εποχή σε τίποτα δεν θυμίζει εκείνες τις «ξέγνοιαστες» ημέρες. Μετά την πολυετή περιπέτεια με τα μνημόνια ήρθε ο κορονοϊός για να «παγώσει» τα σχέδια για μια δυναμική ανάπτυξη. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως η εμπειρία από το ηχηρό τέλος του ασφαλιστικού σχεδίου του Τάσου Γιαννίτση δεν προσφέρεται για χρήσιμα συμπεράσματα.
Η κυβέρνηση θέλει στη μετά Covid εποχή να υλοποιήσει ένα τολμηρό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και βάζει στο τραπέζι μια σειρά προτάσεων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο της επιτροπής Πισσαρίδη. Το γεγονός πως η χώρα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις -όχι μόνο στην οικονομία αλλά και σε κρίσιμους τομείς όπως η παιδεία, ο τρόπος λειτουργίας του Σημοσίου κ.α.- είναι αδιαμφισβήτητο.
Για να περπατήσει όμως το εγχείρημα χρειάζεται να υπάρξει διάλογος, ώστε να επιτευχθεί μια ευρύτερη κοινωνική «συμμαχία». Ο διάλογος αυτός πρέπει να γίνει και με τα πολιτικά κόμματα, που μπορούν να συνεισφέρουν με προτάσεις για την επόμενη μέρα. Το πάθημα εκείνης της εποχής ας γίνει μάθημα για όλους.