Απόψεις
Πέμπτη, 19 Νοεμβρίου 2020 20:31

Η διαχείριση της κρίσης του Covid-19 στα πανεπιστήμια

Σήμερα βαδίζοντας στην τέταρτη δεκαετία από τότε που οι ψηφιακές δεξιότητες μπήκαν στη ζωή μας, αυτές ακόμα αποτελούν ένα ζητούμενο. Διεθνείς οργανισμοί όπως η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ και η UNESCO στις προτάσεις τους για την εκπαίδευση και κατάρτιση πάντα περιλαμβάνουν τις ψηφιακές δεξιότητες ως βασικό στοιχείο των προγραμμάτων τους. Δηλαδή, η συνεχής και καταιγιστική πρόοδος της τεχνολογίας δημιουργεί διαρκώς νέες ανάγκες για ψηφιακά καταρτισμένους εργαζομένους και ψηφιακά εγγράμματους πολίτες, ως μια προσπάθεια δια βίου εκπαίδευσης.  Η πρόσφατη κρίση της πανδημίας του COVID-19 ανέδειξε τη σημασία των ψηφιακών δεξιοτήτων αλλά και των τεχνολογικών υποδομών ως κομβικές συνιστώσες της συνέχισης της εργασίας και της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Δρ Ευαγγελία Κρασαδάκη

Εργαστήριο ΕΡΓΑΣΥΑ, Πολυτεχνείο Κρήτης

Καθηγητής Ευάγγελος Γρηγορούδης

Σχολή Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης, Πολυτεχνείο Κρήτης

Καθηγητής Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης, Ακαδημαϊκός

Βασιλική Ακαδημία Οικονομικών & Χρηματοοικονομικών, Βασιλική Ευρωπαϊκή Ακαδημία των Διδακτόρων, Πολυτεχνείο Κρήτης & Audencia Business School

Καθηγητής Νικόλαος Ματσατσίνης

Διευθυντής ΕΡΓΑΣΥΑ, Πολυτεχνείο Κρήτης, Πρόεδρος ΕΕΕΕ

Σήμερα βαδίζοντας στην τέταρτη δεκαετία από τότε που οι ψηφιακές δεξιότητες μπήκαν στη ζωή μας, αυτές ακόμα αποτελούν ένα ζητούμενο. Διεθνείς οργανισμοί όπως η ΕΕ, ο ΟΟΣΑ και η UNESCO στις προτάσεις τους για την εκπαίδευση και κατάρτιση πάντα περιλαμβάνουν τις ψηφιακές δεξιότητες ως βασικό στοιχείο των προγραμμάτων τους. Δηλαδή, η συνεχής και καταιγιστική πρόοδος της τεχνολογίας δημιουργεί διαρκώς νέες ανάγκες για ψηφιακά καταρτισμένους εργαζομένους και ψηφιακά εγγράμματους πολίτες, ως μια προσπάθεια δια βίου εκπαίδευσης.  Η πρόσφατη κρίση της πανδημίας του COVID-19 ανέδειξε τη σημασία των ψηφιακών δεξιοτήτων αλλά και των τεχνολογικών υποδομών ως κομβικές συνιστώσες της συνέχισης της εργασίας και της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Δεξιότητες

Στην Ευρωπαϊκή Ατζέντα Δεξιοτήτων για Αειφόρο Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα, Κοινωνική Δικαιοσύνη και Ανθεκτικότητα που ανακοινώθηκε στις 1 Ιουλίου 2020 τονίζεται ότι ένας από τους 12 στόχους της ΕΕ μέχρι το 2025 είναι η ενίσχυση των ψηφιακών δεξιοτήτων μέσω ενός Σχεδίου Δράσης Ψηφιακής Εκπαίδευσης και μαθημάτων εκκίνησης των ΤΠΕ. Στο Σχέδιο Δράσης του 2021-2027 για την ψηφιακή εκπαίδευση η ΕΕ αντλώντας διδάγματα από την κρίση κάνει έκκληση στις χώρες-μέλη για ανάληψη δράσης με στόχο την ενίσχυση της συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο με στόχο:

  • να αντληθούν διδάγματα από την κρίση COVID-19, κατά τη διάρκεια της οποίας η τεχνολογία χρησιμοποιείται σε πρωτοφανή κλίμακα –που δεν είχαμε ξαναδεί μέχρι σήμερα– στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, και
  • να προσαρμοστούν τα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης στη ψηφιακή εποχή.

Το Σχέδιο Δράσης 2021-2027 της ΕΕ για τη ψηφιακή εκπαίδευση, μετά από ανοικτή δημόσια διαβούλευση μεταξύ Ιουνίου–Σεπτεμβρίου 2020, έχει δύο στρατηγικές προτεραιότητες:

1. Προώθηση της ανάπτυξης ενός οικοσυστήματος ψηφιακής εκπαίδευσης υψηλών επιδόσεων

2. Ενίσχυση ψηφιακών ικανοτήτων και δεξιοτήτων για το ψηφιακό μετασχηματισμό

Εν μέσω πανδημίας φαίνεται ότι αναδείχθηκε ένα μείζον ζήτημα στην εκπαίδευση και για αυτό τονίζεται από την ΕΕ ότι θα πρέπει να επιτευχθεί άμεσα ένα σημαντικό ποιοτικό άλμα σε ζητήματα εξοπλισμού, κατάρτισης των εκπαιδευτικών, κατάκτησης ψηφιακών δεξιοτήτων των νέων παιδιών–μαθητών καθώς και των γυναικών που αποδεδειγμένα υστερούν στις τεχνολογικές σπουδές, κλπ. Τα παραπάνω αποδείχθηκαν ως σημαντικά ζητήματα από την πίεση σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες προκειμένου να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τη ψηφιακή τεχνολογία για να συνεχίζουν το έργο τους.

Η πρόκληση από την πανδημία για την εκπαίδευση παγκοσμίως είναι γνωστή. Από το πρώτο lockdown και σύμφωνα με στοιχεία της UNESCO στις 1 Απριλίου 2020 1.4 δις. εκπαιδευομένων όλων των βαθμίδων βρέθηκαν εκτός σχολείων, το οποίο αποτελεί το 89.4% των συνολικά εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία παγκοσμίως. Τέτοια μεγάλης έκτασης κρίση δεν είχε ποτέ δημιουργηθεί στο παρελθόν. Τα πανεπιστήμια των δυτικών και αναπτυγμένων χωρών κατάφεραν εντός 1-2 εβδομάδων το Μάρτιο να προσαρμοστούν και να συνεχίσουν το έργο τους. Αν η κρίση αυτή συνέβαινε πριν μερικές δεκαετίες, τότε δεν θα είχαν καμία λύση για τους φοιτητές τους, απλά θα έκλειναν, όπως συνέβη και σήμερα σε ορισμένες περιοχές του κόσμου (πχ. Αφρική και φτωχές χώρες της Ασίας). Δηλαδή, η παραδοσιακή δια ζώσης διαδικασία μετατράπηκε σε εκπαίδευση από απόσταση, αν και δεν υπήρχε πρότερη εμπειρία για αυτό, πλην ελαχίστων ιδρυμάτων, όπως στη χώρα μας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, το οποίο έτσι και αλλιώς πρόσφερε εξ’ αποστάσεως προγράμματα. Το ίδιο δεν συνέβη με επιτυχία σε άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι κατώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες του δημοσίου απειλήθηκαν σοβαρά εν μέσω της πανδημίας τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, ζήτημα που οπωσδήποτε θα αποτελέσει θέμα συζήτησης στη μετά-COVID εποχή.  

Οι προϋπάρχουσες τεχνολογικές δυνατότητες των πανεπιστημίων

Οι τεχνολογικές δυνατότητες των πανεπιστημίων δοκιμάστηκαν διότι «μικρά» ιδρύματα κλήθηκαν να υποστηρίξουν περί τα 400 online μαθήματα και άλλα πάνω από 7000 online μαθήματα στο εαρινό εξάμηνο 2019-20 για εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές (κάτι αντίστοιχο ισχύει και σήμερα στο χειμερινό εξάμηνο 2020-21).

Ωστόσο, τα πανεπιστήμια κατάφεραν να ανταποκριθούν και να αποτελέσουν τις αρτιότερες τεχνολογικά νησίδες στις πληττόμενες χώρες διότι διέθεταν εξαιρετική τεχνολογική υποδομή και προ πανδημίας, η οποία ενδεικτικά περιγράφεται παρακάτω:

  • Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Ιδρυματικό email για όλα τα μέλη, φοιτητές και εργαζόμενους.
  • Ενσύρματη σταθερή πρόσβαση στο διαδίκτυο. Τα Ελληνικά πανεπιστήμια είναι αυτόνομα, διασυνδεδεμένα με το Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας (ΕΔΕΤ) με ταχύτητα 10 Gbps.
  • Ασύρματη πρόσβαση WiFi στο διαδίκτυο εντός των κτιριακών υποδομών και εκτός αυτών για τα μέλη τους.
  • Υπηρεσία VPN που δίνει τη δυνατότητα σε όσους συνδέονται στο διαδίκτυο μέσω εναλλακτικών παρόχων (Internet Service Providers), να αποκτούν ασφαλή πρόσβαση στο δίκτυο κορμού κάθε ιδρύματος, εξασφαλίζοντας πρόσβαση σε υπηρεσίες για τις οποίες έχει άδεια κάθε ίδρυμα.
  • Άλλες υπηρεσίες, όπως: υπηρεσία διαμοιρασμού αρχείων (ανάλογο του GoogleDrive), εικονικό αποθηκευτικό χώρο στο cloud (cloud object storage), φιλοξενία ιστοτόπων, μαζική αποστολή sms, πρόσβαση σε επιστημονικές βιβλιοθήκες και εκδότες, υπηρεσίες τηλεκπαίδευσης και τηλεδιάσκεψης, κλπ., οργανωμένα μηχανογραφικά κέντρα (αίθουσες υπολογιστών) για την εκπαίδευση των φοιτητών, web-based συστήματα για την ανάρτηση ανακοινώσεων/εκδηλώσεων, την καταχώρηση βαθμών, την εγγραφή στις σχολές, τις δηλώσεις μαθημάτων και βιβλίων, την εμφάνιση του προγράμματος των μαθημάτων και αιθουσών, την έκδοση φοιτητικής ταυτότητας, κλπ. Επίσης μια σειρά ηλεκτρονικών υπηρεσιών για διοικητικής-τεχνικής φύσης ζητήματα, όπως την καταχώρηση βλαβών, την έκδοση ψηφιακής υπογραφής που βοήθησε αρκετά εν μέσω πανδημίας, κλπ.  

Τα πανεπιστήμια ως ολοκληρωμένα οικοσυστήματα υψηλών ψηφιακών δυνατοτήτων

Όπως κάθε οικοσύστημα στη φύση είναι οργανωμένο, αυτόνομο και αυτοδιαχειριζόμενο, αποδίδοντας ρόλους στα μέλη του μέσω μιας συγκεκριμένης ιεραρχίας, οι οποίοι ρόλοι διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα και λειτουργία του, έτσι απεδείχθη ότι λειτούργησαν και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα εν μέσω κρίσης της πανδημίας. Τα πανεπιστήμια με επιταχυντή την πανδημία μετέβησαν σχετικά εύκολα σε μια κατάσταση ενός ολοκληρωμένου οικοσυστήματος υψηλών ψηφιακών δυνατοτήτων εξ’ αποστάσεως εκπαίδευσης, ικανότητα που δεν διέθεταν προ πανδημίας, η οποία εν τέλει διασφάλισε τη συνέχιση της λειτουργίας τους και την παροχή εκπαιδευτικού έργου. Αυτό συναρτάται με τις προϋπάρχουσες ψηφιακές δεξιότητες των μελών (φοιτητών-διδασκόντων-εργαζομένων) όσο και με την προϋπάρχουσα τεχνολογική υποδομή και εμπειρία, τα οποία συνδυαστικά αποτέλεσαν τη βάση των περαιτέρω προσαρμογών για την ανταπόκριση στην κρίση.  

Οι συνιστώσες που συνέβαλαν στη μετάβαση  προς ένα ολοκληρωμένο ψηφιακό οικοσύστημα φαίνεται να είναι:

Το ψηφιακά καταρτισμένο εκπαιδευτικό προσωπικό και η καλή σχέση των νέων φοιτητών με την τεχνολογία. Μια πανεπιστημιακή κοινότητα διαθέτει ένα σύνολο εργαζομένων υψηλών επιστημονικών επιδόσεων, στις πλείστες περιπτώσεις ψηφιακά εγγράμματων ή στην καλύτερη περίπτωση ψηφιακά άκρως εξειδικευμένων. Δηλαδή, ο σημαντικός αριθμός ψηφιακά καταρτισμένου προσωπικού μείωσε τις όποιες δυσκολίες εφαρμογής της τηλεκπαίδευσης εντός σύντομου χρόνου. Επίσης, οι φοιτητές, ως νέοι ενήλικοι διέθεταν μια πολύ καλή σχέση με την τεχνολογία, της οποίας ήταν ήδη χρήστες είτε στην προσωπική τους ζωή είτε/και στην πανεπιστημιακή. Δηλαδή, οι φοιτητές διέθεταν ένα υπόβαθρο ψηφιακών δεξιοτήτων το οποίο φαίνεται ότι συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στην αυτόνομη ανταπόκρισή τους στο νέο λογισμικό που κλήθηκαν να χρησιμοποιήσουν για δραστηριότητες όπως: (α) την παρακολούθηση της διδασκαλίας μέσω  τηλεκπαίδευσης/τηλεδιάσκεψης, (β) την συνεργασία με τους διδάσκοντες μέσω ηλεκτρονικών μέσων, (γ) τις εξετάσεις οι οποίες πραγματοποιήθηκαν εξ’ αποστάσεως, (δ) την παρουσίαση εργασιών ή διπλωματικών/μεταπτυχιακών εργασιών, (ε) την συμμετοχή τους σε δραστηριότητες των πανεπιστημίων, κλπ. Ζητήματα που αναδείχθηκαν ως κομβικά είναι η διαθεσιμότητα του κατάλληλου εξοπλισμού (υπολογιστή με κάμερα και μικρόφωνο ή εναλλακτικά στη χειρότερη περίπτωση συσκευής έξυπνου τηλεφώνου) στο σπίτι κάθε φοιτητή. Αν και είναι σίγουρο ότι δεν διέθεταν όλοι οι φοιτητές τον απαιτούμενο εξοπλισμό και σύνδεση στο διαδίκτυο, εντούτοις αυτό απεδείχθη ότι δεν ήταν «πρόβλημα» διότι σχεδόν όλοι ανταποκρίθηκαν. Δηλαδή, ένας ενήλικος, όπως είναι οι φοιτητές, έχει τα αντανακλαστικά για να βρει λύσεις ακόμα και σε δύσκολες καταστάσεις. Το ίδιο δεν είναι αυτονόητο για μικρότερης ηλικίας άτομα, όπου χρειάζεται να διασφαλιστούν τα αναγκαία μέσα πρόσβασης στο διαδίκτυο και ο απαραίτητος εξοπλισμός μέσω κρατικής ή ιδιωτικής παρέμβασης.  

