Πολιτιστικά
Τετάρτη, 25 Νοεμβρίου 2020 09:02

Το άτομο και το είδωλό του

«Το Χρώμα της Απιστίας» του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Αφιερωμένο «στους αλλόφρονες, τους παρανοϊκούς, τους διαφορετικούς», το βιβλίο ασχολείται με την απιστία του ανθρώπου απέναντι στις αρχές και τις ιδέες του -αντίπαλος του ατόμου, πρωτίστως, είναι το είδωλό του στον καθρέφτη.

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

«Το Χρώμα της Απιστίας» του Γρηγόρη Χαλιακόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο. Αφιερωμένο «στους αλλόφρονες, τους παρανοϊκούς, τους διαφορετικούς», το βιβλίο ασχολείται με την απιστία του ανθρώπου απέναντι στις αρχές και τις ιδέες του -αντίπαλος του ατόμου, πρωτίστως, είναι το είδωλό του στον καθρέφτη.

Αφορμή για το έργο αυτό στάθηκε η επί δέκα συναπτά έτη έρευνα του συγγραφέα στα αρχεία του Δρομοκαΐτειου Θεραπευτηρίου -εκεί ανακάλυψε πλήθος στοιχείων για σπουδαίους ανθρώπους που έζησαν μέσα στο ψυχιατρείο, όπως οι Γεώργιος Βιζυηνός,  Ρώμος Φιλύρας,  Γεράσιμος Βώκος,  Νικόλαος Σ. Δραγούμης, Άριστος Καμπάνης  και πολλοί άλλοι.

Το βιβλίο επικεντρώνεται στο μεγαλείο της διαφορετικότητας, την ανάγκη των διαταραγμένων ψυχικά ανθρώπων να δημιουργήσουν και το σκληρό τίμημα που πληρώνει ο ειλικρινής με τον εαυτό του δημιουργός για να φέρει εις πέρας το δημιούργημά του. Πέρα από την ενασχόληση με το παρελθόν, ο Χαλιακόπουλος ήρθε σε επαφή με το εργοθεραπευτικό τμήμα και τους καλλιτέχνες που νοσηλεύονται σήμερα στους ψυχιατρικούς θαλάμους και έτσι δημιούργησε τον ήρωά του, τον Κωνσταντίνο, που ζει μέσα από φαντασιώσεις τις ζωές των άλλων. Όλα  συμβαίνουν μέσα στο διαταραγμένο μυαλό του Κωνσταντίνου, με τη διαφορά ότι ο αναγνώστης βυθίζεται στο ενδιαφέρον των ιστοριών και όχι στην πλάνη της ψύχωσης.

Ο Κωνσταντίνος είναι συγγραφέας. Για όλους φαντάζει παρανοϊκός. Βιώνει την ευτυχία και την τραγωδία σαν αδελφές που εναγκαλίζονται. Μια νύχτα απιστεί απέναντι στο είδωλό του και το εγκαταλείπει. Η φυγή απ’ τη συμβιβασμένη ζωή του, φαντάζει ως η μόνη λύση. Επιλέγει τη Ρωσία των τσάρων. Περιπλανιέται στις παγωμένες στέπες, στα χιονισμένα τοπία της Σιβηρίας, αγαπά, αγαπιέται, βασανίζεται, δικάζεται, φυλακίζεται, ονειρεύεται και μια μέρα απελευθερώνεται. Τότε επανασυνδέεται με το είδωλό του και, δίχως ενοχές, χρωματίζει την απιστία του απέναντί του…

«Τώρα βρίσκομαι μια ανάσα απ’ την κεντρική εξώπορτα του κολαστηρίου μου. Ένα τόσο δα μικρό βήμα ακόμα και θα γίνει πρώην. Όμως μια λέξη που δεν τολμούσα ν’ αναφέρω σ’ όλη τη διαδρομή του βίου μου, γιατί με τρόμαζε σαν τέρας αιμοβόρο, τούτη την ώρα που η περπατησιά μου οδηγείται έξω απ’ το φρούριο του Ομσκ θέλω να την προφέρω. Συμπυκνώνει όλα τα πάθη, τα λάθη και τα σκαμπανεβάσματα του μυαλού και της ψυχής του ανθρώπου: “Συνείδηση!”

Αυτήν με δίδαξε η φυλακή μου. Να βουτώ βαθιά μέσα της, να κρατώ την αναπνοή μου στα σκοτεινά νερά της, μέχρι να ξαναβγώ στην επιφάνεια. Να μπορώ να ομολογήσω ότι ακόμα κι ένας φόνος μού φέρνει ικανοποίηση και σαν αναμμένος δαυλός φωτίζει τη σκέψη μου. Κι ύστερα ν’ αναζητώ την αιτία αυτού του αιματοβαμμένου συναισθήματος που νιώθω και να το δικαιολογώ ή όχι. Να γνωρίζω ότι στις αμαρτωλές φλέβες μου κυλάει ζωή και θάνατος μαζί. Τα μηνίγγια μου  να με προειδοποιούν, με πόνο που αγγίζει την τρέλα, πως το τίμημα της κάθε πράξης σου πρέπει να το αποδεχθείς. Την αδικία σε βάρος του άλλου πρέπει να την ξεχρεώσεις, αλλιώς θ’ αφήσεις το απωθημένο του να γίνει, μέσω του φόβου που σε κατακλύζει, δικό σου άχτι.

Η συναναστροφή μου με ποντίκια και κατσαρίδες γέμισε τη δύστυχη ύπαρξή μου. Αντιλήφθηκα το μεγαλείο να βλέπω καθετί υλικό και άυλο ως δώρο Θεού. Το φονιά μπόρεσα ν’ αγαπήσω όταν τον άκουγα τα βράδια να κλαίει πάνω στο πεντακάθαρο απ’ τα δάκρυα μαξιλάρι του. Τον κλέφτη αγκάλιασα μια νύχτα που μου γύρισε πίσω το καπίκι που μου άρπαξε απ’ το παντελόνι μου την ώρα που κοιμόμουν. Έναν ψεύτη τάισα με την μερίδα μου σαν με προστάτεψε με τα ψέματά του μπροστά στους άλλους, ότι δεν έκλεψα στα χαρτιά τον άσο με τον οποίο κέρδισα την παρτίδα. Τη μοναξιά μου κατανόησα όταν έβγαζε το σπαθί της και σαν ανθρωποδιώκτης άφηνε χώρο ν’ απλωθεί η θλίψη μου, έτσι ώστε να αμβλυνθεί, να σβήσει. Τους βασανιστές μου συγχώρησα, γιατί δεν μπορούσαν να πράξουν αλλιώς, αυτό το ρόλο τούς επιφύλασσε η ζωή. Ίσως, γι’ αυτό, μόλις με είδαν απ’ το εργαστήρι των αλυσίδων ν’ αποχωρώ ελεύθερος, ντράπηκαν που αυτοί φορούσαν ακόμα τις αόρατες δικές τους.

Κρατώ έναν κρίκο στο χέρι μου, είναι αυτός που θα συνδέσει το παρελθόν μου με το μέλλον. Γιατί παρόν δεν υπάρχει ποτέ. Χάνεται μαζί με την ανασαιμιά του ανθρώπου. Αυτό το δικό μου αύριο θέλω να δω».