Μια παγκόσμια υγειονομική κρίση, όπως η πανδημία του νέου κορωνοϊού, δεν μπορεί παρά να επηρεάζει και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της σημερινής παγκοσμιοποίησης, τα τελευταία σαράντα χρόνια, γράφει ο Παύλος Θωμόγλου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Παύλου Θωμόγλου*
Μια παγκόσμια υγειονομική κρίση, όπως η πανδημία του νέου κορωνοϊού, δεν μπορεί παρά να επηρεάζει και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της σημερινής παγκοσμιοποίησης, τα τελευταία σαράντα χρόνια. Είναι γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία παρατηρείται μια τάση σταδιακής εγκατάλειψης της στρατηγικής των πολυεθνικών επιχειρήσεων της Ευρώπης και των ΗΠΑ να επιδιώκουν βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, μέσω της δημιουργίας παγκόσμιων αλυσίδων προστιθέμενης αξίας (κατανομή της παραγωγής των ενδιάμεσων προϊόντων σε διάφορα, ακόμα και πολύ μακρινά, εδάφη, με κριτήριο το μειωμένο κόστος).
Η συνολική αξία των ενδιάμεσων αυτών ειδών, ως ποσοστού των παγκόσμιων ανταλλαγών, παρουσιάζει σταθερή κάμψη, ενώ παράλληλα γίνεται εμφανής η επιδίωξη των πολυεθνικών εταιρειών να αντιμετωπίσουν το εμπόδιο της μεγάλης απόστασης από τον τελικό καταναλωτή, που για τις βιομηχανίες στρατηγικής σημασίας είναι καθοριστικό.
Αρκετές δυτικές επιχειρήσεις κάνουν, ήδη, και ένα πρόσθετο βήμα: αποφασίζουν να επαναπατρίσουν όλες τις δραστηριότητές τους, πεπεισμένες, πλέον, ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους, μέσω της αυτοματοποίησης των παραγωγικών διαδικασιών και όχι της φθηνής εργασίας θα είναι, τελικά, πιο αποδοτική.
Η πανδημία ενισχύει, αναμφισβήτητα, τις τάσεις αυτές, φαίνεται, δε, ότι η παγκοσμιοποίηση με τη μορφή που γνωρίζουμε (συνεχής αναζήτηση του μικρότερου κόστους) έχει φτάσει στα όριά της.
ΙΙ. Αφορμή του ευρύτερου προβληματισμού γύρω από την ανάγκη οργάνωσης μιας άλλης παγκοσμιοποίησης -καθώς η πλήρης αποπαγκοσμιοποίηση θεωρήθηκε τεχνικά ανέφικτη και οικονομικά απρόσφορη- υπήρξε η επικίνδυνη αρρυθμία που παρατηρήθηκε κατά την τελευταία επιδημιολογική κρίση στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, εξαιτίας της υπερβολικής εξάρτησης των κρατών από ξένες (κυρίως κινεζικές και ινδικές) παραγωγικές μονάδες, σε κρίσιμα για την υγεία του πληθυσμού τους προϊόντα, όπως ιατρικά και φαρμακευτικά είδη (μάσκες, προστατευτικές ενδυμασίες, φάρμακα), τρόφιμα, ενέργεια, κ.ά..
Είχε προηγηθεί μια ιδιαίτερα επιθετική κινεζική πολιτική διείσδυσης στις δυτικές αγορές, μέσω της εξαγοράς αμερικανικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, η αξία των οποίων, μάλιστα, λόγω της κρίσης βρέθηκε σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Η επιτακτική ανάγκη μεγαλύτερης εθνικής παραγωγικής αυτάρκειας οδηγεί, κατ' ανάγκη, σε λιγότερη παγκοσμιοποίηση αλλά και περισσότερο προστατευτισμό, το πέρασμα, όμως, από τη σημερινή οικονομική κανονικότητα στην, μετά την πανδημία, ευρωπαϊκή πραγματικότητα προϋποθέτει αισθητές αλλαγές στα κριτήρια των επενδυτικών επιλογών, στη γενικότερη φιλοσοφία της αναπτυξιακής στρατηγικής και του ρόλου του κράτους, αλλά και στους θεσμούς μιας νέας παγκόσμιας διακυβέρνησης.
Και όλα αυτά, ενταγμένα σε ένα φιλόδοξο, αλλά και συνεκτικό, κοινοτικό μεταρρυθμιστικό σχέδιο, ευρύτερης αποδοχής.
ΙΙΙ. Στα πλαίσια αυτά, ορισμένες, ενδεικτικά, πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της κοινοτικής οικονομίας σε περιπτώσεις νέων κρίσεων, οι οποίες, όπως όλα δείχνουν, θα αποτελούν, στο εξής, οργανικό στοιχείο των διεθνών οικονομικών εξελίξεων:
IV. Η Ευρώπη εισέρχεται στη φάση της αναζήτησης της χρυσής τομής ανάμεσα στην πολιτική της πλήρους εξωστρέφειας και της υπερπαγκοσμιοποίησης που βιώνουμε σήμερα και στο κλείσιμο των συνόρων και τον απομονωτισμό παλαιότερων εποχών που εγκαταλείψαμε, αναζητώντας μια ευρύτερη διάχυση των ωφελημάτων των ανοιχτών αγορών και του ελεύθερου εμπορίου. Για την ελληνική οικονομία, ο προβληματισμός αυτός ενέχει νέες ευκαιρίες, αλλά και κάποιους κινδύνους που θα πρέπει να επισημανθούν έγκαιρα για να προετοιμαστούμε κατάλληλα.
*Ο Παύλος Θωμόγλου είναι επιχειρηματίας, μέλος Δ.Σ. του ΕΒΕΑ, π. αντιπρόεδρος ΕΒΕΑ