Η οικονομική ανάπτυξη στη χώρα μας τα προηγούμενα έτη στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην κατανάλωση, η οποία τροφοδοτήθηκε από υψηλούς ρυθμούς αύξησης του εισοδήματος των πολιτών. Οι ρυθμοί αυτοί όμως, δεν κινούνταν παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά επιτεύχθηκαν με τη δανειακή επέκταση τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον βιώσιμοι.
Η οικονομική ανάπτυξη στη χώρα μας τα προηγούμενα έτη στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην κατανάλωση, η οποία τροφοδοτήθηκε από υψηλούς ρυθμούς αύξησης του εισοδήματος των πολιτών. Οι ρυθμοί αυτοί όμως, δεν κινούνταν παράλληλα με την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά επιτεύχθηκαν με τη δανειακή επέκταση τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον βιώσιμοι. Η άνθηση του ιδιωτικού τομέα και κατ’ επέκταση η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων είναι βασική προϋπόθεση για σταθερή ανάπτυξη στο μέλλον.
Η σημαντική συμβολή της περιοχής στην ελληνική οικονομία
Η Βόρεια Ελλάδα έχει σημαντική συνεισφορά στην ελληνική οικονομία, καθώς παράγει το υψηλότερο ΑΕΠ μετά την Αττική, γύρω στο 22%, με την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης να αποτελεί το 14%. Στην Ήπειρο, τη Δυτική, την Κεντρική και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη οι επιχειρήσεις είναι βασισμένες στον πρωτογενή τομέα και στην αγροτική παραγωγή, με τον κλάδο του εμπορίου να ακολουθεί, με το 61% του συνόλου των επιχειρήσεων της περιφέρειας να απασχολούνται στους συγκεκριμένους κλάδους.
Η επιχειρησιακή συνεισφορά επιβεβαιώνεται και από την εξωστρέφεια που επιδεικνύει η περιοχή, ως αποτέλεσμα των γεωγραφικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων που παρουσιάζει ως πύλη προς τις αγορές της Ευρώπης και της Ασίας. Συγκεκριμένα, η περιοχή παρουσιάζει τις σημαντικότερες εξαγωγικές επιδόσεις, μετά την Αττική, με τις εξαγωγές αγαθών για το 2018 να ανέρχονται σε 6,5 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 20% των εξαγωγών της Ελλάδος.
Το σύνολο των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη Βόρεια Ελλάδα ανέρχεται σε 512.000 αντιπροσωπεύοντας το 37% του συνόλου, απασχολώντας 1,1 εκατ. εργαζομένους, ήτοι το 27% των απασχολούμενων σε επιχειρήσεις στην ελληνική επικράτεια, ενώ κατά κύριο λόγο πρόκειται για μικρές, οικογενειακού χαρακτήρα, εταιρείες. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από πολύ μικρό ποσοστό μεγάλων επιχειρήσεων (μόλις 1%) που παρουσιάζουν ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 10 εκατ. ευρώ και απασχολούν περίπου 122 εργαζομένους ανά επιχείρηση.
Η αναπτυξιακή υστέρηση
Η επιχειρηματική κοινότητα της Βόρειας Ελλάδος δέχτηκε ισχυρό πλήγμα από τη βαθιά ύφεση που έπληξε την ελληνική οικονομία. Οι 533 επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδος που έχουν ετήσιο τζίρο άνω των 10 εκατ. ευρώ καταγράφουν σημαντικές μειώσεις στα χρηματοοικονομικά τους μεγέθη. Συγκεκριμένα, από την έναρξη της κρίσης το 2008 έως το 2017, ο κύκλος εργασιών των εταιρειών της Βόρειας Ελλάδος συρρικνώθηκε κατά 17%, ενώ η κερδοφορία των επιχειρήσεων κατέγραψε πτώση 14%.
Η συστηματική έλλειψη επενδύσεων τα τελευταία χρόνια στις επιχειρήσεις της περιοχής (συρρίκνωση κατά 59% στις επενδύσεις το 2017 σε σχέση με το 2008, όπως και στο σύνολο της χώρας κατά 60%), οδήγησε σε τεχνολογική υστέρηση απέναντι στους διεθνείς ανταγωνιστές με επιπτώσεις στην ποιότητα, την ελκυστικότητα αλλά και το κόστος των προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρουν. Η ανάκαμψη του ρυθμού επενδύσεων μπορεί να επαναφέρει σταδιακά τις ελληνικές επιχειρήσεις στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Το τραπεζικό σύστημα όμως είναι ακόμη αδύναμο για να υποστηρίξει νέες επενδύσεις, καθώς πρέπει πρώτα να απαλλαγεί από τα προβληματικά δάνεια που βαρύνουν τους ισολογισμούς των τραπεζών και κατόπιν να υιοθετήσει ένα νέο μοντέλο δανειοδότησης και υποστήριξης των επιχειρήσεων.
