Το ενεργειακό «λίφτινγκ» του υφιστάμενου κτηριακού αποθέματος αποτελεί έναν από τους πιο φιλόδοξους, αλλά και παράλληλα πιο επωφελείς κοινωνικά και οικονομικά στόχους που θέτει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Έτσι, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, τη 10ετία 2021-2030 προβλέπεται να αναβαθμισθεί το 15% των ελληνικών κατοικιών, δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ 600.000 περίπου κατοικίες.
Το ενεργειακό «λίφτινγκ» του υφιστάμενου κτηριακού αποθέματος αποτελεί έναν από τους πιο φιλόδοξους, αλλά και παράλληλα πιο επωφελείς κοινωνικά και οικονομικά στόχους που θέτει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). Έτσι, σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, τη 10ετία 2021-2030 προβλέπεται να αναβαθμισθεί το 15% των ελληνικών κατοικιών, δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ 600.000 περίπου κατοικίες.
Ένα νούμερο που αναλογεί σε 14 περίπου προγράμματα σαν το «Εξοικονομώ κατ’ Οίκον ΙΙ», που «έτρεξε» το 2018 και στο οποίο υπάχθηκαν περί τις 42.000 κατοικίες.
Όπως είναι φυσικό, οι παρεμβάσεις σε ένα τόσο σημαντικό ποσοστό του κτηριακού αποθέματος της χώρας θα μειώσουν τις ενεργειακές ανάγκες μίας μεγάλης μερίδας καταναλωτών, θα βελτιώσουν την ποιότητα της ατμόσφαιρας στα αστικά κέντρα, ενώ θα περιορίσουν τις ενεργειακές εισαγωγές. Παράλληλα, θα αποτελέσουν ένα μοχλό αναθέρμανσης της ελληνικής οικονομίας, σε μία εποχή όπου η αναπτυξιακή ώθηση είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη, μετά την ανάσχεση που προκάλεσε η πανδημία.
Είναι ενδεικτικό ότι η υλοποίηση αυτού του στόχου αναμένεται να αυξήσει κατά περίπου 8 δισ. ευρώ την εγχώρια προστιθέμενη αξίας, δημιουργώντας και διατηρώντας σε όλη αυτή την περίοδο 22.000 νέες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Ως συνέπεια, η αύξηση του εισοδήματος των απασχολούμενων στις σχετικές δραστηριότητες αναμένεται να αγγίξει τα 3,4 δισ. ευρώ περίπου.
Η αναβάθμιση του 15% των ελληνικών κατοικιών παίζει κομβικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων που θέτει το ΕΣΕΚ αναφορικά με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης, ώστε η τελική κατανάλωση ενέργειας το έτος 2030 να είναι χαμηλότερη από αυτή που είχε καταγραφεί το 2017. Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την προστασία των καταναλωτών. Επίσης, θα συνδράμει στη μείωση των εθνικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της Ελλάδας, οι οποίες έως το 2030 θα πρέπει να περιοριστούν πάνω από 56% σε σχέση με τις εκπομπές του 2005, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την ανθρακική ουδετερότητα έως το τέλος του πρώτου μισού του 21ου αιώνα.
Κατά γενική ομολογία, η αφετηρία από την οποία ξεκινά η Ελλάδα καθιστά μεγάλη πρόκληση την επίτευξη των στόχων του 2030 αναφορικά με την ενεργειακή «συμπεριφορά» του οικιστικού τομέα, με δεδομένο ότι είναι εξαιρετικά… σπάταλος στην κατανάλωση ενεργειακών πόρων. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η ενεργειακή κατανάλωση που σχετίζεται με τα κτήρια στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 42% της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας στη χώρα. Επίσης, οι κατοικίες αποτελούν έναν από τους πλέον σημαντικούς καταναλωτές ενέργειας στη χώρα καθώς αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος του κτηριακού αποθέματος (79,1%).
