Μια νέα κλινική μελέτη που παρουσιάστηκε την περασμένη Παρασκευή στο Διεθνές και Πανευρωπαϊκό συνέδριο κατά της Παχυσαρκίας (ecoico2020) που διεξήχθη διαδικτυακά (λόγω πανδημίας αν και ήταν προγραμματισμένο να λάβει χώρα στο Δουβλίνο) κατέδειξε την θετική επίδραση της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D3 στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Μια νέα κλινική μελέτη που παρουσιάστηκε την περασμένη Παρασκευή στο Διεθνές και Πανευρωπαϊκό συνέδριο κατά της Παχυσαρκίας (ecoico2020) που διεξήχθη διαδικτυακά (λόγω πανδημίας αν και ήταν προγραμματισμένο να λάβει χώρα στο Δουβλίνο) κατέδειξε την θετική επίδραση της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D3 στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
«Τα αποτελέσματα της τυχαιοποιημένης, ελεγχόμενης με εικονικό σκεύασμα, διπλά τυφλής μελέτης που διεξήχθη στην Ευρωκλινική Αθηνών, καταδεικνύουν πως η συμπληρωματική χορήγηση 3000 IU χοληκαλσιφερόλης (βιταμίνη D3) σε μορφή στοματικού σπρέι, σε παχύσαρκα άτομα που υπεβλήθησαν σε συγκεκριμένη δίαιτα αδυνατίσματος, οδήγησε μέσα σε 3 μήνες όχι μόνο στην απόλυτη αποκατάσταση των επιπέδων της 25OHD αλλά και στη μεγαλύτερη απώλεια βάρους και σωματικού λίπους σε σχέση με εκείνο το γκρουπ παχύσαρκων που έλαβαν το placebo και δεν αποκατέστησαν τα επίπεδα της βιταμίνης D» όπως εξηγεί ο κλινικός διαιτολόγος – διατροφολόγος, Μετεκπαιδευθείς στη Διατροφική Ιατρική - University of Surrey, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής τμήματος Διατροφογενετικής και Έρευνας Θρέψης "ΕΥΡΩΚΛΙΝΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ", Δρ Κωνσταντίνος Ξένος, ο οποίος παρουσίασε την κλινική μελέτη στο συνέδριο.
Σύμφωνα με το Δρ. Ξένο, τα παχύσαρκα άτομα που έλαβαν βιταμίνη D έχασαν στο 3μηνο παρακολούθησης 2% περισσότερο σωματικό λίπος από τα παχύσαρκα άτομα που έλαβαν το placebo.
Μέχρι σήμερα, όπως λέει, οι 2 μεγάλες δημοσιευμένες ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις που υπάρχουν, έχουν καταλήξει σε διφορούμενα αποτελέσματα ως προς την επίδραση της βιταμίνης D στο αδυνάτισμα. Η πρώτη (Metabolism. 2019 Mar;92:193-205) δεν έδειξε κάποια θετική έκβαση ενώ, η δεύτερη (Medicina Kaunas. 2019 Jul 12;55(7):368) κατέληξε σε θετικά αποτελέσματα, με δόσεις όμως βιταμίνης D πολύ μεγαλύτερες από ότι στην 1η μελέτη.
«Όπως και να έχει το τοπίο δεν είναι ξεκάθαρο και περισσότερες κλινικές μελέτες, ακόμη μεγαλύτερης διάρκειας, απαιτούνται μέχρι να καταλήξουμε σε απολύτως σαφή συμπεράσματα. Το μόνο σίγουρο μέχρι σήμερα είναι πως η παχυσαρκία συσχετίζεται ισχυρά με την υποβιταμίνωση σε D» επισημαίνει ο Δρ. Ξένος.
Η νέα μελέτη
Στη μελέτη έλαβαν μέρος 125 παχύσαρκα άτομα από τα οποία ελήφθη και δείγμα DNA προκειμένου να διαπιστωθεί αν η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3 κατά την εφαρμογή δίαιτας αδυνατίσματος, διαφοροποιεί την έκβαση στην απώλεια βάρους σε σχέση με συγκεκριμένους πολυμορφισμούς γονιδίων (γενετικές «μεταλλάξεις»). Ακόμη διερευνήθηκε αν αυτοί οι πολυμορφισμοί οδηγούν σε διαφορές στην απώλεια σωματικού λίπους και βάρους ασχέτως λήψης βιταμίνης D.
Ανάμεσα στα παχύσαρκα άτομα που έλαβαν βιταμίνη D3, διερευνώντας τον πολυμορφισμό rs1042713 του γονιδίου ADRB2 βρήκαμε μεγαλύτερη μείωση του σωματικού λίπους για τους ομοζυγώτες ΑΑ σε σχέση με τους ετεροζυγώτες. Επίσης ανάμεσα στους συμμετέχοντες που έλαβαν το εικονικό σκεύασμα, διερευνώντας τον πολυμορφισμό rs1544410 του γονιδίου VDR διαπιστώσαμε μεγαλύτερη μείωση στον δείκτη μάζας σώματος για τους ομοζυγώτες ΑΑ σε σχέση με τους ομοζυγώτες GG.
Η βιταμίνη D φαίνεται να διαδραματίζει ρόλο έναντι της παχυσαρκίας
Σε ερώτηση που του τέθηκε στο πλαίσιο του συνεδρίου για το αν και κατά πόσο η απώλεια βάρους οδήγησε σε βελτίωση της υποβιταμίνωσης D ο γνωστός διαιτολόγος απάντησε ότι στη μελέτη αυτή, η απώλεια σωματικού βάρους οδήγησε από μόνη της σε στατιστικά σημαντική αύξηση των επιπέδων της 25OHD, όμως σε κλινικό επίπεδο αυτή η αύξηση είναι μικρή και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποκαταστήσει τα επίπεδα της 25OHD σε άτομα με έλλειψη ή ανεπάρκεια, χωρίς τη συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D3.
Σύμφωνα με το Δρ. Ξένο, η βιταμίνη D φαίνεται να διαδραματίζει ρόλο έναντι της παχυσαρκίας μέσα από μια σειρά επιδράσεων στην ινσουλίνη και στους υποδοχείς της αλλά και σε κυτταροκίνες που εμφανίζονται σε υψηλά επίπεδα στα παχύσαρκα άτομα.