Αφιερώματα
Τρίτη, 24 Νοεμβρίου 2020 10:25

Για τον απόλυτο «πρωταγωνιστή» στην ενέργεια προαλείφονται οι ΑΠΕ

Με ορίζοντα το 2030 οι ΑΠΕ προορίζονται να γίνουν το κυρίαρχο εγχώριο «καύσιμο» για την κάλυψη των αναγκών σε ενέργεια, συμβάλλοντας στη μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου όχι μόνο από την ηλεκτροπαραγωγή ρεύματος, αλλά και από τη θέρμανση-ψύξη και τις μεταφορές.

Με ορίζοντα το 2030 οι ΑΠΕ προορίζονται να γίνουν το κυρίαρχο εγχώριο «καύσιμο» για την κάλυψη των αναγκών σε ενέργεια, συμβάλλοντας στη μείωση των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου όχι μόνο από την ηλεκτροπαραγωγή ρεύματος, αλλά και από τη θέρμανση-ψύξη και τις μεταφορές. Ενδεικτικό είναι πως το οριστικό Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), που υπέβαλε στην Κομισιόν το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, θέτει ακόμη πιο φιλόδοξους στόχους «πράσινης» διείσδυσης, έναντι του προσχεδίου που είχε καταρτίσει η προηγούμενη κυβέρνηση.

Έτσι, με το ΕΣΕΚ αναθεωρείται ο στόχος για συμμετοχή των ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας στο 35% έως το 2030, έναντι του 30% που προβλεπόταν στο προσχέδιο. Το ποσοστό αυτό είναι σχεδόν διπλάσιο από τα σημερινά επίπεδα του 18%, ενώ προϋποθέτει υπερδιπλασιασμό της εγκατεστημένης ισχύος του συνόλου των τεχνολογιών ΑΠΕ, εξαιρουμένων των μεγάλων υδροηλεκτρικών.

Ειδικά στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, οι ΑΠΕ θα αποτελούν τη βασική πηγή ήδη από τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, ξεπερνώντας ως μερίδιο το 65% της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής μέχρι το 2030. Εκτός από τις συμβατικές μονάδες «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής, έμφαση δίνεται και στην ενσωμάτωση συστημάτων ΑΠΕ στα κτήρια καθώς και συστημάτων διεσπαρμένης παραγωγής, για τη διάδοση του μοντέλου του prosumer μέσω αυτοπαραγωγής και ενεργειακού συμψηφισμού. Προβλέπεται συγκεκριμένα έως το 2030 η λειτουργία τέτοιων συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ εγκατεστημένης ισχύος 1 GW, ικανών να καλύψουν τη μέση ηλεκτρική κατανάλωση τουλάχιστον 330.000 νοικοκυριών. 

Επιπλέον στόχοι είναι το μερίδιο των ΑΠΕ για τις ανάγκες θέρμανσης και ψύξης να ξεπεράσει το 40%, με κύριο «όχημα» τις αντλίες θερμότητας, οι οποίες σε συνδυασμό με τη μελλοντικά μεγαλύτερη χρήση συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και σχημάτων αυτοπαραγωγής θα συνεισφέρουν καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών προβλέπεται και στις μεταφορές, με τον εξηλεκτρισμό τους μέσω της διάδοσης των ηλεκτρικών οχημάτων και τη χρήση αποκλειστικά ηλεκτρικής ενέργειας στις σιδηροδρομικές μεταφορές.

Για να παράγονται από ΑΠΕ περίπου 2 στις 3 κιλοβατώρες έως το 2030, θα πρέπει η εγκατεστημένη ισχύς «πράσινων» μονάδων να αγγίξει τα 18,9 GW το 2030, από 10,1 GW το 2020. Όπως είναι φυσικό, το μεγαλύτερο μερίδιο αυτής της εξάπλωσης των ΑΠΕ αφορά τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά πάρκα. Έτσι, έως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, οι φωτοβολταϊκοί σταθμοί θα πρέπει να φτάσουν τα 7,7 GW, από 3 GW φέτος. Επίσης, οι μονάδες αξιοποίησης της αιολικής ενέργειας θα χρειαστεί να ενισχυθούν στα 7 GW, έναντι 3,6 GW το 2020. 

Τα παραπάνω νούμερα σημαίνουν ούτε λίγο ούτε πολύ πως θα πρέπει σε λιγότερο από εννιά χρόνια να αναπτυχθεί ένα χαρτοφυλάκιο αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών με μέγεθος όσο το σύνολο των υπαρχόντων έργων, τα οποία χρειάστηκαν δεκαετίες για να υλοποιηθούν. Ωστόσο, όλα τα δεδομένα συγκλίνουν στο ότι όχι μόνο το χαρτοφυλάκιο έργων όχι μόνο είναι εφικτό να φτάσει αυτά τα νούμερα έως το 2030, αλλά και να τα υπερβεί. Εκτίμηση που συμμερίζεται και η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με τον Κωστή Χατζηδάκη να δηλώνει σε πρόσφατο συνέδριο ότι η χώρα μας δεν θα υλοποιήσει απλώς τους στόχους του ΕΣΕΚ, αλλά και θα τους ξεπεράσει. Την ίδια άποψη εξέφρασε στο συνέδριο λίγο αργότερα και ο πρόεδρος της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), Αθανάσιος Δαγούμας. 

Η αισιοδοξία αυτή πηγάζει κατ’ αρχάς από το γεγονός ότι ήδη βρίσκονται σε τροχιά υλοποίησης έργα αιολικής και ηλιακής ενέργειας συνολικής ισχύος 2,6 GW, τα οποία κατακύρωσαν τιμές αναφοράς μέσα από τους διαγωνισμούς που διενεργήθηκαν την περίοδο 20182020. Μάλιστα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της ΡΑΕ, όπου γίνεται απολογισμός της διενέργειας των διαγωνισμών, σημειώνεται ότι χάρη στον ανταγωνισμό που εξασφάλισε η διαδικασία, η προοδευτική αποκλιμάκωση των τιμών έχει ως αποτέλεσμα οι αποζημιώσεις να έχουν πλέον διαμορφωθεί σε τέτοια επίπεδα που αντανακλούν το πραγματικό κόστος παραγωγής μίας μονάδας ΑΠΕ, ενώ κυμαίνονται στο ίδιο ύψος με τις συμβατικές θερμικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής

Ένα ακόμη στοιχείο που δικαιολογεί την αισιοδοξία επίτευξης των στόχων για νέα αιολικά και φωτοβολταϊκά είναι το μεγάλο μέγεθος των επενδυτικών σχεδίων που βρίσκονται στα σκαριά. Έτσι, υπάρχουν έτοιμες, πλήρως αδειοδοτημένες (με άδεια εγκατάστασης) επενδύσεις ΑΠΕ συνολικής ισχύος περίπου 2.400 MW, ενώ άλλα περίπου 5.800 MW έργων ΑΠΕ έχουν πλήρη περιβαλλοντική αδειοδότηση (ΑΕΠΟ). Κάτι που σημαίνει ότι συνολικά περίπου 8.200 MW έργων ΑΠΕ μπορούν να προχωρήσουν άμεσα σε υλοποίηση, έστω σε βάθος της επόμενης 3ετίας. 

Αν και στην απανθρακοποίηση του ενεργειακού μίγματος αιχμή του δόρατος θα αποτελέσουν τα χερσαία αιολικά και φωτοβολταϊκά έργα, στην «πράσινη» στροφή αναμένεται να συμβάλουν και άλλες τεχνολογίες ΑΠΕ, όπως μονάδες βιοαερίου-βιομάζας ή μικρά υδροηλεκτρικά έργα. Παράλληλα, το σχέδιο της ΔΕΗ (μέσω της θυγατρικής της ΔΕΗ Ανανεώσιμες) είναι να δρομολογήσει μέσα στο επόμενο διάστημα τις πρώτες στην Ελλάδα μονάδες παραγωγής ηλεκτροπαραγωγής από γεωθερμία. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΔΕΗ Ανανεώσιμες προχώρησε το καλοκαίρι την ΗΛΕΚΤΩΡ ως στρατηγικό εταίρο την αξιοποίηση των γεωθερμικών πεδίων Λέσβου, Μήλου-Κιμώλου-Πολυαίγου, Νισύρου και Μεθάνων. 

Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για την «είσοδο» της ΗΛΕΚΤΩΡ στην εταιρεία ειδικού σκοπού η οποία θα αναλάβει την εμπορική εκμετάλλευση του γεωθερμικού δυναμικού των πεδίων. Η εταιρεία ειδικού σκοπού θα αναλάβει να κατασκευάσει καθώς και να λειτουργεί τους τέσσερις γεωθερμικούς σταθμούς, ισχύος 8 MW στη Λέσβο και 5 MW σε κάθε μία από τις τρεις υπόλοιπες περιοχές. Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες, η οποία θα διατηρήσει υπό την κυριότητά της τις συμβάσεις εκμετάλλευσης, θα πραγματοποιήσει όλες τις απαραίτητες εργασίες για την εξασφάλιση παροχής γεωθερμικού ρευστού στις εγκαταστάσεις, μέσω των γεωτρήσεων που θα πραγματοποιήσει. Το ρευστό θα πωλείται στον διαχειριστή των μονάδων, σε τιμή που θα καθορισθεί σε μεταγενέστερο στάδιο. 

