Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει, για πρώτη φορά στην Κεντρική Σκηνή, το ανυπέρβλητο αριστούργημα του Ζωρζ Φεντώ, «Η κυρία του Μαξίμ», σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου [Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, Αθήνα].
Το Εθνικό Θέατρο παρουσιάζει, για πρώτη φορά στην Κεντρική Σκηνή, το ανυπέρβλητο αριστούργημα του Ζωρζ Φεντώ, «Η κυρία του Μαξίμ», σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου [Αγ. Κωνσταντίνου 22-24, Αθήνα].
Ατελείωτες συγχύσεις, παρεξηγήσεις και αναποδιές
Πολλοί είναι οι αθώοι που περνάνε διά πυρός και σιδήρου στα εξωφρενικά πεπρωμένα που επινόησε ο Φεντώ· το αρχέτυπο, ωστόσο, είναι ο δύσμοιρος ο κύριος Πετιπόν, ο οποίος ξυπνά στο σπίτι του έπειτα από ένα ξενύχτι στο καμπαρέ «Μαξίμ». Ο ίδιος δεν θυμάται τίποτα από τη χθεσινή βραδιά, στο κρεβάτι του όμως βρίσκεται μια νεαρή χορεύτρια από τα μπαλέτα του «Μαξίμ». Η φάρσα τίθεται σε κίνηση και η ζωή του γίνεται άνω-κάτω μέσα σε ένα λεπτό. Οι άπειροι χαρακτήρες του έργου μπλέκονται σε ατελείωτες συγχύσεις, παρεξηγήσεις και αναποδιές. Λίγο πριν από την… έκρηξη, ο δαιμόνιος συγγραφέας ξεμπλέκει τις μαριονέτες του, αλλά όχι προτού ο Πετιπόν έχει υποφέρει ένα πραγματικό μαρτύριο, δυσανάλογα βαρύ για το αθώο λάθος του.
Το έργο έκανε την πρώτη πρεμιέρα του στις 17 Ιανουαρίου 1899 στο Théâtre des Nouveautés, και σημείωσε θρίαμβο. Επισκέπτες της Διεθνούς Έκθεσης του 1900 ήρθαν στο Παρίσι τόσο για την ίδια την έκθεση όσο και για να μη χάσουν την «Κυρία του Μαξίμ»!
Έχουν αποκαλέσει τον Φεντώ μοναδικό κληρονόμο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Ο ίδιος δήλωνε πως «για να γράψεις ένα καλό βωντβίλ, παίρνεις την τραγικότερη δυνατή κατάσταση και προσπαθείς να αποκαλύψεις την μπουρλέσκ πλευρά της». Αντίθετα, όμως, από την τραγωδία, ο Φεντώ δεν αναγνωρίζει στον άνθρωπο τραγικό μεγαλείο. Είναι στο τέλος όσο ασήμαντος και μηδαμινός ήταν στην αρχή, και συνεχίζει να παραπατάει στο χείλος του τίποτα.
Ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος, μεταξύ άλλων, αναφέρει για την παράσταση:
«Με μία πρόχειρη καταγραφή θεμάτων που εμφανίζονται στην δραματουργία του Ζωρζ Φεντώ και συγκεκριμένα στο αριστούργημά του “'Η Κυρία του Μαξίμ” θα μπορούσε να διαπιστώσει κανείς ότι συσσωρεύεται εδώ άφθονο υλικό για να δομηθεί ένα ή και περισσότερα δράματα, από εκείνα που απασχολούσαν, γοήτευαν -ή ακόμα σόκαραν – το κοινό στο πέρασμα μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα, καθώς και τη μετέπειτα δραματουργία. Και όντως δεν είναι λίγα τα παραδείγματα έργων που αποσκοπώντας στη συγκίνηση και τον προβληματισμό του κοινού, σε αυτά ακριβώς τα θέματα επικεντρώνονται.
Όχι όμως ο Φεντώ. Εκείνος ούτε να συγκινήσει προσπαθεί ούτε και να προβληματίσει. Δεν έχει καμία εμπιστοσύνη σε μια “συγκινησιακά εκλεπτυσμένη” ανθρώπινη φύση. Δεν θεωρεί κανέναν άνθρωπο ούτε ακριβώς αθώο ούτε ακριβώς θύμα. Ο άνθρωπος ούτε διορθώνεται, ούτε προβληματίζεται , ούτε και νοιάζεται ιδιαιτέρως για κάτι άλλο πέρα από τον εαυτούλη του. Οι “υψηλές αξίες” είναι απλώς ένα τέχνασμα που έχει εφευρεθεί για να χειραγωγούν οι λίγοι πανούργοι τους πολλούς αφελείς. Ο Φεντώ δεν νοιάζεται για “ευαισθησίες”. Είναι πολύ ευφυής για κάτι τέτοιο.
Ο Καρλ Μάρξ είχε γράψει: “Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Αρχικά ως τραγωδία. Κατόπιν ως φάρσα”. Αυτούς λοιπόν τους φαρσικούς φαύλους κύκλους της ζωής αποτυπώνει και ο Φεντώ επιτρέποντας ως μόνο νόημα μέσα σε αυτόν τον παράδοξο υπαρξισμό του το να γελάμε με τα χάλια μας, προετοιμάζοντας σχεδόν την ρήση του Σ. Μπέκετ, “Μπροστά σου το χειρότερο ώσπου να αρχίσεις να γελάς”».
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Θανάσης Αλευράς, Στέλλα Αντύπα, Αφροδίτη Αντωνάκη, Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, Μελίνα Βαμπούλα, Ηλιάνα Γαϊτάνη, Θανάσης Δήμου, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Έμιλυ Κολιανδρη, Κώστας Κορωναίος, Αυγουστίνος Κουμουλος, Πέλλα Μακροδημήτρη, Αθηνά Μουστάκα, Ελπίδα Νικολάου, Άννα Πατητή, Πέτρος Σκαρμέας, Γιώργος Τζαβάρας, Κώστας Φιλίππογλου, Γιάννης Φιλίππου, Δημήτρης Φουρλής, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος.