Υγεία
Τετάρτη, 11 Νοεμβρίου 2020 19:16

ΠΟΥ: Μη αξιόπιστα τα αποτελέσματα των rapid test σε αεροδρόμια και σύνορα

Στις ανακοινώσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ο οποίος θεωρεί αναξιόπιστα τα rapid test που γίνονται στα αεροδρόμια και τα σύνορα μίας χώρας αναφέρθηκε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μικροβιολογίας στο Κέντρο Αναφοράς SARS-CoV2 της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Γεωργία Γκιούλα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της με θέμα «Γενικά χαρακτηριστικά του ιού SARS-Cov2 και η επιδημιολογία της νόσου που προκαλεί» στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής που διοργάνωσε διαδικτυακά στις 7 και 8 Νοεμβρίου ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.

Της Ανθής Αγγελοπούλου

Στις ανακοινώσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ο οποίος θεωρεί αναξιόπιστα τα rapid test που γίνονται στα αεροδρόμια και τα σύνορα μίας χώρας αναφέρθηκε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μικροβιολογίας στο Κέντρο Αναφοράς SARS-CoV2 της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Γεωργία Γκιούλα, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της με θέμα «Γενικά χαρακτηριστικά του ιού SARS-Cov2 και η επιδημιολογία της νόσου που προκαλεί» στο 6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής που διοργάνωσε διαδικτυακά στις 7 και 8 Νοεμβρίου ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.

Όπως είπε, ο ΠΟΥ συνιστά τη μη χρήση των τεστ αντιγόνου, γνωστών και ως rapid tests, για τον έλεγχο των ταξιδιωτών στα αεροδρόμια ή τα σύνορα για λοίμωξη COVID-19 και ο λόγος είναι, ότι τα άτομα αυτά προέρχονται από χώρες με διαφορετικό επιπολασμό της νόσου, άρα δεν μπορούμε να έχουμε αξιόπιστα αποτελέσματα με τη χρήση των συγκεκριμένων τεστ.

«Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ., τα τεστ αντιγόνου δεν πρέπει να εφαρμόζονται για τον έλεγχο σε αεροδρόμια ή σύνορα, κάτι το οποίο μπορεί να φαίνεται περίεργο. Η αλήθεια είναι ότι όλο το καλοκαίρι δεχόμασταν χιλιάδες δείγματα τόσο από τα σύνορα του Προμαχώνα όσο και από τα αεροδρόμια προκειμένου να ελέγξουμε αυτούς τους τουρίστες με την κλασική μοριακή μέθοδο PCR. Ο λόγος που ο Π.Ο.Υ. δεν θεωρεί αξιόπιστα τα τεστ αντιγόνου είναι γιατί ακριβώς τα άτομα αυτά προέρχονται από χώρες με διαφορετικό επιπολασμό της νόσου, άρα δεν μπορούμε να έχουμε αξιόπιστα αποτελέσματα με τη χρήση αυτών των τεστ στις συγκεκριμένες περιπτώσεις», εξήγησε η κ. Γκιούλα και πρόσθεσε «και κάτι πολύ σημαντικό: τα αποτελέσματα εξαρτώνται απόλυτα από το CT, δηλαδή από το όριο ανίχνευσης του ιού. Όταν έχουμε ένα όριο ανίχνευσης πάνω από τους 30 κύκλους, κάτι που το έχουμε σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό θετικών ατόμων, υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να έχουμε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα».

Επιπλέον ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επισημαίνει ότι τα τεστ αντιγόνου δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε άτομα χωρίς συμπτώματα, εκτός αν υπάρχει ιστορικό επαφής, σε χαμηλή επίπτωση της νόσου, διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι αξιόπιστα, καθώς και για screening πριν την αιμοδοσία. Επίσης δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται όταν δεν υπάρχουν τα απαραίτητα επίπεδα βιοασφάλειας, διότι από διάφορες μελέτες έχει παρατηρηθεί μετάδοση του ιού από τη μη σωστή χρήση των τεστ αντιγόνου.

Πότε πρέπει να εφαρμόζονται

Σύμφωνα με την κ. Γκιούλα, τα τεστ αντιγόνου δίνουν αποτέλεσμα σε μικρότερο χρονικό διάστημα, έχουν υψηλή ακρίβεια επί θετικού αποτελέσματος, έχουν χαμηλότερη ευαισθησία σε σύγκριση με τη μοριακή μέθοδο PCR και καλύτερα αποτελέσματα στα αρχικά στάδια της νόσου. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας δεν συνιστώνται για αποκλεισμό οξείας λοίμωξης και ένα αρνητικό αποτέλεσμά τους, δυστυχώς πρέπει να επιβεβαιώνεται.

Ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις όπου τα τεστ αντιγόνου πρέπει να εφαρμόζονται. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), οι περιπτώσεις αυτές είναι οι εξής:

-καταρχήν διαγνωστικά όταν έχουμε λοίμωξη με συμπτώματα συμβατά με COVID-19 ή όταν έχουμε γνωστή επαφή με ένα γνωστό θετικό και ένα επιβεβαιωμένο ή ύποπτο περιστατικό

-όσον αφορά το screening, θα πρέπει να γίνεται σε ασυμπτωματικά εκτεθειμένα άτομα για την πρόληψη της διασποράς μέσω αναγνώρισης των μεταδοτικών ασθενών και βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις για την επιτήρηση της νόσου και για την παρακολούθηση του επιπολασμού.

-όταν οι μοριακές τεχνικές δεν είναι διαθέσιμες ή όταν η καθυστερημένη διάγνωση  αποκλείει την κλινική χρησιμότητά τους.