Αφιερώματα
Τρίτη, 27 Οκτωβρίου 2020 10:35

Eπιτροπή Πισσαρίδη: Το νέο επικουρικό και οι συντάξεις του μέλλοντος

Νέο τοπίο έρχεται στο ασφαλιστικό το 2021, καθώς η κυβέρνηση προωθεί το σύστημα του «ατομικού κουμπαρά», δηλαδή την πλήρη κεφαλαιοποίηση, στον κλάδο της επικουρικής ασφάλισης. Οι αλλαγές αναμένεται να είναι σαρωτικές και να θεμελιώσουν μια νέα πραγματικότητα στην ασφάλιση με οδηγό το σκανδιναβικό μοντέλο.

Νέο τοπίο έρχεται στο ασφαλιστικό το 2021, καθώς η κυβέρνηση προωθεί το σύστημα του «ατομικού κουμπαρά», δηλαδή την πλήρη κεφαλαιοποίηση, στον κλάδο της επικουρικής ασφάλισης. Οι αλλαγές αναμένεται να είναι σαρωτικές και να θεμελιώσουν μια νέα πραγματικότητα στην ασφάλιση με οδηγό το σκανδιναβικό μοντέλο. Η μεγάλη μεταρρύθμιση θα πρέπει να αναμένεται στα τέλη του 2020 ή το πρώτο εξάμηνο του 2021, ενώ πριν ψηφιστεί και τεθεί σε εφαρμογή θα προηγηθεί ευρύς διάλογος με όλους τους εμπλεκόμενους κοινωνικούς φορείς.  

Σύμφωνα με τις αλλαγές που προωθούνται, το νέο πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα αφορά καταρχήν υποχρεωτικά όλους τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας. Όλοι όσοι εργαστούν και ασφαλιστούν για πρώτη φορά μετά την ψήφιση του επίμαχου νόμου ή μετά από μια «ημερομηνία ορόσημο» θα εντάσσονται υποχρεωτικά στο νέο σύστημα. Το ύψος των εισφορών αναμένεται να παραμείνει στα ίδια επίπεδα, δηλαδή στο 6% (6,5% σήμερα και 6% από τον Ιούνιο του 2022).  

Ταυτόχρονα όμως θα δοθεί η δυνατότητα και σε σημερινούς νέους εργαζόμενους να ενταχθούν προαιρετικά. Σκέψεις υπάρχουν για ηλικιακά κριτήρια, που θα διασφαλίζουν πως ο σημερινός ασφαλισμένος που μεταπηδά από το ένα σύστημα στο άλλο -από το σημερινό σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης στο νέο πλήρως κεφαλαιοποιητικό- θα έχει μπροστά του ικανό χρονικό διάστημα καριέρας για να δημιουργήσει τον ατομικό του λογαριασμό και να χτίσει στον κουμπαρά του το κεφάλαιο που απαιτείται για μια ικανοποιητική σύνταξη. Σύμφωνα με το επικρατέστερο σενάριο, σημερινοί εργαζόμενοι ηλικίας έως 35 ετών θα μπορούν να ενταχθούν, εφόσον το επιθυμούν, δηλαδή σε εθελοντική βάση. Πρόσβαση σε εθελοντική βάση αναμένεται να δοθεί και σε ασφαλισμένους που σήμερα δεν έχουν επικουρική, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τους ελεύθερους επαγγελματίες του πρ. ΟΑΕΕ και τους αγρότες του πρ. ΟΓΑ.

Βασικό στοιχείο της μεταρρύθμισης, που προτείνει και η επιτροπή Πισσαρίδη, είναι το εξής: οι εισφορές που θα καταβάλλουν οι εργαζόμενοι στο νέο επικουρικό δεν θα χρησιμοποιούνται για τις συντάξεις των σημερινών συνταξιούχων, αλλά θα κεφαλαιοποιούνται στον ατομικό τους «κουμπαρά», ώστε να πληρωθούν οι δικές τους συντάξεις στο μέλλον. Το ύψος της νέας επικουρικής, που θα πληρωθεί για πρώτη φορά πιθανότατα σε βάθος 30ετίας από την ψήφιση του νόμου, δεν θα εξαρτάται αποκλειστικά από τα έτη ασφάλισης του εργαζόμενου και τις συντάξιμες αποδοχές του όπως συμβαίνει σήμερα- αλλά θα εξαρτάται και από την απόδοση του χαρτοφυλακίου του ατομικού λογαριασμού.

Ο ασφαλισμένος θα μπορεί να επιλέγει μεταξύ επενδυτικής στρατηγικής χαμηλού, μεσαίου και υψηλού ρίσκου, ενώ θα μπορεί να αλλάζει τη βαθμίδα του χαρτοφυλακίου του, πιθανότατα κάθε τρία χρόνια. Το προφίλ του χαρτοφυλακίου και η βαθμίδα κινδύνου θα σχετίζεται και με την ηλικία του ασφαλισμένου, στη λογική πως το υψηλότερο ρίσκο πρέπει να αφορά κατά βάση τους νεότερους, ενώ το χαμηλότερο τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Κι αυτό καθώς οι νεότεροι έχουν μπροστά τους ικανό χρόνο καριέρας ώστε να αναπληρώσουν ενδεχόμενες απώλειες από μια επενδυτική στρατηγική υψηλού ρίσκου. Αντίθετα, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, κυρίως όσοι είναι κοντά στη σύνταξη και θα έχουν λίγο ή πολύ διαμορφώσει τον όγκο του κουμπαρά τους, έχουν περισσότερο ανάγκη από μια συμβατική στρατηγική με χαμηλή βαθμίδα κινδύνου, ώστε να φτάσουν με ασφάλεια στη στιγμή της συνταξιοδότησης. Αξίζει να σημειωθεί πως η απουσία επιλογής επενδυτικού προϊόντος θα κατατάσσει αυτομάτως τον ασφαλισμένο στο πακέτο του μεσαίου επενδυτικού ρίσκου. Το μεσαίο επενδυτικό ρίσκο θα είναι και το by default πακέτο επενδυτικής στρατηγικής.

Οι βασικές παράμετροι της λειτουργίας του νέου συστήματος επικουρικής ασφάλισης αναμένεται να περιληφθούν σε νομοσχέδιο που θα προωθηθεί στη Βουλή προς το τέλος του χρόνου ή στις αρχές του επόμενου. Εν συνεχεία θα ανοίξει ευρύς κοινωνικός διάλογος με φορείς και κοινωνικούς εταίρους. Στόχος είναι το νέο Ταμείο να αρχίσει να λειτουργεί εντός του 2021 ή την 1/1/2022. Το νέο επικουρικό θα εξασφαλίζει επίσης συντάξεις χηρείας και αναπηρίας.

Η κεντρική ευθύνη για τη διαχείριση των χαρτοφυλακίων αναμένεται να περάσει σε πρώτη φάση στην ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών και στην Εταιρεία Διαχείρισης Επενδυτικών Κεφαλαίων Ταμείων Ασφάλισης (ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ). Στην επενδυτική στρατηγική των χαρτοφυλακίων θα εμπλακεί και ο ιδιωτικός τομέας. Ιδιωτικοί φορείς, όπως τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και οργανισμοί κ.λπ., οι οποίοι θα έχουν πιστοποιηθεί με αυστηρές προδιαγραφές βάσει του νόμου, θα μπορούν να διαχειρίζονται χαρτοφυλάκια ασφαλισμένων, πιθανότατα μετά από κάποιου είδους ανάθεση από την ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών και την ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ. Στον πυρήνα της σκέψης του νομοθέτη είναι μια αρχιτεκτονική επενδυτικής διαχείρισης η οποία θα αποκλείει την άμεση και απευθείας επαφή των ασφαλισμένων με τους ιδιωτικούς φορείς - εταιρείες, που θα διαχειρίζονται τα χαρτοφυλάκια των συσσωρευμένων εισφορών. Στόχος είναι ανάμεσα στον ασφαλισμένο και την εταιρεία του ιδιωτικού τομέα που θα αναλαμβάνει να υλοποιήσει την επενδυτική στρατηγική, να μεσολαβεί ένας δημόσιος οργανισμός -όπως η ΑΕΔΑΚ και η ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ- ο οποίος θα διασφαλίζει τον κεντρικό έλεγχο του συστήματος και τη διαφάνεια στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων.