Το 83,82% των κτηρίων που έχουν κατασκευαστεί πριν από το έτος 1980 έχουν πολύ χαμηλή ενεργειακή αποδοτικότητα (κτήρια κατηγορίας Η), με τα πιο ενεργοβόρα κτήρια κατοικιών να είναι οι μονοκατοικίες. Αναφορικά με την ενεργειακή κατηγορία των κατοικιών, το μεγαλύτερο ποσοστό (66,83%) κατατάσσεται στις πιο ενεργοβόρες κατηγορίες Ε-Η, το 26,81% στις κατηγορίες Γ-Δ και μόλις το 6,36% στις κατηγορίες Α-Β.
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως είναι φυσικό, προβλέπεται να κινητοποιηθεί ένα πολύ μεγάλο ύψος κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση παρεμβάσεων σε κατοικίες. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, μόνο οι πόροι που εκτιμάται ότι θα προέλθουν από το Ταμείο Ανάκαμψης για προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας έως και το 2023 θα ανέλθουν σε 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Μάλιστα, στο ποσό αυτό θα προστεθούν και κεφάλαια από το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027, ώστε να διασφαλισθεί το απαραίτητο μαζικό «κύμα ανακαινίσεων» τα επόμενα χρόνια.
Έτσι, τα επόμενα χρόνια προγραμματίζεται να διενεργηθούν προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, τα οποία θα είναι ακόμη μεγαλύτερα από το «Εξοικονομώ-Αυτονομώ», το οποίο πρόκειται να ξεκινήσει στις 30 Νοεμβρίου. Κι αυτό παρόλο που το «Εξοικονομώ-Αυτονομώ» έχει προϋπολογισμό 850 εκατ. ευρώ, με συνέπεια να είναι το μεγαλύτερο ανάλογο πρόγραμμα το οποίο έχει διεξαχθεί έως σήμερα στη χώρα μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα προγράμματα που «έτρεξαν» από το 2011 και μετά είχαν συνολικό προϋπολογισμό της τάξης του 1,3 δισ. ευρώ.
Πέρα από τον αυξημένο προϋπολογισμό, άλλα στοιχεία που διαφοροποιούν το πρόγραμμα από τις ανάλογες προγενέστερες δράσεις είναι το πολύ μεγαλύτερο ποσοστό επιδοτήσεων, που φτάνει ακόμα και το 85% (95% στις λιγνιτικές περιοχές - ρήτρα δίκαιης μετάβασης), και συνδέεται για πρώτη φορά με την εκτιμώμενη ετήσια εξοικονόμηση πρωτογενούς ενέργειας. Μεγαλύτερος είναι και ο συνολικός επιλέξιμος προϋπολογισμός, με το πλαφόν να φτάνει τις 50.000 ευρώ για μονοκατοικία και μεμονωμένο διαμέρισμα ή ανά διαμέρισμα ως μέρος αίτησης ολόκληρης πολυκατοικίας. Επίσης, ενισχυμένος είναι ο στόχος των παρεμβάσεων, καθώς για αιτήσεις μεμονωμένων διαμερισμάτων και μονοκατοικιών, θα πρέπει να επιτυγχάνεται αναβάθμιση κατά τρεις ενεργειακές κατηγορίες.
Την ίδια στιγμή, για πρώτη φορά χρηματοδοτούνται παρεμβάσεις που έχουν ως στόχο την ενεργειακή αυτονομία του οικήματος ή την εγκατάσταση αυτοματισμών. Έτσι, στις επιλέξιμες παρεμβάσεις περιλαμβάνεται η τοποθέτηση φωτοβολταϊκού και μπαταρίας, η εγκατάσταση φορτιστή ηλεκτρικού οχήματος, καθώς και οι συσκευές διαχείρισης ενέργειας (smart home).
