Ο τραπεζικός τομέας διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας οικονομίας. Αποτελεί την κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αξιοποίηση των κεφαλαιακών πόρων, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη παραγωγικότητα της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, οι συνθήκες που διέπουν τα χαρακτηριστικά μιας υγιούς οικονομίας εξαρτώνται από το πόσο υγιής είναι ο τραπεζικός τομέας.
Επιμέλεια παρουσίασης: Χρήστος Φλώρος
Η ανάλυση του παραπάνω θέματος αφορά το βιβλίο των Καθηγητών:
Κυριακή Κοσμίδου (ΑΠΘ, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών),
Χρήστου Λεμονάκη (ΕΛΜΕΠΑ, Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης & Τεχνολογίας),
Κωνσταντίνου Ζοπουνίδη (Πολυτεχνείο Κρήτης, Σχολή Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης, Audencia Business School, France)
με θέμα: Σύγχρονες Μέθοδοι Διαχείρισης Τραπεζικών Κινδύνων- Πιστωτικός & Λειτουργικός Έλεγχος (Εκδόσεις Broken Hill, 2020).
Ο τραπεζικός τομέας διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας οικονομίας. Αποτελεί την κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αξιοποίηση των κεφαλαιακών πόρων, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη παραγωγικότητα της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, οι συνθήκες που διέπουν τα χαρακτηριστικά μιας υγιούς οικονομίας εξαρτώνται από το πόσο υγιής είναι ο τραπεζικός τομέας.
Τα τραπεζικά ιδρύματα προσδίδουν στις μέρες μας ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαχείριση της έκθεσής τους στους διάφορους τραπεζικούς κινδύνους, ώστε να τους αντιμετωπίζουν επιτυχώς. Στη βάση αυτή κινείται ένα νέο αξιόλογο σύγγραμμα με τίτλο: Σύγχρονες μέθοδοι διαχείρισης τραπεζικών κινδύνων-Πιστωτικός και Λειτουργικός Κίνδυνος, που επιμελούνται οι Καθηγητές: Κοσμίδου Κυριακή (Καθηγήτρια Χρηματοοικονομικής-Τραπεζικής, Τμ. Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης), Ζοπουνίδης Κωνσταντίνος (Καθηγητής, Διακεκριμένος Ακαδημαϊκός με αντικείμενο την Χρηματοοικονομική Διοίκηση, Τμ. Μηχανικών Παραγωγής & Διοίκησης του Πολυτεχνείου Κρήτης και Distinguished Research Professor, Audencia Business School, France) και Λεμονάκης Χρήστος (Επίκ. Καθηγητή, με αντικείμενο στη Διοίκηση Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, Τμ. Διοικητικής Επιστήμης & Τεχνολογίας του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου).
Το σύγγραμμα παρουσιάζει πολύ πετυχημένα δυο βασικά μέρη ανάλυσης, το πρώτο που αφορά στην ανάλυση και διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου και το δεύτερο που αναφέρεται στον προσδιορισμό και τα χαρακτηριστικά του λειτουργικού κινδύνου Τραπεζών.
Το βιβλίο απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό: χρηματοοικονομικούς αναλυτές, τραπεζικά στελέχη, στελέχη χρηματιστηριακών εταιρειών, προπτυχιακούς/μεταπτυχιακούς φοιτητές και ερευνητές που ασχολούνται με τη διαχείριση κινδύνων, και γενικά όσους διαχειρίζονται δανειακά χαρτοφυλάκια τραπεζών. Η σύγχρονη δομή του και τα παραδείγματα θα βοηθήσουν στην πλήρη κατανόηση ενός επίκαιρου θέματος που αφορά την αποτελεσματική διαχείριση τραπεζικών κινδύνων.
