Μοναξιά, θυμός και στρες αντιμετώπισε το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του 1ου κύματος πανδημίας και της καραντίνας του Μαρτίου, σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα της Παγκόσμιας Μελέτης Υγείας και Λειτουργικότητας σε Περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων (Μελέτη COH-FIT) στον πληθυσμό της χώρας.
Μοναξιά, θυμός και στρες αντιμετώπισε το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του 1ου κύματος πανδημίας και της καραντίνας του Μαρτίου, σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα της Παγκόσμιας Μελέτης Υγείας και Λειτουργικότητας σε Περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων (Μελέτη COH-FIT) στον πληθυσμό της χώρας. Το ερευνητικό εγχείρημα προωθείται στη χώρα μας από τη Β΄ Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με περισσότερους από 200 ερευνητές σε ερευνητικούς φορείς και πανεπιστήμια τουλάχιστον 40 χωρών ανά την υφήλιο και υπό την αιγίδα μεγάλου αριθμού εθνικών και διεθνών επιστημονικών οργανισμών.
Στην Παγκόσμια Μελέτη Υγείας και Λειτουργικότητας σε Περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων συμμετείχαν μέχρι τις 31 Αυγούστου 2020 συνολικά 7.467 άτομα, ενώ οι περισσότερες απαντήσεις αφορούν το διάστημα από τις 26 Απριλίου 2020 έως το τέλος Ιουνίου 2020. Η διάμεση ηλικία των ατόμων από την Ελλάδα που απάντησαν στη συγκεκριμένη έρευνα ήταν 41 έτη. Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότερες γυναίκες απ’ ό,τι άνδρες (74% έναντι 26%). Η διάμεση ηλικία των γυναικών ήταν 40 έτη και των ανδρών 42 έτη.
Όπως μας εξηγεί ο καθηγητής Ψυχιατρικής - Διευθυντής Β/ Ψυχιατρικής Κλινικής, Τμήμα Ιατρικής, Σχολή Επιστήμων Υγείας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Βασίλειος-Παντελεήμων Μποζίκας, η Παγκόσμια Μελέτη Υγείας και Λειτουργικότητας σε Περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων (Μελέτη COH-FIT) είναι μία μεγάλη, διεθνής μελέτη για τον γενικό πληθυσμό όλων των χωρών που πλήττονται από την πανδημία του ιού Covid-19 με στόχο τη διερεύνηση παραγόντων που επηρεάζουν την ψυχική υγεία σε καιρούς μεταδοτικών λοιμώξεων και περιοριστικών μέτρων (π.χ., περιορισμός κυκλοφορίας, κοινωνική αποστασιοποίηση, καραντίνα) και την αναγνώριση προστατευτικών παραγόντων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης και παρέμβασης κατά την πανδημία του ιού Covid-19 αλλά και μελλοντικά, σε περίπτωση εμφάνισης άλλων καταστάσεων πανδημίας. Είναι σημαντικό να αναγνωριστούν ποιες ηλικιακές ή ειδικές πληθυσμιακές ομάδες είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε κινδύνους να εμφανίσουν αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία και στη λειτουργικότητά τους προκειμένου να διαμορφωθούν συγκεκριμένες στρατηγικές αντιμετώπισης, κατά κύριο λόγο στην κοινότητα.
Τα πρώτα στοιχεία της μελέτης δείχνουν: Ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις
Καταγράφηκε υψηλή επίπτωση της πανδημίας στο στρες, στη μοναξιά και στον θυμό, ενώ παρατηρήθηκε βελτίωση της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς. Ειδικότερα, η πλειονότητα των συμμετεχόντων (72%) ανέφερε επιδείνωση του στρες τις τελευταίες 2 εβδομάδες πριν από τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Ένα ποσοστό 21% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του στρες, ενώ το 7% έκανε λόγο για βελτίωση των επιπέδων του στρες. Στην έρευνα δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στα ποσοστά επιδείνωσης του στρες, ωστόσο, όσον αφορά τα ποσοστά βελτίωσης των επιπέδων του στρες, αυτά ήταν μεγαλύτερα στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες (12% έναντι 9%). Ακόμη, δεν βρέθηκαν ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ των νέων (18-39 έτη) και των ατόμων μέσης ηλικίας (4064 έτη) στα ποσοστά αύξησης (55%), μείωσης (36% έναντι 33%) ή μικρής μεταβολής των επιπέδων στρες (9% στους νέους έναντι 12% στα άτομα μέσης ηλικίας). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών) παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό επιδείνωσης των επιπέδων του στρες, το οποίο έφτασε στο 96%.