Η ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών συστάθηκε το 2000 με σκοπό κατά το καταστατικό της «την ενεργητική διαχείριση των Αποθεματικών των Ασφαλιστικών Οργανισμών». Οι πρώην Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης και πλέον ο e-ΕΦΚΑ ελέγχουν το 80% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΔΑΚ, η οποία διαχειρίζεται έως τώρα δύο Α.Κ., ένα Ευρωπαϊκών Ομολόγων και ένα Μικτό Εσωτερικού τα οποία συνεστήθησαν το 2002 και 2003 αντίστοιχα. Η ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ ιδρύθηκε το 2000 με αρχικό μετοχικό κεφάλαιο 1 δισ. δραχμές και σκοπό τη διαχείριση του «Ειδικού Κεφαλαίου» για λογαριασμό του Ταμείου Ασφάλισης Προσωπικού ΟΤΕ (ΤΑΠ-ΟΤΕ). Το 2001 έλαβε άδεια λειτουργίας ως εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ενώ τον Μάρτιο του 2002 τα χαρτοφυλάκια παραδόθηκαν πλήρως προς διαχείριση. Το 2003 τροποποιήθηκε το καταστατικό της εταιρείας προκειμένου να επιτρέψει στην Εταιρεία να παρέχει υπηρεσίες και σε άλλα συνταξιοδοτικά ταμεία. Το 2008 το «Ειδικό Κεφάλαιο», έπειτα από την ένταξη του κλάδου σύνταξης του ΤΑΠ-ΟΤΕ στο ΙΚΑΕΤΑΜ, μεταφέρθηκε στο ΙΚΑ. Η ΕΔΕΚΤ ΑΕΠΕΥ εξακολουθεί να διαχειρίζεται το Ειδικό Κεφάλαιο. 

Το σχέδιο για πλήρη κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, που έμεινε τους προηγούμενους μήνες στα χαρτιά, αν και είχε προχωρήσει στην επεξεργασία του, επανήλθε στο προσκήνιο μέσω του προσχεδίου της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, στο οποίο γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στη ραγδαία επιδείνωση των δημογραφικών δεικτών και στην πίεση που ασκεί το συγκεκριμένο πρόβλημα στο ασφαλιστικό. Σύμφωνα με τους «σοφούς» της έκθεσης Πισσαρίδη, η μεταρρύθμιση της επικουρικής πρέπει να προχωρήσει «τάχιστα και με ευρύ πεδίο εφαρμογής». 

Η έκθεση Πισσαρίδη

Οι παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια -αναφέρουν οι συντάκτες της ενδιάμεσης έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ελληνική οικονομία- βελτίωσαν σημαντικά τους δείκτες μακροχρόνιας βιωσιμότητάς του. Ωστόσο παραμένουν προβλήματα στη δομή του, με υψηλό βαθμό επιβάρυνσης της εργασίας και περιορισμένο βαθμό ανταποδοτικότητας και δυνατότητας κεφαλαιοποίησης. Πέρα από τη συνεχιζόμενη πίεση που ασκείται στα δημόσια οικονομικά σε συνδυασμό με τις επιδεινούμενες δημογραφικές τάσεις, η σημερινή δομή του ασφαλιστικού θέτει -κατά τους σοφούς της Επιτροπής Πισσαρίδη- σημαντικά αντικίνητρα στην εργασία, την αποταμίευση και τις επενδύσεις. «Μέσα από κατάλληλες παραμετρικές και δομικές παρεμβάσεις, το ασφαλιστικό σύστημα θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης στο νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα», επισημαίνουν οι επιστήμονες που συμμετέχουν στην Επιτροπή για το Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία. Να σημειωθεί πως στη συγγραφή τμημάτων της Έκθεσης συμμετείχε -χωρίς όμως απαραίτητα να φέρει ευθύνη για το σύνολό της- και ο νυν υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνος Τσακλόγου, ο οποίος έχει επιφορτιστεί με το δύσκολο εγχείρημα της μετάβασης στην πλήρη κεφαλαιοποίηση.

Σύμφωνα πάντα με την ενδιάμεση έκθεση Πισσαρίδη, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα παραμένει ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό του ΑΕΠ (16,5% έναντι 13,2% κατά μ.ό. στην Ευρωζώνη), με τη χώρα να βρίσκεται στην υψηλότερη θέση στην Ευρωζώνη, παρά τις διαδοχικές περικοπές και αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα από το 2010. Επιβαρυντικά για τα δημόσια οικονομικά δρα το υψηλό ποσοστό κρατικής επιχορήγησης για την κάλυψη συντάξεων σε ύψος 10,1% του ΑΕΠ το 2018, έναντι 3,1% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. Σε συνδυασμό με την υψηλή μισθολογική δαπάνη της γενικής κυβέρνησης (11,7% έναντι 9,9% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη), το ελληνικό Δημόσιο καταλήγει να δαπανά το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ (28,4%) σε μισθούς και συντάξεις στην Ευρωζώνη (έναντι 23,1% κατά μέσο όρο). Ως αποτέλεσμα της άνισης κατανομής των δαπανών, κρίσιμοι τομείς όπως η παιδεία, η υγεία και οι δημόσιες επενδύσεις υποχρηματοδοτούνται. Στο πλαίσιο αυτό, πολιτικές προσαρμογής που υιοθετήθηκαν τα περασμένα έτη στοχεύουν στη σταδιακή αποκλιμάκωση των συνταξιοδοτικών παροχών ως ποσοστού του ΑΕΠ, και στη μείωση της επιχορήγησης από τον κρατικό προϋπολογισμό ως ποσοστό των συνολικών δαπανών του. Είναι σημαντικό, κατά την ερχόμενη δεκαετία, να μην εκτροχιαστεί η χώρα από την πορεία αυτή, έτσι ώστε η συνταξιοδοτική και μισθολογική δαπάνη του Δημοσίου ως ποσοστό του ΑΕΠ να μειωθεί σταδιακά, συγκλίνοντας προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και κλείνοντας μερικώς την ψαλίδα. Ένα τέτοιο ρίσκο προέρχεται από την κρίση της πανδημίας και την επίπτωσή της στην πορεία του ΑΕΠ.