Ας ανατρέξουμε συνοπτικά, ωστόσο, στις ενότητες που ενυπάρχουν στο βιβλίο που παρουσιάζεται, αναδεικνύοντας τα επιμέρους χαρακτηριστικά και τις κατευθύνσεις που δίδονται σε αυτό. Στο πρώτο μέρος προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η βασική του λειτουργία που είναι η μεταφορά οικονομικών πόρων από τις πλεονασματικές οικονομικές μονάδες στις ελλειμματικές και συνίσταται στη μετατροπή χρηματικών μέσων σε δανειακό κεφάλαιο. Στο χρηματοπιστωτικό σύστημα παρέχεται σήμερα η δυνατότητα διασποράς του αναλαμβανόμενου κινδύνου με χρήση σύγχρονων, επαρκών και αποτελεσματικών εργαλείων μείωσής του. Οι ενότητες που ενυπάρχουν σε αυτό το μέρος παραθέτουν στοιχεία και προχωρούν σε ανάλυση της διαχείρισης του κινδύνου αυτού που αποτελεί κύριο μέλημα των διοικήσεων των τραπεζικών ιδρυμάτων, επηρεάζοντας άμεσα και την κερδοφορία τους. Γίνεται παρουσίαση των σύγχρονων τεχνικών αποτίμησής του με αποσαφήνιση των χαρακτηριστικών από τα οποία εξαρτάται και επηρεάζεται άμεσα. Η παρουσίαση του θέματος καλύπτει τις θεωρητικές πτυχές των προτεινόμενων μεθοδολογιών όπως μεταξύ άλλων: η βαθμολόγηση των με χρήση παραμετρικών και μη παραμετρικών μεθόδων. Ο αναγνώστης συνεχίζει την ανάγνωση του βιβλίου με την ανάλυση συστημάτων πιστωτικού κινδύνου που ταξινομούν ή/και κατατάσσουν τους πιστούχους σε συγκεκριμένες κατηγορίες, σύμφωνα και με το βαθμό του πιστωτικού κινδύνου που τους χαρακτηρίζει. Διενεργούνται επίσης αναφορές σε μοντέλα πιστοληπτικής διαβάθμισης δανειοληπτών (credit scoring), που χρησιμοποιούν δεδομένα από χαρακτηριστικά των δανειοληπτών για να μετρήσουν την πιθανότητα αθέτησης υποχρέωσης, είτε να ταξινομήσουν τους δανειολήπτες σε διαφορετικές κατηγορίες πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Προχωρώντας στο δεύτερο μέρος, ο αναγνώστης πληροφορείται για τον λειτουργικό κίνδυνο τραπεζών και την αυξανόμενη σημασία και τη σπουδαιότητα της διαχείρισής του, σύμφωνα και με τις διατάξεις των συμφώνων της Βασιλείας Ι,ΙΙ και ΙΙΙ.
Ειδικότερα προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά του κινδύνου αυτού, ενώ παρουσιάζονται και οι διάφοροι τύποι του που εντοπίζονται σε κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα ενός πιστωτικού οργανισμού. Αναλύονται οι μέθοδοι υπολογισμού των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων που απαιτούνται για την κάλυψή του υπό το πρίσμα της Βασιλείας ΙΙ, καθώς και οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για την εφαρμογή της κάθε μεθόδου. Ακόμη, εξετάζονται στατιστικά μοντέλα και μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για τη μέτρησή του, ενώ ακολούθως πραγματοποιείται και εκτενής αναφορά σε θέματα απάτης και πρόκλησής της, στο πλαίσιο λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Τέλος, σημαντική είναι η αναφορά που διενεργείται σε σχέση με τη λειτουργία των πληροφοριακών συστημάτων των τραπεζών και τη σχέση τους με τα συμβάντα λειτουργικού κινδύνου. Στη βάση αυτή, διενεργείται ανάλυση των στοιχείων που απαρτίζουν τα λάθη, τις αποτυχίες και τις απώλειες των συστημάτων στο πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζών.
Κλείνοντας το βιβλίο, οι συγγραφείς προχωρούν σε μια κριτική αξιολόγηση με τις κυριότερες προϋποθέσεις για τη μεγιστοποίηση των ωφελειών των τραπεζικών ιδρυμάτων, από την υιοθέτηση του πλαισίου της Βασιλείας II και ΙΙΙ, έως και τα θέματα προβληματισμού σχετικά με το εποπτικό πλαίσιο.