Ωστόσο, η οπισθοδρόμηση των περιφερειών της Βόρειας Ελλάδας σε όρους ανάπτυξης, με υψηλότερη συγκέντρωση πόρων (υλικών και άυλων) σε συγκεκριμένες περιοχές, καλλιεργούν τις προϋπάρχουσες αδυναμίες. Η Βόρεια Ελλάδα μπορεί να εξακολουθεί να σημειώνει την 2η υψηλότερη επίδοση σε όρους ΑΕΠ ετησίως, όμως οι διαρθρωτικές αδυναμίες της παραγωγικής της βάσης αποτυπώνονται από τον χαμηλότερο ρυθμό πραγματικής αύξησης της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) σε σχέση με άλλες περιοχές της Ελλάδας, μόλις 1,5% έναντι 2,4% (Eurostat 2017). Παράλληλα, η περιοχή χαρακτηρίζεται από σημαντική ανισοκατανομή στην παραγωγή πλούτου. Η Κεντρική Μακεδονία αποτελεί στην ουσία τον μοχλό ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής καθώς παράγει το 63% του ΑΕΠ της Βόρειας Ελλάδας, με την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη να ακολουθεί με 18%, ενώ η Δυτική Μακεδονία και η Ήπειρος συμμετέχουν με μόλις 10%. Την εικόνα της οικονομικής ανισότητας επιτείνει η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη και η Ήπειρος παρουσιάζοντας το χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα, σημειώνοντας και τη χαμηλότερη αύξηση για το 2017, μετά το Βόρειο Αιγαίο.
Ψηφιακή πενία
Πέρα από τις επιπτώσεις της κρίσης και την οικονομική υστέρηση, η πενία του ανθρώπινου κεφαλαίου σε ψηφιακές δεξιότητες εντείνει σημαντικά το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας των εταιρειών. Η έλλειψη επιχειρηματικής κουλτούρας εξαιτίας της επικράτησης ενός παραδοσιακού οικογενειακού μοντέλου επιχειρήσεων, με δυσκολία να διαχειριστεί γρήγορα αλλαγές, ενισχύει την έλλειψη ταλέντων και νέων δεξιοτήτων. Οι ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν να επαναπροσδιορίσουν το εργασιακό περιβάλλον, καθώς υποστηρίζουν την αναδιοργάνωση της εργασίας σε ανοικτά οικοσυστήματα και ενισχύουν τόσο τη γνωσιακή όσο και τη συνεργατική πλευρά της εργασίας. Αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη για αναβάθμιση των δεξιοτήτων (upskilling) του εργατικού δυναμικού.
Τα απαραίτητα βήματα για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας
Η στρατηγική ανάπτυξης των επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδος θα πρέπει να στηρίζεται επίσης στην ενοποίηση της ζήτησης και της προσφοράς κάτω από κοινά εμπορικά σήματα, την ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης, τις κοινές υπηρεσίες καθώς και τη μείωση του κόστους τους. Η δυναμική αυτή θα οδηγήσει στην αύξηση του μεγέθους των εταιρειών, απαραίτητη για τη χρηματοδότηση της έρευνας & ανάπτυξης και την επέκταση των επενδυτικών και εξαγωγικών τους δραστηριοτήτων.
Χρειάζεται το κράτος να στηρίξει τις επιχειρήσεις της περιοχής με δράσεις που ενισχύουν την καινοτομία και τις επενδύσεις, για τη μετάβαση προς την πράσινη και την ψηφιακή οικονομία, βοηθώντας και τη διεθνοποίησή της. Έμφαση πρέπει να δοθεί επίσης στα ιδιαίτερα παραγωγικά χαρακτηριστικά της κάθε περιφέρειας, που θα προωθεί την παραγωγική ανασυγκρότηση σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, και η οποία θα λειτουργήσει θετικά στην άμβλυνση των περιφερειακών και δια- περιφερειακών ανισοτήτων.
Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους δεν μπορεί να επιταχυνθεί, εάν δεν ανακάμψει σταδιακά η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων. Η επιχειρηματική κοινότητα της Βόρειας Ελλάδος είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, όχι μόνο εξαιτίας της κρισιμότητας των οικονομικών μεγεθών της, αλλά και λόγω των γεωπολιτικών της χαρακτηριστικών ως σταυροδρόμι εμπορικών και ενεργειακών ροών στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας. Είναι αναγκαία, λοιπόν, η στήριξή τους και η αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της περιοχής, ώστε να ανοίξει η πύλη για μια νέα εποχή ευημερίας της χώρας.