Ολοι οι σοβαροί επιστήμονες αναγνωρίζουν πλέον ότι η πανδημία ήλθε για να μείνει αρκετό καιρό και αυτή η παραμονή της δεν θα είναι χωρίς σοβαρές και πολυεπίπεδες συνέπειες. Τους επτά μήνες που πέρασαν, οι περισσότερες χώρες εφάρμοσαν πολιτικές προστασίας των συστημάτων υγείας από τον υπερκορεσμό τους και άρα τη διάλυσή τους, παράλληλα δε με την έκδοση χρήματος επεδίωξαν να αποφύγουν τη μαζική ανεργία και την οικονομική κατάρρευση.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Ολοι οι σοβαροί επιστήμονες αναγνωρίζουν πλέον ότι η πανδημία ήλθε για να μείνει αρκετό καιρό και αυτή η παραμονή της δεν θα είναι χωρίς σοβαρές και πολυεπίπεδες συνέπειες. Τους επτά μήνες που πέρασαν, οι περισσότερες χώρες εφάρμοσαν πολιτικές προστασίας των συστημάτων υγείας από τον υπερκορεσμό τους και άρα τη διάλυσή τους, παράλληλα δε με την έκδοση χρήματος επεδίωξαν να αποφύγουν τη μαζική ανεργία και την οικονομική κατάρρευση.
Στο πλαίσιο αυτής της υγειονομικής πραγματικότητας δεν είναι λίγοι αυτοί που έθεσαν το ερώτημα, τι έπρεπε να προστατεύσουμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του νέου κορονοϊού: τις θέσεις εργασίας ή τους ανθρώπους που τις έχουν; Οι διαφορετικές απαντήσεις στο ερώτημα αυτό εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τις μεγάλες αποκλίσεις στα ποσοστά ανεργίας που βλέπουμε σε όλο τον κόσμο.
Είναι επίσης πιθανό οι απαντήσεις αυτές, τα χρόνια που θα ακολουθήσουν την πανδημία, να καθορίσουν αν η ανάκαμψη μιας οικονομίας και η έξοδός της από την κρίση θα είναι πετυχημένη ή αδύναμη και άρα ανεπαρκής.
Οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν γενικά επικεντρώσει τη δημόσια στήριξη στις θέσεις εργασίας. Διάφορα προγράμματα διατήρησης των θέσεων εργασίας και μείωσης του ωραρίου έχουν κρατήσει τους εργαζομένους στις θέσεις τους και εκτός του καταλόγου των ανέργων.
Στον αντίποδα, οι ΗΠΑ παρείχαν γενναιόδωρη στήριξη στους πολίτες με τη μορφή ενισχυμένων επιδομάτων ανεργίας, μέχρι τα προγράμματα αυτά να πέσουν θύματα της εγχώριας πολιτικής διαμάχης μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων. Με τη στήριξη να αφορά πρόσωπα και όχι θέσεις εργασίας, το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ εκτοξεύτηκε από το 3,5% τον Φεβρουάριο στο 14,7% τον Απρίλιο, προτού υποχωρήσει στο 8,4% τον Αύγουστο.
Οι υποκείμενες συνθήκες στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική αγορά εργασίας ήταν παρόμοιες, αλλά ο τύπος της στήριξης που παρασχέθηκε είχε διαφορετικές επιπτώσεις στη στατιστική για την ανεργία. Το κυριότερο, οι διαφορετικές προσεγγίσεις στα μέτρα που εφαρμόστηκαν θα έχουν ουσιώδεις και μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες.
Θα επηρεάσουν κατά συνέπεια τη μικροοικονομική δραστηριότητα, η οποία σήμερα τελεί υπό δραματική αβεβαιότητα.
Όπως ανέφερε στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» ο Κρις Τζάιλς, στην αρχή της πανδημίας, η ευρωπαϊκή προσέγγιση είχε πολλά πλεονεκτήματα. Όταν άρχισαν να επιβάλλονται μέτρα καραντίνας ως μια έκτακτη πολιτική για να κερδηθεί χρόνος και να νικηθεί ο ιός, η επιδότηση της εργασίας ήταν ένας έξυπνος τρόπος για να ελαχιστοποιηθούν οι συνέπειες και να υπάρξει τελικά επιστροφή στην ομαλότητα.
Αυτού του είδους η δημόσια ασφάλιση αποδίδει καλύτερα όταν η κρίση είναι βραχυπρόθεσμη, οι εταιρείες που επηρεάζονται έχουν ανάγκη από εκπαιδευμένο προσωπικό και οι θέσεις εργασίας που κινδυνεύουν είναι υψηλής αξίας.
Όμως, όσο περισσότερο καιρό ζήσει η υφήλιος με μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και όσο περισσότεροι τομείς χάσουν την παλιά τους αίγλη, τόσο πιο σημαντικό είναι να βρεθεί μια διαφορετική λύση. «...Στην περίπτωση αυτή, θα χρειαστεί να στηρίξουμε τους εργαζομένους αντί τις θέσεις εργασίας, βοηθώντας τους να βρουν εναλλακτικές αντί απλά να περιμένουν και να ελπίζουν ότι θα επιστρέψουν στην παλιά τους δουλειά. Η στρατηγική των ΗΠΑ φαίνεται τώρα πιο ελκυστική...», αναφέρει η βρετανική εφημερίδα.
Και με την επισήμανσή της φέρνει στο προσκήνιο ένα σοβαρό θέμα, που με τον χρόνο θα γίνεται σοβαρότερο.
Πριν από λίγες ημέρες, αναγνωρίζοντας ότι η πανδημία έχει περάσει σε νέα φάση, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) απηύθυνε έκκληση σε όλα τα μέλη του να προσαρμόσουν σταδιακά την πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας «για να στηρίξουν τους εργαζομένους αντί για τις θέσεις εργασίας». Αυτό δεν προκρίνεται για τη μείωση του κόστους, τόνισε ο οργανισμός. Αντίθετα, οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να επιδιώξουν να δώσουν στους ανθρώπους την καλύτερη δυνατή ευκαιρία να μεγιστοποιήσουν τα εισοδήματά τους μακροπρόθεσμα, βοηθώντας τους να βρουν καινούργιους ρόλους.
Η στήριξη ανθρώπων αντί θέσεων εργασίας λειτουργεί καλύτερα και όταν οι απειλούμενες θέσεις είναι χαμηλής εξειδίκευσης, γιατί χάνονται λιγότεροι μήνες εκπαίδευσης, όταν ένας εργαζόμενος αλλάζει δουλειά. Με την πανδημία να επιφέρει δυσανάλογο πλήγμα σε τομείς με χαμηλότερη εξειδίκευση και χειρότερες απολαβές όπως το λιανικό εμπόριο, η φιλοξενία και ο τουρισμός, είναι ολοένα και περισσότερο οι εργαζόμενοι αυτοί που χρειάζονται τη στήριξη και όχι οι εργοδότες τους.
Εν τω μεταξύ, η Ευρώπη πρέπει να αρχίσει να κάνει στροφή από τις πολιτικές που κρατάνε τους εργαζομένους προσκολλημένους σε θέσεις εργασίας στις οποίες δεν θα επιστρέψουν γρήγορα προς μια πολιτική που θα τους στηρίζει να βρουν νέα απασχόληση.