Κόσμος
Πέμπτη, 17 Σεπτεμβρίου 2020 14:28

Αριστ. Τζιαμπίρης: Το βασικό «όπλο» της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο

O Αριστοτέλης Τζιαμπίρης, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Υπεύθυνος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Ενέργεια: Στρατηγική, Νομικά & Οικονομικά (Energy: Strategy, Law & Economics), στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, μίλησε στο naftemporiki.gr αποκαλύπτοντας, μεταξύ άλλων, ποιο είναι το βασικό «όπλο» της Ελλάδας, που συνέβαλε στο να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις σε ξηρά και θάλασσα. Επίσης, απαντά σε κρίσιμα ερωτήματα αναφορικά με τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τον ρόλο των ΗΠΑ στο ευρύτερο πολιτικό και οικονομικό σκηνικό ενόψει των επικείμενων προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου.

 

 

 

Πώς διαμορφώνεται το σκηνικό στην Ανατολική Μεσόγειο μετά την αποχώρηση του «Oruc Reis» και ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο άργησαν να επέμβουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στην έκρυθμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας; Τι κρύβεται πίσω από τη δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ ότι τα πηγαίνει καλύτερα με τους «σκληρούς και κακούς ηγέτες» και ποιο είναι το πιθανότερο σενάριο ενόψει της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης του Νοεμβρίου; Είναι όντως εφικτό να λήξει ο εμπορικός «πόλεμος» ανάμεσα σε ΗΠΑ-Κίνα ακόμη και μετά την εξαγορά του “TikTok” από αμερικανική τεχνολογική εταιρεία;

O Αριστοτέλης Τζιαμπίρης, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Υπεύθυνος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Ενέργεια: Στρατηγική, Νομικά & Οικονομικά (Energy: Strategy, Law & Economics), στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, μίλησε στο naftemporiki.gr αποκαλύπτοντας, μεταξύ άλλων, και ποιο είναι το βασικό «όπλο» της Ελλάδας, που συνέβαλε στο να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις σε ξηρά και θάλασσα.

Συνέντευξη στη Βίκυ Καλοφωτιά

Ποιο είναι το πιθανότερο σενάριο για τον ρόλο που θα διαδραματίσουν οι ΗΠΑ από εδώ και στο εξής, ως αποτέλεσμα των πρόσφατων εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο;

«Στην Ανατολική Μεσόγειο έχουμε μία κρίση κυρίως μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία ουσιαστικά αρχίζει από τον Απρίλιο αλλά επιτείνεται από τον Ιούνιο και μετά, ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι χαρακτηριστικό και συνάμα πολύ σημαντικό ότι για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1940, τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μία κρίση ελληνοτουρκική ή σε μία κρίση στην περιοχή μας, δεν ανέλαβαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αλλά -στο διπλωματικό επίπεδο- η Γερμανία, όπως και η Γαλλία, με στρατιωτική παρουσία και υποστήριξη σε Ελλάδα και Κύπρο. Άρα είχαμε μία εξέλιξη, η οποία είναι καινούρια.

»Τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην διπλωματία αρχικά τον ανέλαβε η Γερμανία, η οποία είχε και μια επιπλέον νομιμοποίηση λόγω του ότι είχε την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Επιπρόσθετα, εάν κοιτάξουμε τα δύο ή τρία μεγαλύτερα θέματα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου την τελευταία δεκαετία, θα δούμε ότι στον πόλεμο στη Συρία -ο οποίος έχει εκατοντάδες χιλιάδες νεκρών, εκατομμύρια από πρόσφυγες και χρήση χημικών όπλων- η Αμερική επίσης δεν έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο και κάλλιστα μπορεί ορθά να ισχυριστεί κάποιος ότι η Ρωσία ήταν πιο σημαντικός παίκτης.