Η αναμενόμενη ραγδαία δημογραφική γήρανση θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του δείκτη εξάρτησης συνταξιούχων σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό επιβαρύνοντας δυσανάλογα τις επόμενες γενεές αλλά και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Όπως επισημαίνουν οι επιστήμονες της επιτροπής Πισσαρίδη, για να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης πρέπει να ενισχυθούν οι κεφαλαιοποιητικοί πυλώνες ώστε να επιμεριστεί το βάρος της χρηματοδότησης των συντάξεων και ένα μέρος της να καλυφθεί από συσσωρευμένη αποταμίευση. Οι κεφαλαιοποιητικοί πυλώνες είναι επιθυμητό να δρουν συμπληρωματικά με τον κύριο, έχοντας ένα δευτερεύοντα αλλά κρίσιμο ρόλο. Τα κύρια οφέλη από αυτή τη μετάβαση σε ένα σύγχρονο σύστημα, που θα έφερνε την Ελλάδα πλησιέστερα στον μέσο όρο των συστημάτων της Ευρώπης, αφορούν κυρίως ενίσχυση των κινήτρων για περισσότερη και επίσημη εργασία όσο και για αποταμίευση των νοικοκυριών, με άμεσα αναπτυξιακά οφέλη για την οικονομία. Τα νοικοκυριά θα έχουν ισχυρότερα κίνητρα προσφοράς εργασίας, στον τυπικό τομέα της οικονομίας, όταν θα έχουν σε μεγάλο βαθμό έλεγχο των αποταμιεύσεών τους και όταν με υψηλότερες εισφορές κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου θα μπορούν να αναμένουν μεγαλύτερη σύνταξη. Τα οφέλη -κατά τους υποστηρικτές του νέου μοντέλουαφορούν επίσης τη μεγαλύτερη διασπορά ρίσκου και άρα διαχρονικά μεγαλύτερη ασφάλεια για τις συντάξεις. Σήμερα, μόνο περίπου το 5% των πληρωμών ασφαλισμένων για συντάξιμες εισφορές είναι κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα. Αντίστοιχα, το σύνολο του ενεργητικού των κεφαλαιοποιητικών προγραμμάτων σύνταξης είναι κοντά στο 1% του ΑΕΠ, σε αντιδιαστολή με 50% για τον μέσο όρο των μελών του ΟΟΣΑ. Επίσης, το σημερινό ύψος των υποχρεωτικών εισφορών για κύρια και επικουρική σύνταξη στον δημόσιο διανεμητικό πυλώνα (26,5%) είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη και 8 π.μ. υψηλότερο από τον μ.ό. των μελών του ΟΟΣΑ. Η σταδιακή μετατροπή μέρους των εισφορών αυτών σε εισφορές κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα θα έχει ευεργετική επίδραση -πάντα κατά την ενδιάμεση έκθεση- στις εγχώριες αποταμιεύσεις και επενδύσεις, όπως παρατηρείται σε χώρες με πιο ισορροπημένα συνταξιοδοτικά συστήματα.

Δεδομένης της υφιστάμενης δομής του ασφαλιστικού συστήματος, ο βέλτιστος τρόπος συμπλήρωσης του κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα -καταλήγουν οι επιστήμονες της Επιτροπής Πισσαρίδη- είναι ο μετασχηματισμός της επικουρικής σύνταξης (σήμερα νοητής κεφαλαιοποίησης) σε νέα επικουρική που θα λειτουργεί πλήρως κεφαλαιοποιητικά. Δεδομένης της καθυστέρησης της ανάπτυξης του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στη χώρα, η μεταρρύθμιση της επικουρικής πρέπει να προχωρήσει τάχιστα και με ευρύ πεδίο εφαρμογής (ενδεικτικά, για όλους τους νέους εργαζόμενους και εθελοντικά για όσους παλαιότερους ασφαλισμένους το επιλέξουν). Η εισαγωγή του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα αποτελεί πράξη διαγενεακής αλληλεγγύης και συντείνει στη διασφάλιση της βιωσιμότητας της οικονομίας στο απώτερο μέλλον. Συμπληρωματικά προς την παραπάνω κατεύθυνση, είναι ιδιαίτερα σημαντική η θέσπιση αποτελεσματικού και αυστηρού κανονιστικού πλαισίου για τα ασφαλιστικά ταμεία στον δεύτερο και τρίτο πυλώνα κατά τα πρότυπα πολλών χωρών της Ε.Ε., όπως και η λειτουργία ενός δημόσιου ασφαλιστικού ταμείου στον δεύτερο πυλώνα, με κεφαλαιοποίηση. Υπολογίζεται ότι μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση σε συνδυασμό με στοχευμένα φορολογικά κίνητρα για τοποθετήσεις στην εγχώρια κεφαλαιαγορά, με βάση καλών πρακτικών της Ε.Ε., δημιουργεί νέα αποθεματικά προς επένδυση ύψους έως και 99 δισ. ευρώ σε 40 χρόνια. Η ενίσχυση της αποταμίευσης και των επενδύσεων με αυτό τον τρόπο εκτιμάται ότι οδηγεί σε υψηλότερο πραγματικό ΑΕΠ κατά 6,9 δισ. ευρώ και 81 χιλιάδες περισσότερες θέσεις εργασίας (ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης) κατά μέσο όρο ετησίως για τα επόμενα 40 χρόνια. Συνολικά, δεν επαρκούν οριακές παραμετρικές αλλαγές στο σημερινό ασφαλιστικό σύστημα. Συνιστάται ο εκσυγχρονισμός του συστήματος, ώστε η χρηματοδότησή του να μπει σε σταθερή μακροπρόθεσμη βάση, να μη δημιουργούνται αντικίνητρα στην εργασία και να αυξηθεί η ανταποδοτικότητα του συστήματος, συγχρόνως με μία ισχυρή ασφαλιστική βάση που να προστατεύει τους αδυνάμους.

Συμπερασματικά, οι υποστηρικτές του νέου συστήματος θεωρούν πως:

  • θα αντιμετωπίσει το μείζον πρόβλημα της δημογραφικής γήρανσης που απειλεί τα ασφαλιστικά συστήματα όλης της Ευρώπης. Σύμφωνα με μελέτες, υπό τις σημερινές δημογραφικές συνθήκες το 2070 το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 3,201 εκατ. άτομα από 4,656 εκατ. άτομα που ήταν τον Μάρτιο του 2020, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων θα διαμορφωθεί στα 2,820 εκατ. συνταξιούχους από 2,494 εκατ. συνταξιούχους που ήταν τον Μάιο του 2020. Με λίγα λόγια, εκτιμάται ότι το 2070 το εργατικό δυναμικό θα μειωθεί σε σχέση με το 2020 κατά 31%, ενώ οι συνταξιούχοι θα αυξηθούν κατά 13% σε σχέση με το 2020.  
  • θα δημιουργήσει σημαντικές αποταμιεύσεις, η μόχλευση των οποίων θα στηρίξει το στοίχημα των επενδύσεων και της ανάπτυξης, ενώ
  • σε βάθος 30ετίας θα οδηγήσει σε καλύτερες αποδόσεις των επικουρικών συντάξεων. Αρμόδια στελέχη υπολογίζουν ότι η απόδοση του κουμπαρά θα μπορεί να κυμαίνεται σε 1,2%-1,3% ετησίως. Αυτό σημαίνει ότι οι μελλοντικές επικουρικές συντάξεις θα είναι έως και 2,5 φορές υψηλότερες από τις σημερινές που ανέρχονται σε 184 ευρώ κατά μέσο όρο.
  • θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη προς ασφαλιστικό και θα αποθαρρύνει την αδήλωτη εργασία.