Η προϋπάρχουσα “σιωπηρή” γνώση στην ακαδημαϊκή κοινότητα

Όπως σε κάθε κοινότητα, έτσι και στην πανεπιστημιακή κοινότητα σημαντικό ρόλο μάθησης διαδραματίζει η σιωπηρή, υπάρχουσα και διαμοιραζόμενη γνώση μεταξύ ανθρώπων που δρουν και εργάζονται μαζί, οι οποίοι συζητούν και ανταλλάσσουν ιδέες, προβληματισμούς, καινοτομίες, τεχνικές λύσεις, επιστημονικές προσεγγίσεις, κλπ. Δηλαδή, τα μέλη των πανεπιστημίων στην «καρδιά» της εκπαίδευσης, έχουν την ευκαιρία να συνομιλούν με άρτια καταρτισμένους επιστημονικά ή τεχνικά συναδέλφους τους και έτσι να αποκτούν γνώσεις, να βελτιώνουν τις δεξιότητες και ικανότητές τους σε ένα υψηλό επίπεδο χωρίς να χρειάζεται να «φοιτήσουν» σε κάποιο «σχολείο» του τυπικού εκπαιδευτικού συστήματος ή της μη τυπικής εκπαίδευσης. Έτσι, η ανεπίσημη μάθηση που επιτυγχάνεται με αυτό τον τρόπο σιωπηρά μέσα σε μια πανεπιστημιακή κοινότητα για άλλη μια φορά αξιοποιήθηκε μεταξύ συναδέλφων (εργαζομένων-φοιτητών) για την αντιμετώπιση των τεχνολογικών προκλήσεων. Σημαντικό ρόλο, επίσης, στην απόκτηση των νέων αναγκαίων ψηφιακών δεξιοτήτων διαδραμάτισε η συνήθης πρακτική των μελών για επιστημονική αναβάθμιση, η οποία οδηγεί σε μια συνεχή επιδίωξη αυτο-βελτίωσης, συνεχούς ενασχόλησης και συνεργασίας με άλλα άτομα.

Ο σύγχρονος τεχνολογικός εξοπλισμός και η κατάλληλη τεχνική υποστήριξη

 Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν τεχνολογική αυτονομία εντός των χωρών που λειτουργούν, όπως για παράδειγμα στη χώρα μας το αυτόνομο πανεπιστημιακό δίκτυο GUnet (Greek Universities network). Επίσης, τα ιδρύματα διαθέτουν σύγχρονες υποδομές υπολογιστών, δικτύων, τηλεφωνίας VoIP και λογισμικού, δηλαδή εξοπλισμό και λογισμικό που συνήθως κινείται στα άκρα της υπάρχουσας τεχνολογίας και γνώσης. Οι υποδομές αυτές υποστηρίζονται τοπικά από ομάδες απόλυτα εξειδικευμένων εργαζομένων, μηχανικών – ηλεκτρονικών - ηλεκτρολόγων ή πληροφορικών, ικανών να διαχειριστούν τόσο τα απλά όσο και τα εξειδικευμένα αιτήματα και ανάγκες των χρηστών μιας πανεπιστημιακής κοινότητας. Οι εργαζόμενοι στις διευθύνσεις αυτές, οι οποίοι είναι συχνά αρκετά άτομα, ουσιαστικά ανέλαβαν την εγκατάσταση, συμβουλευτική και υποστήριξη των μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας εν μέσω της πανδημίας σε άμεση συνεργασία με τις εκάστοτε διοικήσεις των ιδρυμάτων. Δηλαδή, οι περισσότεροι εντάχθηκαν μαζί με τις πρυτανικές αρχές στην ομάδα αντιμετώπισης της κρίσης σε συνεργασία με τους κοσμήτορες/προέδρους των σχολών.   

Η δημιουργία ομάδας ανταπόκρισης στις ανάγκες της εκπαίδευσης από απόσταση

 Οι διοικήσεις των ιδρυμάτων σε συνεργασία με τους εργαζομένους των Διευθύνσεων Τηλεπικοινωνιών, Δικτύων και Υπολογιστικής Υποδομής αλλά και εθελοντές εργαζομένους δημιούργησαν άμεσα ειδική ομάδα αντιμετώπισης της κρίσης και της τεχνολογικής πρόκλησης. Η δημιουργία της ομάδας από τεχνικούς, μηχανικούς και πληροφορικούς υψηλής εξειδίκευσης, κοινοποιήθηκε άμεσα στις ιστοσελίδες των ιδρυμάτων και στα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας μέσω email. Η ομάδα αυτή σε συνεργασία με τη διοίκηση των ιδρυμάτων ανέλαβε εντός ελαχίστων ημερών να προμηθευτεί και να εγκαταστήσει το απαραίτητο λογισμικό, να ετοιμάσει οδηγίες των πιο βασικών εργαλείων λογισμικού, να προσαρμόσει τις ιστοσελίδες των πανεπιστημίων προσθέτοντας τις αναγκαίες πληροφορίες και οδηγίες προκειμένου να συνεχιστεί η εκπαιδευτική διαδικασία καθώς και να αναβαθμίσει τον τεχνολογικό εξοπλισμό όπου αυτό απαιτείτο. Το έργο που ανέλαβε ήταν πρωτόγνωρο, ένας αγώνας δρόμου που έπρεπε να στεφθεί με επιτυχία. Βεβαίως, μετά την έναρξη των εξ’ αποστάσεως μαθημάτων προέκυψαν και άλλες ανάγκες και το έργο και η συμβολή της ομάδας αυτής αναδείχθηκε καθοριστική.

