Η δραστική αλλαγή των πηγών για την κάλυψη των εγχώριων ενεργειακών αναγκών, αλλά και η εντελώς διαφορετική διάρθρωση των χονδρεμπορικών αγορών για τις συναλλαγές ενεργειακών προϊόντων, αποτελούν λίγες μόνο από τις καταλυτικές αλλαγές που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη, προκειμένου η Ελλάδα να συμβάλει ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. στον στόχο της «γηραιάς ηπείρου» να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση.
Του Κώστα Δεληγιάννη
[email protected]
Η δραστική αλλαγή των πηγών για την κάλυψη των εγχώριων ενεργειακών αναγκών, αλλά και η εντελώς διαφορετική διάρθρωση των χονδρεμπορικών αγορών για τις συναλλαγές ενεργειακών προϊόντων, αποτελούν λίγες μόνο από τις καταλυτικές αλλαγές που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη, προκειμένου η Ελλάδα να συμβάλει ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. στον στόχο της «γηραιάς ηπείρου» να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενεργειακή Ένωση.
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, με βάση το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), η Ελλάδα έχει θέσει ως στόχο να μειώσει κατά 55% τις εθνικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, σε σχέση με τα επίπεδα του 2005. Όσον αφορά την ενοποίηση των ενεργειακών αγορών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, ήδη από την 1η Νοεμβρίου ξεκίνησε και στη χώρα μας η εφαρμογή του Target Model, όταν οι τρεις νέες χονδρεμπορικές αγορές ηλεκτρισμού αντικατέστησαν το προγενέστερο μοντέλο του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού (ΗΕΠ). Οι τρεις νέες αγορές (Προημερήσια, Ενδοημερήσια, Εξισορρόπησης) συμπληρώνονται από την Προθεσμιακή Αγορά, η οποία είχε ήδη τεθεί σε λειτουργία, ενώ θα ενισχύσουν τον ανταγωνισμό οδηγώντας σε ορθολογικότερες χονδρεμπορικές τιμές, κατ’ αρχάς με την άρση μηχανισμών εκτός αγοράς, που ήταν απαραίτητη στον ΗΕΠ.
Παράλληλα, με δεδομένο ότι έχουν την ίδια δομή με τις αγορές όλων των άλλων κρατών-μελών, αναμένεται να οδηγήσουν στη μείωση του ενεργειακού κόστους και με την προοδευτική σύζευξή τους με ολοένα περισσότερες γειτονικές χώρες, η οποία θα επιφέρει τη σύγκλιση των χονδρεμπορικών τιμών. Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική Προημερήσια Αγορά πρόκειται έως το τέλος του έτους να συζευχθεί με αυτή της Ιταλίας, ενώ η σύζευξη με την αγορά της Βουλγαρίας αναμένεται το πρώτο τρίμηνο του 2021. Εντός του 2021 θα πραγματοποιηθεί επίσης η σύζευξη της ελληνικής Ενδοημερήσιας Αγοράς με την πανευρωπαϊκή ενδοημερήσια αγορά συνεχούς διαπραγμάτευσης.
Εξίσου σημαντικό είναι όμως ότι το Target Model κάνει πραγματικότητα νέα εναλλακτικά μοντέλα επιχειρηματικής δραστηριοποίησης για καινούργιες μονάδες ΑΠΕ, η μαζική ανάπτυξη των οποίων είναι απαραίτητοι ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του ΕΣΕΚ. Είναι ενδεικτικό ότι η συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 35% έως το 2030, δηλαδή σε διπλάσιο περίπου ποσοστό από τα σημερινά επίπεδα του 18%, και η συμμετοχή τους στην ηλεκτροπαραγωγή θα ξεπεράσει το 61%-64%. Ένας στόχος που σημαίνει ότι έως το 2030 προβλέπεται να εγκατασταθούν νέα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα συνολικής ισχύος 8 GW.
Με αυτόν τον τρόπο οι ΑΠΕ θα αποτελέσουν το βασικότερο «καύσιμο» που θα αντικαταστήσει τον λιγνίτη, ο οποίος πρόκειται να απαλειφθεί πλήρως από το εγχώριο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής εντός της τρέχουσας 10ετίας. Μάλιστα, σύμφωνα με το σχέδιο που έχει ανακοινώσει η ΔΕΗ, όλες οι υφιστάμενες λιγνιτικές μονάδες θα τεθούν εκτός λειτουργίας έως το 2023. Η μοναδική μονάδα που θα συνεχίσει να «καίει» λιγνίτη θα είναι η υπό κατασκευή «Πτολεμαΐδα V», η οποία το αργότερο το 2028 θα ξεκινήσει να χρησιμοποιεί κάποιο άλλο καύσιμο, όπως φυσικό αέριο ή βιομάζα.
Στην πορεία προς την απανθρακοποίηση, ρόλο «καυσίμου γέφυρας» προβλέπεται να παίξει το φυσικό αέριο, με την προσθήκη κατ’ αρχάς νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής συνολικής ισχύος 1,8 GW (γιγαβάτ) έως το 2030, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ. Σε αυτό το πλαίσιο, ήδη βρίσκεται σε κατασκευή ένας θερμοηλεκτρικός σταθμός ισχύος 826 GW, ενώ ανάλογα επιχειρηματικά σχέδια «ωριμάζουν» όλοι σχεδόν οι μεγάλοι εγχώριοι ενεργειακοί όμιλοι. Την ίδια στιγμή, μέσα από την ανάπτυξη νέων δικτύων και υποδομών (π.χ. υπόγεια αποθήκη Καβάλας), η χρήση του φυσικού αερίου αναμένεται να εξαπλωθεί γεωγραφικά σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά και αυξηθούν έτι περαιτέρω οι πηγές τροφοδοσίας με καύσιμο. Έτσι, θα δοθεί η ευκαιρία σε ακόμη περισσότερα νοικοκυριά και επιχειρήσεις να καλύπτουν τις ενεργειακές τους ανάγκες με μικρότερο κόστος και με τρόπο πιο φιλικό στο περιβάλλον.
Η χρήση του φυσικού αερίου ως «καυσίμου γέφυρας» σε όλη την Ευρώπη, αλλά και ο σημαντικός ρόλος που θα συνεχίζουν να παίζουν διεθνώς τα πετρελαϊκά προϊόντα σε βασικούς τομείς της οικονομίας (π.χ. αερομεταφορές, πετροχημική βιομηχανία) αναδεικνύουν όμως και τις προοπτικές που διανοίγουν για την εθνική οικονομία, αλλά και την ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας οι έρευνες υδρογονανθράκων στη Δυτική Ελλάδα. Έρευνες που πρόκειται να αναθερμανθούν με εμφατικό τρόπο στις αρχές της επόμενης χρονιάς με τη διενέργεια των πρώτων γεωφυσικών μελετών από την κοινοπραξία των Total, ExxonMobil και ΕΛΠΕ στις δύο θαλάσσιες περιοχές που τους έχουν παραχωρηθεί ανοικτά της Κρήτης («Δυτικά Κρήτης» και «Νοτιοδυτικά Κρήτης»).