Ο αντίλογος

Στην αντίπερα όχθη, οι πολέμιοι του κεφαλαιοποιητικού συστήματος υποστηρίζουν πως η χρήση του όρου «κρατικός φορέας διαχείρισης της κεφαλαιοποιημένης επικουρικής ασφάλισης» απευθύνεται περισσότερο «στις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας κι αυτό επειδή εν τέλει οι εργασίες διαχείρισης θα εκχωρηθούν σε εξωτερικούς επιχειρηματικούς σχηματισμούς (outsourcing ή ΣΔΙΤ), δηλαδή σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων». Σύμφωνα με την ίδια επιχειρηματολογία, που αντιμάχεται το νέο σύστημα, υποστηρίζεται πως το Συμβούλιο Επικρατείας (ΣτΕ) στις σχετικές αποφάσεις του, «με την έννοια του δημοσίου χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) εννοεί με τον πιο εύληπτο και σαφή τρόπο την κύρια και την επικουρική ασφάλιση. Πιο συγκεκριμένα, με βάση αυτές τις αποφάσεις του ΣτΕ, ουσιαστικά επισημαίνεται ότι ο πρώτος πυλώνας ασφάλισης που είναι η δημόσια κοινωνική ασφάλιση (Ν. 4387/2016 και Ν. 4670/2020) αποτελείται από την κύρια και την επικουρική σύνταξη. Αυτό σημαίνει ότι η επικουρική ασφάλιση δεν ανήκει στον δεύτερο πυλώνα ασφάλισης στον οποίο ανήκουν τα ιδιωτικού δικαίου κεφαλαιοποιητικού τύπου Ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης (Ν. 3029/2002 και Ν. 4680/2020)».  

Οι πολέμιοι της κεφαλαιοποίησης στέκονται επίσης στο επιχείρημα της διαγενεακής αλληλεγγύης. «Η έννοια της αλληλεγγύης εμπεριέχει, κατά βάση, την έννοια της συλλογικής αντιμετώπισης του κινδύνου του γήρατος και σχετίζεται, σε μεγάλο βαθμό, με την αρχή της αναδιανομής (άρθρο 20 Ν. 4670/2020). Δηλαδή, με την αλληλεγγύη και την αναδιανομή των πόρων αντιμετωπίζονται κίνδυνοι κενών διαστημάτων εργασίας από ατυχήματα, αναπηρία, ανεργία, ευέλικτες μορφές απασχόλησης, κ.λπ. Αντίθετα, ο κεφαλαιοποιητικός ατομικός λογαριασμός (κουμπαράς) δεν εμπεριέχει καμία μορφή αλληλεγγύης, αφού κάθε ένας ασφαλισμένος θα λάβει ως επικουρική σύνταξη το ποσό που έχει συσσωρευθεί στον ατομικό του λογαριασμό. Έτσι, εάν ο ασφαλισμένος στην κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση αντιμετωπίσει στην εργασιακή του ζωή ανεργία, ευέλικτες μορφές απασχόλησης με χαμηλές αμοιβές, ατυχήματα ή συνταξιοδοτηθεί με αναπηρία, το ποσό της επικουρικής σύνταξης που θα λάβει θα είναι πολύ χαμηλό σε σχέση με κάποιον άλλο ασφαλισμένο που θα έχει συνεχόμενα έτη εργασίας, με υψηλές αποδοχές και σταθερή απασχόληση. Αυτό σημαίνει ότι στο αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης εμπεριέχεται η έννοια της αλληλεγγύης τόσο μεταξύ των γενεών, όσο και μεταξύ της κάθε γενιάς, σε αντίθεση με την κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη των ατομικών λογαριασμών που εξ ορισμού και εκ της λειτουργίας αυτού του συστήματος δεν υφίσταται καν η έννοια της αλληλεγγύης», αναφέρουν ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης και ο υποψήφιος Διδάκτορας του Παντείου Βασίλης Μπέτσης.