Εκτός πάντως από τα προγράμματα ενεργειακής εξοικονόμησης μέσω επιδοτήσεων, στόχος είναι να εφαρμοστούν και ανταγωνιστικές διαδικασίες για την εξοικονόμηση ενέργειας, ένα εργαλείο που εφαρμόζεται επιτυχώς σε άλλες χώρες του εξωτερικού. Η διενέργεια διαγωνισμών προβλέπεται να διεξαχθεί με βασικό γνώμονα την οικονομική αποδοτικότητα των παρεμβάσεων και σύμφωνα με σαφείς οδηγίες για τον υπολογισμό και την επαλήθευση της εξοικονομούμενης ενέργειας. Σύμφωνα με το ΥΠΕΝ, η διεθνής εμπειρία εφαρμογής του μοντέλου αυτού έχει δείξει πως οι διαγωνισμοί μέσω των δημοπρασιών μειώνουν σημαντικά το κόστος των παρεμβάσεων ενώ ταυτόχρονα επιτυγχάνεται μόχλευση κεφαλαίων.
ΗΛΕΚΤΡΑ: Ενεργειακό «λίφτινγκ» και στα δημόσια κτήρια
Συμμετοχή στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας θα έχουν και οι κτηριακές υποδομές του Δημοσίου, καθώς μέσω του προγράμματος του προγράμματος «ΗΛΕΚΤΡΑ», προϋπολογισμού 500 εκατ. ευρώ, προβλέπεται ο δραστικός περιορισμός του ανθρακικού αποτυπώματος δημόσιων κτηρίων με τη χρηματοδότηση εργασιών ενεργειακής αναβάθμισης. Το πρόγραμμα μπήκε στο τροχιά υλοποίησης τον Αύγουστο, με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της σχετικής Κοινής Υπουργικής Απόφασης των Yπουργών Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Οικονομικών και Υποδομών και Μεταφορών. Το χρονικό πλαίσιο υλοποίησής του είναι η περίοδος 20202026, με σκοπός τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Γι’ αυτό τον στόχο, στις επιλέξιμες δαπάνες θα περιλαμβάνονται παρεμβάσεις που συνδέονται με την τυπική χρήση του εκάστοτε κτηρίου και αφορούν την ενέργεια που χρησιμοποιείται σε τομείς όπως η θέρμανση, η ψύξη, ο αερισμός ή ο φωτισμός. Τα κτήρια που εντάσσονται στο «ΗΛΕΚΤΡΑ» θα πρέπει μετά τις παρεμβάσεις να κατατάσσονται τουλάχιστον στην κατηγορία ενεργειακής απόδοσης Β, σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΚΕΝΑΚ). Φορέας Διαχείρισης του προγράμματος είναι το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ενώ οι πόροι προέρχονται από δανεισμό από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ) της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Παράλληλα, το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας διερευνά τη δυνατότητα χρηματοδότησης του εν λόγω Προγράμματος και μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Η χρηματοδότηση των έργων που θα ενταχθούν στο «ΗΛΕΚΤΡΑ» πραγματοποιείται εν μέρει μέσω Επενδυτικών Δανείων που χορηγούνται από το ΤΠΔ και συνομολογούνται μέσω δανειακών συμβάσεων, μεταξύ των δικαιούχων φορέων και του Ταμείου. Η εξυπηρέτηση των εν λόγω δανείων γίνεται από λογαριασμό που συστήνεται στο ΤΠΔ για τις ανάγκες του προγράμματος και χρηματοδοτείται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων του ΥΠΕΝ.
Η υπόλοιπη χρηματοδότηση μπορεί να προέρχεται από ίδιους πόρους των φορέων της Γενικής κυβέρνησης. Μέρος ή και το σύνολο των έργων μπορούν να χρηματοδοτηθούν από Εταιρείες Ενεργειακών Υπηρεσιών (ΕΕΥ) ή τρίτους, μέσω Συμβάσεων Ενεργειακής Απόδοσης (ΣΕΑ).