Απόψεις
Σάββατο, 03 Οκτωβρίου 2020 12:00

Από το γηροκομείο στο νοσοκομείο

Τρέχουν, τρέχουν γεγονότα και βάσανα. Τούτο το χρόνο, όπως οι περισσότεροι δεν ανάσανα. Την άνοιξη προσμένουμε, κι αυτή προσπερνάει. Ο ηλικιωμένος, μόνος και ανήμπορος περιμένει και κάτι άλλο. Ένα ραντεβού βλεμμάτων. Ένα κλαράκι συναισθημάτων, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.

Από την έντυπη έκδοση

Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]

Τρέχουν, τρέχουν γεγονότα και βάσανα. Τούτο το χρόνο, όπως οι περισσότεροι δεν ανάσανα. Την άνοιξη προσμένουμε, κι αυτή προσπερνάει. Ο ηλικιωμένος, μόνος και ανήμπορος περιμένει και κάτι άλλο. Ένα ραντεβού βλεμμάτων. Ένα κλαράκι συναισθημάτων.

Από το γηροκομείο στο νοσοκομείο αναφοράς. Σε σύγχυση, χωρίς ένα οικείο βλέμμα να τον καθησυχάσει. Απέναντι, άνθρωποι με ειδικές στολές, εργαζόμενοι σε ειδικές αποστολές, μα δεν είναι δικοί του, φροντιστές του, υποστηρικτές του, υπερασπιστές του. Επισκεπτήρια φυσικά δεν επιτρέπονται. Ούτε στον οίκο ευγηρίας, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα, επιτρέπονταν.

Αν η απομόνωση είναι δύσκολη για οποιονδήποτε άνθρωπο, γι’ αυτόν τον άνθρωπο είναι εξορία. Αν είναι και κατακεκλιμένος, αν έχει διαγνωσμένη ψυχική διαταραχή (κατάθλιψη, αγχώδη διαταραχή, ψύχωση κ.ά.), αν έχει κλειδωθεί στην άνοια, αν αργοσβήνει το μυαλό, αν... όταν. 

Κάντε το εικόνα, ένα ζαρωμένο σαρκίο που γίνεται μόνο μάτια, που ψάχνουν άλλα μάτια, να ρίξουν γάντζους σε κόρες και ενδοχώρες. Κάντε το εικόνα, δώστε στην ηλικία σώμα. Βάλτε μάτια, απορημένα, φοβισμένα, σε ένα σημείο ακουμπισμένα, ανοιχτά και σκονισμένα, ελαφρά γερμένα, μπερδεμένα.

Παιδιά, φίλοι, συγγενείς στα τηλέφωνα. Με νοσηλευτές και νοσηλεύτριες. Πνιγμένους, εξουθενωμένους, μα οι πολλοί θα πουν μια κουβέντα στον ασθενή καλή. Παιδιά, φίλοι, συγγενείς στα τηλέφωνα. Με τους ίδιους, αν η κατάστασή τους το επιτρέπει. «Δεν ακούω», «πού είμαι», «έλα, πάρε με». «Πότε θα κάνω μπάνιο», «Θέλω να αλλάξω νυχτικιά». Αχ, ποιος θα τα κάνει αυτά.

«Μαμά/μπαμπά/παππού/γιαγιά με αναγνωρίζεις;», «Κάνε υπομονή, εδώ είμαι στη γραμμή, θα περάσει», «Λίγο ακόμα, είσαι σε καλά χέρια».

Λίγο ακόμα, λίγες λέξεις, μπερδεμένες σκέψεις για νήματα που σπάνε και αντοχές που σκορπάνε. Στην τρίτη ηλικία, όπου οι απουσίες αλλιώς μετράνε, βαριά χτυπάνε.

Κυρία Σοφία, κύριε Νίκο, λίγο ακόμα. Όλα θα είναι εδώ, όταν γυρίσετε. Όπως τα αφήσατε. Όπως τα ξέρετε. Μονάχος κάθε άνθρωπος μπροστά στο άγνωστο.