Οι ίδιοι ερευνητές υποστηρίζουν πως σε οποιοδήποτε συνταξιοδοτικό ασφαλιστικό σύστημα ενυπάρχει η εγγενής αδυναμία του φαινομένου της δημογραφικής γήρανσης. «Αυτό οφείλεται στο γεγονός της έννοιας της συνταξιοδότησης και στον ετεροχρονισμό της καταβολής των εισφορών (όταν είσαι νέος και εργάζεσαι) και της συνταξιοδότησης (όταν είναι ηλικιωμένος και αδυνατείς να εργαστείς)», υποστηρίζουν οι δύο μελετητές κι εξηγούν: «Ακριβώς αυτός ο ετεροχρονισμός είναι μεγάλης διάρκειας και διαρκεί όσο ο εργασιακός βίος (35-40 χρόνια), κατά την περίοδο του οποίου συμβαίνουν σημαντικές πληθυσμιακές μεταβολές. Έτσι, ακόμη και σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών, κάθε νέα γενιά ασφαλισμένων της οποίας το Ταμείο έχει υποσχεθεί ότι θα χορηγεί ένα μέσο επίπεδο επικουρικής σύνταξης με καθορισμένο το ύψος της εισφοράς (6% επί του μισθού), εξαιτίας του γεγονότος ότι κάθε νέα γενιά ασφαλισμένων θα ζει κατά μέσο όρο περισσότερο από την προηγούμενη, για να μπορεί να λάβει το ίδιο μέσο επίπεδο επικουρικής σύνταξης με την προηγούμενη, θα πρέπει να αυξάνεται συνεχώς το καταβαλλόμενο επίπεδο της ασφαλιστικής εισφοράς. Έτσι, όμως, καταστρατηγείται η αρχή της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας, αφού η κάθε νέα γενιά θα ξέρει πως εάν εισφέρει 6% στον ατομικό λογαριασμό, τότε θα λάβει μικρότερη σύνταξη από τη γενιά που προηγήθηκε και εισέφερε και αυτή 6% στον ατομικό της λογαριασμό. Κι αυτό επειδή η νεότερη γενιά θα έχει μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής».

Η κορωνίδα, ωστόσο, του αντίλογου που υπάρχει από την πλευρά της αντιπολίτευσης και μερίδας ειδικών επί της κοινωνικής ασφάλισης στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο σημαντικά υψηλό «κόστος μετάβασης», το οποίο σύμφωνα με εκτιμήσεις θα μπορούσε να προσεγγίσει τα
57 δισ. σε βάθος 50 ετών. Αυτό το ποσό, υποστηρίζει η ίδια μερίδα ειδικών, αναμένεται να προστεθεί στο πραγματικό χρέος της χώρας απειλώντας τις ευαίσθητες δημοσιονομικές ισορροπίες αλλά και το ύψος των επικουρικών συντάξεων. Στην ίδια επιχειρηματολογία εντάσσονται σκέψεις που υποστηρίζουν πως η σημερινή ασταθής οικονομική συγκυρία σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, δεν ευνοεί τέτοια εγχειρήματα τα οποία χρειάζονται σταθερές αποδόσεις στις χρηματαγορές σε μακροχρόνια βάση.  

Καθώς οι νεοεισερχόμενοι στην ασφάλιση θα αυξάνονται και οι εισφορές τους θα λείπουν από το σύστημα, το χρηματοδοτικό κενό θα μεγαλώνει με αποτέλεσμα να απαιτούνται ενέσεις ρευστότητας για να πληρώνονται οι επικουρικές συντάξεις. Η ισορροπία μεταξύ του παλαιού και του νέου συστήματος θα κριθεί σε σημαντικό βαθμό και από το πλήθος των σημερινών νέων ασφαλισμένων που θα δηλώσουν επιθυμία να φύγουν από το σημερινό σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης και να ενταχθούν στο πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστημα του «ατομικού κουμπαρά».

Σύμφωνα με τους Ρομπόλη - Μπέτση, αυτό που έχει γίνει αποδεκτό από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα είναι ότι για να παραμείνει το επίπεδο των επικουρικών συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων στο υφιστάμενο επίπεδο, θα πρέπει:

  • οι νέοι ασφαλισμένοι να καταβάλλουν διπλές εισφορές, μια καταβολή για τη δική τους αποταμίευση και μια καταβολή για την χρηματοδότηση των επικουρικών συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων, γεγονός που επιδεινώνει σημαντικά το επίπεδο διαβίωσή τους, είτε
  • το κράτος να καλύψει το κενό που σταδιακά θα δημιουργείται στη χρηματοδότηση του υφιστάμενου αναδιανεμητικού συστήματος.

Όπως συνεχίζουν οι δύο μελετητές, από τη στιγμή που θα μετατραπεί σε πλήρως κεφαλαιοποιητική (fully funded) η δημόσια επικουρική ασφάλιση, απαιτείται το κόστος μετάβασης να καταγραφεί στους εθνικούς λογαριασμούς, προκειμένου οι διεθνείς οργανισμοί και οι διάφοροι αγοραστές ελληνικών κρατικών ομολόγων να γνωρίζουν ποιες είναι οι μελλοντικές υποχρεώσεις του κράτους.