Όσον αφορά τη μοναξιά, το 70% ανέφερε επιδείνωση της μοναξιάς τις τελευταίες 2 εβδομάδες πριν από τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Το 27% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων της μοναξιάς, ενώ μόλις το 3% βελτίωση των επιπέδων της μοναξιάς. Από την έρευνα δεν εντοπίστηκαν διαφορές στα ποσοστά επιδείνωσης, μείωσης ή μη ουσιαστικών μεταβολών μεταξύ των δύο φύλων. Οι νεαροί ενήλικες (18-39 έτη) ανέφεραν μεγαλύτερα ποσοστά επιδείνωσης της μοναξιάς συγκριτικά με τους ενήλικες μέσης ηλικίας (40-64 έτη). Το υψηλότερο ποσοστό επιδείνωσης των επιπέδων της μοναξιάς -έφτασε στο 96%- παρουσίασαν οι ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών).
Αναφορικά με τον θυμό, το 71% των συμμετεχόντων παρουσίασε επιδείνωση τις τελευταίες 2 εβδομάδες πριν από τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Το 26% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του θυμού, ενώ το 3% βελτίωση των επιπέδων θυμού. Στην έρευνα καταγράφηκαν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στα ποσοστά μικρών αλλαγών του θυμού (42% στους άνδρες έναντι 39% στις γυναίκες) αλλά όχι στα ποσοστά επιδείνωσης ή μείωσης των επιπέδων του θυμού. Τα ποσοστά επιδείνωσης του θυμού ήταν υψηλότερα στους ηλικιωμένους (96%) αλλά και στους νέους (57%) συγκριτικά με τα άτομα μέσης ηλικίας (53%).
Σε ό,τι αφορά την κοινωνικά επωφελή συμπεριφορά, βελτιώθηκε, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της έρευνας, στο 66% των συμμετεχόντων, μικρές αλλαγές παρατηρήθηκαν στο 26%, ενώ στο 1% των συμμετεχόντων παρατηρήθηκε επιδείνωσή της τις τελευταίες 2 εβδομάδες πριν από τη συμπλήρωση του ερωτηματολογίου συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Δεν καταγράφηκαν ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, αν και οι άνδρες παρουσίασαν κάπως πιο αυξημένα ποσοστά βελτίωσης της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς (43%) έναντι των γυναικών (40%). Διαφορές στα ποσοστά βελτίωσης της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς μεταξύ των νεαρών ενηλίκων και των ατόμων μέσης ηλικίας δεν βρέθηκαν, ενώ οι ηλικιωμένοι βελτίωσαν την κοινωνικά επωφελή συμπεριφορά τους σε ποσοστό 96%.
Ίντερνετ, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ΜΜΕ
Όσον αφορά το Ίντερνετ, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ΜΜΕ, αναφέρθηκε αύξηση του χρόνου χρήσης τους στο 85% των συμμετεχόντων από την Ελλάδα στην έρευνα. Η αύξηση ήταν μεγαλύτερη στις γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες (77% έναντι 72%). Η χρήση του Ίντερνετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ αυξήθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά ήταν μεγαλύτερη στους νεαρούς ενήλικες (81%) και στους ηλικιωμένους (98%) έναντι των ατόμων μέσης ηλικίας (72%).