Στο εγχώριο όμως μίγμα ηλεκτροπαραγωγής αναμένεται να προστεθούν τα επόμενα χρόνια και θαλάσσια αιολικά πάρκα, καθώς η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχει δηλώσει πως πρόκειται να δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο το οποίο θα δώσει τη δυνατότητα αξιοποίησης του πλούσιου αιολικού δυναμικού που επικρατεί στις ελληνικές θάλασσες. Μάλιστα, σε πρόσφατη ενημερωτική ημερίδα, η γενική γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του ΥΠΕΝ, Αλεξάνδρα Σδούκου, αποκάλυψε πως τα υπεράκτια αιολικά θα περιλαμβάνονται στην πρόταση που θα υποβάλει το ΥΠΕΝ στην Κομισιόν για το νέο σχήμα διαγωνισμών ΑΠΕ. Κάτι που σημαίνει πως τα προς υλοποίηση έργα θα προκρίνονται μέσα από ανταγωνιστικές διαδικασίες, συνάπτοντας συμβάσεις λειτουργικής διαφορικής προσαύξησης (Feed in Premium), με τιμές αναφοράς που θα «κλειδώνουν» μέσα από μειοδοτικές δημοπρασίες.

Στην ίδια ημερίδα, η κ. Σδούκου είχε αναφερθεί σε πρόσφατη προμελέτη για λογαριασμό της Κομισιόν, σύμφωνα με την οποία το διαθέσιμο θαλάσσιο δυναμικό για πλωτά αιολικά στη χώρα μας ανέρχεται στα 263 GW. Επίσης, η μελέτη καταδεικνύει την επιχειρηματική προοπτική αξιοποίησης της υπεράκτιας αιολικής ενέργειας στην Ελλάδα. Όπως συμπλήρωσε η Γενική Γραμματέας, το θεσμικό πλαίσιο που θα εκπονήσει το ΥΠΕΝ θα βασίζεται σε τρεις πυλώνες, δηλαδή τη χωροθέτηση και αδειοδότηση, τη διασύνδεση με το ηπειρωτικό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας και τη μεθοδολογία καθορισμού των αποζημιώσεών τους.

Την ίδια στιγμή, το ΥΠΕΝ λαμβάνει πρωτοβουλίες για τη δημιουργία θεσμικού πλαισίου εγκατάστασης μονάδων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες θα είναι απαραίτητες με τη σημαντική ενίσχυση των ΑΠΕ στο μίγμα, ως «αντίδοτο» στη στοχαστικότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, δηλαδή στο γεγονός ότι η ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια και, βέβαια, να αυξομειωθεί για να καλύψει την τρέχουσα ζήτηση. Tον κρίσιμο ρόλο των συστημάτων κεντρικής αποθήκευσης στο εγχώριο σύστημα έχει αναδείξει πρόσφατα μελέτη από το ΕΜΠ για λογαριασμό της ΡΑΕ.

Σύμφωνα με τη μελέτη, για τα προσδοκώμενα επίπεδα διείσδυσης ΑΠΕ του 2030, περί το 60% της τελικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας όπως προβλέπει το ΕΣΕΚ, η εγκατεστημένη ισχύς νέων αποθηκευτικών σταθμών ανέρχεται σε 1500-1750 MW. Με βάση το ΕΜΠ, οι δύο τεχνολογίες κεντρικής αποθήκευσης, δηλαδή οι μπαταρίες η αντλησιοταμίευση, έχουν διαφορετικά πλεονεκτήματα. Ως συνέπεια, προτείνεται ένας συνδυασμός των δύο τεχνολογιών, ώστε από τα απαιτούμενα 1500-1750 MW νέων σταθμών, η βέλτιστη λύση είναι τα 500 MW να αποτελούν ισχύ συσσωρευτών.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΥΠΕΝ έχει ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία θέσπισης του ειδικού πλαισίου στήριξης για την μονάδα αντλησιοταμίευσης στην Αμφιλοχία, αποστέλλοντας τον Μάιο στην Κομισιόν το σχετικό αίτημα, το οποίο θα «ξεκλειδώσει» η σχεδιαζόμενη επένδυση από την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, μέλος του Ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ. Οι αντλησιοταμιευτικοί σταθμοί αποθηκεύουν μαζικά ηλεκτρική ενέργεια, μέσω της αντίστροφης άντλησης. Η μονάδα της Αμφιλοχίας θα έχει συνολική εγκατεστημένη ισχύ 680 MW (παραγωγή) και 730 MW (άντληση), ενώ η επένδυση θα ανέλθει στα 500 εκατομμύρια ευρώ.

Εν αναμονή του θεσμικού πλαισίου για τα συστήματα κεντρικής αποθήκευσης, άλλες εταιρείες καταστρώνουν σχέδια για την εγκατάσταση συστημάτων με μπαταρίες. Ενδεικτική περίπτωση, το πρότζεκτ της ελληνικής Eunice, για τη δημιουργία μίας μονάδας μπαταριών ιόντων λιθίου συνολικής ισχύος 250 MW στη Δυτική Μακεδονία.