Οι Ρομπόλης - Μπέτσης υποστηρίζουν πως το κόστος μετάβασης σε ταμειακή βάση, θα διαμορφωθεί κατά τα πρώτα έτη στο επίπεδο των 200.000 ευρώ και μέχρι το 2030 θα προσεγγίσει το 1 δισ. ευρώ τον χρόνο. Προς το τέλος της περιόδου της μετάβασης, το κόστος αναμένεται να διαμορφωθεί στο επίπεδο των 2,5 δισ. ευρώ ετησίως και για όσο χρονικό διάστημα θα παραμείνουν συνταξιούχοι οι εργαζόμενοι της σημερινής γενιάς (οι σημερινοί 30 ετών, 40 ετών και 50 ετών). Τα ετήσια αυτά ταμειακά ελλείμματα αθροιστικά σε σημερινές τιμές εκτιμώνται στο επίπεδο των 57 δισ. ευρώ. «Έτσι, από τη στιγμή που θα αποφασιστεί η μετάβαση στην κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση, αυτό το κόστος αυτόματα μετατρέπεται σε χρηματοοικονομική υποχρέωση (financial commitment) προς τους σημερινούς εργαζομένους και συνταξιούχους», καταλήγουν οι δύο ερευνητές, υποστηρίζοντας πως «το κόστος μετάβασης αυξάνει το δημόσιο χρέος και επιδεινώνει τη δανειοληπτική ικανότητα της χώρας». 

Η πλευρά του υπουργείου

Από την πλευρά του, ο υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων, Πάνος Τσακλόγλου, ο οποίος έχει επιφορτιστεί με την ευθύνη του νέου δύσκολου εγχειρήματος, μιλώντας σε πρόσφατο διαδικτυακό συνέδριο για το ασφαλιστικό, επεσήμανε πως τα ελλείμματα που θα δημιουργηθούν θα καλυφθούν από τρεις πηγές:

  1. το μέρισμα ανάπτυξης, δηλαδή την αύξηση της απασχόλησης και τη δημιουργία υψηλότερων εισοδημάτων λόγω της αύξησης του ΑΕΠ και της μεγέθυνσης της οικονομίας
  2. τον κουμπαρά του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ)
  3. τον κρατικό προϋπολογισμό μέσω της φορολογίας (ένδειξη διαγενεακής αλληλεγγύης)

«Το υφιστάμενο αμιγώς διανεμητικό σύστημα -τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές συντάξεις- δεν ευνοεί τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, είναι υπερβολικά εκτεθειμένο στον δημογραφικό κίνδυνο (γήρανση του πληθυσμού/υπογεννητικότητα), ενώ έχει κλονισθεί η εμπιστοσύνη των νέων προς αυτό», τόνισε ο κ. Τσακλόγου, υποστηρίζοντας πως η πρόταση της κυβέρνησης υπογράφει ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο με στόχο την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των νέων εργαζομένων χωρίς να θίξει τα δικαιώματα των παλιών, δηλαδή των νυν συνταξιούχων. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε ο ίδιος στον εξαντλητικό δημόσιο και πολιτικό διάλογο που απαιτείται -με βάση το παράδειγμα της Σουηδίας-, ανάλογο της κρισιμότητας του ζητήματος. «Η άσκηση δεν είναι εύκολη, αλλά αξίζει τον κόπο να τολμήσουμε, για την ευημερία των νεότερων γενεών», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Τσακλόγλου, ο οποίος έκανε λόγο για «Δημόσιο Ταμείο».

Εκτιμήσεις ειδικών αναφέρουν πως το κεφάλαιο που θα συσσωρευθεί δεν αποκλείεται να αγγίξει τα 100 δισ. ευρώ σε βάθος 30-40 ετών. Το κεφάλαιο θα επενδύεται σε ομόλογα και μετοχές, ενώ τα επόμενα χρόνια οι επενδύσεις μπορεί να επεκταθούν και σε χώρες του εξωτερικού εντός της Ε.Ε. Ο κ. Τσακλόγλου ανέφερε ως παράδειγμα το Ταμείο της Νορβηγίας που άντλησε γενναιόδωρους πόρους από τα πετρέλαια και στη συνέχεια επένδυσε στο εξωτερικό. Εντυπωσιακά είναι και τα αποτελέσματα του σουηδικού μοντέλου (επαγγελματικό ταμείο με κεφαλαιοποιητικά χαρακτηριστικά) το οποίο κατόρθωσε να εξασφαλίσει ετήσια απόδοση στην 25ετία 5,2%. Την ίδια στιγμή, ο βασικός πυλώνας των κύριων συντάξεων του σουηδικού ασφαλιστικού που παραμένει με αναδιανεμητικά χαρακτηριστικά, έχει απόδοση 1,9%.