Οι τρόποι διαχείρισης
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της έρευνας, οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης των ιδιαίτερων συνθηκών που επέφερε στην καθημερινότητα η πανδημία ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (63%), η χρήση του διαδικτύου (61%), τα χόμπι (61%), η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (60%), η μελέτη ή η μάθηση κάτι νέου (49%), τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι κοινωνικές συναναστροφές από απόσταση (48%), η εργασία στον χώρο εργασίας ή στο σπίτι (42%), η ενημέρωση για την πανδημία Covid-19 (41%), τα ΜΜΕ (41%), ο χρόνος με ένα κατοικίδιο (36%), καθώς και η σωματική εγγύτητα και η σεξουαλική δραστηριότητα (36%). Άλλες στρατηγικές διαχείρισης, όπως η χρήση αλκοόλ ή ουσιών και τα συνταγογραφούμενα φάρμακα, κατέγραψαν πολύ μικρά ποσοστά.
Για τους άνδρες οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης της πανδημίας ήταν η χρήση του διαδικτύου (61%), η άσκηση ή το περπάτημα (59%), τα χόμπι (56%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή η συναναστροφή (55%). Για τις γυναίκες οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης της πανδημίας ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (64%), η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (62%), η χρήση του διαδικτύου (61%) και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι κοινωνικές συναναστροφές από απόσταση (51%).
Για τους νεαρούς ενήλικες οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης ήταν η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (65%), η άσκηση ή το περπάτημα (65%), τα χόμπι (65%) και η χρήση του διαδικτύου (62%). Για τα άτομα μέσης ηλικίας ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (62%), η χρήση του διαδικτύου (60%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (57%). Για τους ηλικιωμένους οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (58%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (47%).
Η ομάδα της μελέτης για την Ελλάδα
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική ομάδα απαρτίζεται από τους: Βασίλειος-Παντελεήμων Μποζίκας MD, PhD, καθηγητής Ψυχιατρικής, διευθυντής Β’ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του ΑΠΘ, Αγοραστός Θ. Αγοραστός, MD, MSc, PhD, επίκουρος καθηγητής Ψυχιατρικής, Β’ Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του ΑΠΘ, Έλενα Δραγκιώτη, BSc, MSc, PhD, αναπλ. καθηγήτρια, Pain and Rehabilitation Centre & Department of Health, Medicine and Caring Sciences, Linkoping University, Linkoping, Sweden, Κωνσταντίνος Τσαμάκης, MD, MSc, PhD, MRCPsych, ψυχίατρος, επισκέπτης ερευνητής στο King’s College, Institute of Psychiatry, Psychology and Neuroscience, London, UK.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η αύξηση των συμμετεχόντων από τη χώρα μας αλλά και από τις άλλες χώρες που συνολικά έχουν ξεπεράσει τους 100.000 θα επιτρέψει να εξαχθούν πιο έγκυρα και αξιόπιστα συμπεράσματα. Ωστόσο, σημαντικός στόχος είναι η συμμετοχή περισσοτέρων παιδιών και εφήβων, δύο ηλικιακών ομάδων που ο υπό διαμόρφωση ψυχισμός των ατόμων που ανήκουν σε αυτές τις καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτες σε τέτοιας μεγάλης έντασης και χρονιότητας ψυχοπιεστικά γεγονότα όπως η πανδημία Covid-19. Υπάρχει, δυστυχώς, ακόμα μεγάλος δισταγμός σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες να εισέλθουν στον διαδικτυακό τόπο και να συμπληρώσουν τα ερωτηματολόγια οι ίδιοι. Ένας άλλος στόχος είναι η σύγκριση των επιπτώσεων αλλά και της ψυχικής ανθεκτικότητας κατοίκων διαφορετικών χωρών προκειμένου, πιθανώς, να αναδειχτούν διαφορές που σχετίζονται με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, τον πολιτισμό, τα συστήματα υγείας και τις πολιτικές αντιμετώπισης της πανδημίας.
Η έρευνα συνεχίζεται και καθώς διανύουμε το 2ο κύμα της πανδημίας και τα αυξημένα κρούσματα έχουν οδηγήσει σε αυστηροποίηση των περιοριστικών μέτρων οι επιστήμονες θεωρούν ότι όλοι πρέπει να αφιερώσουν λίγο από τον χρόνο τους προκειμένου να καταγράψουν πώς αισθάνονται και πώς αντιμετωπίζουν τις νέες δυσκολίες. Όσοι θέλουν να λάβουν μέρος στην έρευνα μπορούν να επισκεφθούν το https://www.coh-fit.com.