Το μυθιστόρημά του Ντόναλντ Ρέι Πόλοκ «Πάντα ο διάβολος» -πρεσβευτής του νέου αμερικάνικου γκόθικ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Βάσιας Τζανακάρη.
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Το μυθιστόρημά του Ντόναλντ Ρέι Πόλοκ «Πάντα ο διάβολος» -πρεσβευτής του νέου αμερικάνικου γκόθικ, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση Βάσιας Τζανακάρη.
Ο Άρβιν Γιουτζίν Ράσελ μεγάλωσε παρακολουθώντας τον πατέρα του να θυσιάζει ανθρώπους και ζώα προκειμένου να σώσει την καρκινοπαθή μητέρα του από τον θάνατο, κι εξελίχθηκε σε έναν βίαιο ενήλικα με έναν πολύ προσωπικό κώδικα ηθικής.
Στο βιβλίο –που διασκεύασε κινηματογραφικά το Netflix- ξετυλίγεται η ιστορία τού Άρβιν και του κόσμου του. Ένα μοναδικό σύμπαν παρακμής, εκδίκησης και βίας με φόντο τη βαθιά Αμερική από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960, στο οποίο κινείται μια σειρά από παράδοξους χαρακτήρες: ο Καρλ και η Σάντι -ένα ζευγάρι σίριαλ κίλερ, που λυμαίνονται τις εθνικές οδούς· ο σερίφης Μπόντεκερ -ένας διεφθαρμένος εξουσιομανής· ο περιπλανώμενος ιεροκήρυκας Ρόι, που χρησιμοποιεί τις αράχνες για να διαδώσει τον λόγο του Ευαγγελίου, τον οποίο συνοδεύει ο σακάτης Θίοντορ με την κιθάρα του, και άλλοι.
«Ήταν η πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου και πλέον η Σάρλοτ τον περισσότερο καιρό τα ’χε χαμένα. Ένα αποπνικτικό απόγευμα, κι ενώ προσπαθούσε να τη δροσίσει με βρεγμένα πανάκια, ο Γουίλαρντ σκέφτηκε ότι ίσως να χρειαζόταν να κάνει κάτι παραπάνω από το να προσεύχεται και να είναι ειλικρινής. Το επόμενο μεσημέρι γύρισε από τις στάνες στην πόλη με ένα αρνάκι στην καρότσα του φορτηγού. Ήταν κουτσό και του ’χε κοστίσει μόνο πέντε δολάρια. Ο Άρβιν πήδηξε από τη βεράντα κι έτρεξε στην αυλή. “Μπορώ να του δώσω όνομα;” ρώτησε, καθώς ο πατέρας του σταματούσε το φορτηγό μπροστά στον αχυρώνα.
“Χριστέ και Κύριε, δε το ’φερα για κατοικίδιο, να πάρει η ευχή” φώναξε ο Γουίλαρντ. “Πήγαινε μέσα στη μητέρα σου”. Μπήκε με την όπισθεν στον αχυρώνα, βγήκε από το φορτηγάκι και έδεσε βιαστικά τα πίσω πόδια του ζώου με ένα σχοινί, έπειτα το σήκωσε ψηλά στον αέρα και το κρέμασε ανάποδα από μια τροχαλία σε μια από τις δοκούς που στήριζαν τη σκεπή του αχυρώνα. Έκανε το φορτηγό λίγα μέτρα πιο μπροστά. Έπειτα, χαμήλωσε το τρομοκρατημένο ζώο μέχρι που η μύτη του σχεδόν άγγιζε το έδαφος. Με ένα χασαπομάχαιρο του έκοψε τον λαιμό και μάζεψε το αίμα σε έναν κουβά που τον χρησιμοποιούσαν για τάισμα και χώραγε δεκαπέντε λίτρα. Κάθισε πάνω σε ένα δεμάτι άχυρο και περίμενε μέχρι που η πληγή στράγγισε. Ύστερα κουβάλησε τον κουβά ως το κούτσουρο και άδειασε πάνω προσεκτικά την προσφορά του. Εκείνο το βράδυ, όταν ο Άρβιν πήγε για ύπνο, έσυρε το μαλλιαρό κουφάρι του ζώου ως την άκρη του αγρού και το έριξε σε μια ρεματιά.
Δυο μέρες αργότερα, ο Γουίλαρντ άρχισε να μαζεύει ζώα που έβρισκε σκοτωμένα στον δρόμο: σκύλους, γάτες, ρακούν, οπόσουμ, μαρμότες, ελάφια. Τα ζώα που ήταν ψόφια καιρό τώρα και δεν έβγαζαν αίμα τα κρεμούσε από τους σταυρούς κι απ’ τα κλαδιά των δέντρων γύρω από το κούτσουρο. Η ζέστη και η υγρασία τα έκαναν να σαπίζουν γρήγορα. Η μπόχα έκανε τον ίδιο και τον Άρβιν να θέλουν να ξεράσουν, καθώς γονάτιζαν και ικέτευαν για το έλεος του Σωτήρα. Σκουλήκια έπεφταν στριφογυριστά από τα δέντρα σαν σταγόνες άσπρου λίπους. Το έδαφος γύρω από το κούτσουρο είχε λασπώσει απ’ το αίμα. Τα έντομα που ζουζούνιζαν γύρω τους πολλαπλασιάζονταν κάθε μέρα. Και οι δυο ήταν γεμάτοι τσιμπήματα από τις μύγες, τα κουνούπια και τους ψύλλους. Παρόλο που ήταν Αύγουστος, ο Άρβιν φορούσε μακρυμάνικο φανελένιο πουκάμισο και ένα ζευγάρι γάντια εργασίας και τύλιγε το πρόσωπό του με ένα μαντίλι. Κανείς τους δεν έκανε μπάνιο πια. Ζούσαν με κρέας κονσέρβας και κρακεράκια που αγόραζαν απ’ το μαγαζί της Μοντ. Το βλέμμα του Γουίλαρντ είχε σκληρύνει κι είχε αγριέψει και ο γιος του είχε την αίσθηση ότι τα μπλεγμένα μούσια του είχαν ασπρίσει σχεδόν μες σε μια νύχτα.
“Έτσι είναι ο θάνατος” είπε ο Γουίλαρντ μελαγχολικά ένα απόγευμα, καθώς ήταν γονατισμένοι με τον Άρβιν στο σάπιο κούτσουρο που ’χε μουσκέψει απ’ το αίμα. “Θέλεις κάτι τέτοιο για τη μάνα σου;”
“Όχι, κύριε” είπε το αγόρι.
Ο Γουίλαρντ χτύπησε τη γροθιά του στο κούτσουρο. “Τότε προσευχήσου, να πάρει ο διάολος!”
Ο Άρβιν κατέβασε το βρόμικο μαντίλι από το πρόσωπό του και πήρε βαθιά ανάσα εισπνέοντας τη σαπίλα. Από εκείνη τη στιγμή, σταμάτησε να προσπαθεί να αποφύγει τη βρομιά, τις ατελείωτες προσευχές, το πηγμένο αίμα, τα σαπισμένα ψοφίμια. Ωστόσο η μάνα του έσβηνε μέρα με τη μέρα. Πλέον όλα μύριζαν θάνατο, ακόμα και ο διάδρομος που οδηγούσε στο δωμάτιο όπου κείτονταν άρρωστη. Ο Γουίλαρντ άρχισε να κλειδώνει την πόρτα της και είπε στον Άρβιν να μην την ενοχλεί. “Χρειάζεται ξεκούραση” είπε».