Η εξοικείωση με τη χρήση πλατφόρμας ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης

 Τα πανεπιστήμια διέθεταν και προ πανδημίας πλατφόρμες ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης για να μοιράζονται με τους φοιτητές εκπαιδευτικό υλικό, να ανταλλάσσουν μηνύματα, κλπ. Για παράδειγμα, τα Ελληνικά πανεπιστήμια διαθέτουν την πλατφόρμα ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης Open eClass. Εν μέσω πανδημίας η πλατφόρμα αναβαθμίστηκε και υποστήριξε με απόλυτη επιτυχία, πχ.  τις εξετάσεις με προσθήκη αρκετών επιλογών. Το Open eClass είναι ένα ολοκληρωμένο Σύστημα Διαχείρισης Ηλεκτρονικών Μαθημάτων που βασίζεται στη φιλοσοφία του λογισμικού ανοικτού κώδικα, υποστηρίζεται ενεργά από το Ακαδημαϊκό Δίκτυο GUnet στην Ελλάδα και διανέμεται ελεύθερα στα πανεπιστήμια και στα σχολεία της Β’ βάθμιας εκπαίδευσης.

Η διοικητική αυτονομία των ιδρυμάτων

 Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα είναι  αυτόνομα σε όλες σχεδόν τις χώρες, είτε χρηματοδοτούνται από το κράτος είτε όχι, με συνέπεια η ευθύνη λειτουργίας τους να είναι έργο των εκάστοτε διοικήσεων. Η αυτονομία αυτή, εκτός από την ευελιξία που δημιουργεί, μεταφέρει  την ευθύνη σε συγκεκριμένα πρόσωπα που θέτουν συγκεκριμένους ποσοτικούς και ποιοτικούς στόχους μέσω προσωπικών ή συλλογικών αποφάσεων. Αυτό αποτελεί μια σημαντική ειδοποιό διαφορά των πανεπιστημίων έναντι των σχολείων διεθνώς, όπου οι στόχοι τίθενται κεντρικά από το εκάστοτε υπουργείο. Στην περίπτωση της πανδημίας οι ποσοτικοί στόχοι που τέθηκαν από τις διοικήσεις των πανεπιστημίων ήταν η άμεση μετάπτωση της δια ζώσης εκπαίδευσης σε εξ’ αποστάσεως (πχ. εντός μιας εβδομάδας ή εντός 10 ημερών). Επιπλέον, οι διοικήσεις που λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους σε διοικητικά όργανα, επιτροπές, και γενικότερα στην πανεπιστημιακή κοινότητα ήταν ευνόητο ότι θα αναλάμβαναν άμεσα δράση έτσι ώστε να μην χαθεί χρόνος (ή να χαθεί ο ελάχιστος χρόνος) από το προγραμματισμένο εκπαιδευτικό έργο που θα έθιγε το ίδιο το ίδρυμα και τη φήμη του. Ταυτόχρονα, η διοικητική αυτονομία των ιδρυμάτων έδωσε τη δυνατότητα στις πρυτανικές αρχές να δρομολογήσουν την άμεση προμήθεια του αναγκαίου λογισμικού ή εξοπλισμού που χρειαζότανε στην παρούσα περίσταση, χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες (ή με τις λιγότερες δυνατές), με ιδίους πόρους των πανεπιστημίων ή μέσω (έκτακτων) κρατικών ενισχύσεων.