»Όπως και στη Λιβύη, επειδή η Αμερική τα τελευταία χρόνια δεν είναι ο πρωταγωνιστής θα επιχειρηματολογούσα ότι ο ρόλος της Τουρκίας είναι πιο σημαντικός, ο οποίος έχει υποστηρίξει τη μία από τις δύο πλευρές πολύ ενεργά. Αλλά και στο ίδιο το ζήτημα της Τουρκίας -η οποία είναι μία χώρα που είναι ολοένα και πιο αναθεωρητική- η Αμερική δεν είχε μια ξεκάθαρη πολιτική. Τα αντανακλαστικά της Αμερικής ενεργοποιούνται μετά το δεύτερο μισό του Αυγούστου, δηλαδή αρκετά αργά, όπου έχουμε τηλεφωνήματα του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην Αθήνα και στην Άγκυρα, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και κατόπιν την πρόσφατη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, στην Κύπρο. Οπότε, όσον αφορά την εν λόγω κρίση στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, η Αμερική τελικά παρεμβαίνει αλλά παρεμβαίνει παθητικά αργά. Η κρίση έχει αρχίσει από τον Ιούνιο και βλέπουμε ότι φτάσαμε Σεπτέμβριο για να το πραγματοποιήσει.

»Στο σημείο αυτό θέλω να σημειώσω ότι, ενώ όλοι οι ειδικοί και οι αναλυτές θα πουν ότι ο ρόλος της Αμερικής στην Ανατολική Μεσόγειο έχει κάπως περιοριστεί τα τελευταία χρόνια -και αυτό είναι γεγονός- στην Ελλάδα συγκεκριμένα η παρουσία της Αμερικής τα τελευταία έτη είναι πολύ πιο ισχυρή. Έχει υπογραφεί καινούρια αμυντική συμφωνία, έχουμε ενεργειακές συμφωνίες, συμφωνίες σε θέματα τεχνολογίας και εκπαίδευσης, συγχρόνως έχουμε το East Med Act που πέρασε από το Κογκρέσο, την μερική άρση του εμπάργκο όπλων στην Κύπρο και την αναθέρμανση των σχέσεων  Ουάσινγκτον-Λευκωσίας.

»Παρεμπιπτόντως, κάτι το οποίο δεν έχει τονιστεί επαρκώς, ο Πομπέο επισκέφθηκε την Κύπρο αλλά δεν είχε χρόνο να επισκεφθεί και τους Τουρκοκύπριους. Η Αμερική έχει πολύ σημαντική παρουσία στην Ελλάδα -κυρίως λόγω του υπάρχοντα πρέσβη- και υπάρχει σημαντική αναθέρμανση σχέσεων με την Κύπρο. Από εκεί και πέρα, όμως, στα πιο σημαντικά ζητήματα που είναι η Λιβύη, πάνω απ’όλα η Συρία και κυρίως το ζήτημα της Τουρκίας δεν παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο και το κενό το έχουν γεμίσει ως ένα σημείο οι Ρώσοι, οι Κινέζοι με την οικονομική τους παρουσία, οι Γάλλοι με την στρατιωτική τους παρουσία και οι Γερμανοί με την διπλωματική τους παρουσία. Και όλα αυτά είναι καινούριες εξελίξεις».

Για ποιον λόγο άργησε να επέμβει η Αμερική;

«Για μια σειρά από λόγους. Πρώτα απ’όλα υπήρχε πραγματικός κίνδυνος θερμού επεισοδίου ή ακόμα και πολέμου μεταξύ δύο χωρών που είναι μέλη του ΝΑΤΟ και αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα. Είναι η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ και αυτό θα ήταν μια πάρα πολύ δυσάρεστη εξέλιξη για την Αμερική και τα ευρύτερα συμφέροντά της. Δεύτερον, η Αμερική βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο και αυτό σημαίνει ότι ο Τραμπ σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να περάσει τις λιγότερο από πενήντα ημέρες που απομένουν ως τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, με το να ασχολείται με μία διεθνή κρίση. Αν μη τι άλλο κάτι τέτοιο θα του αποσπούσε την προσοχή. Τρίτον, και πιο σημαντικό, βλέπουμε ότι το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση Τραμπ έχει πετύχει μια σειρά από σημαντικές συμφωνίες στην περιοχή με άξονα το Ισραήλ, δηλαδή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μπαχρέιν αναγνωρίζουν το Ισραήλ και θα δούμε αν στο μέλλον θα γίνει αυτό και από τη Σαουδική Αραβία. Παρουσιάζει δηλαδή τον εαυτό του ως έναν ηγέτη, ο οποίος έχει κάποιες επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική και μάλιστα κάποιοι τον έχουν προτείνει και για βραβείο Νόμπελ.

»Ένας πόλεμος μεταξύ δυο συμμάχων στην περιοχή ή ακόμα και ένα θερμό επεισόδιο θα ανέτρεπε αυτό το αφήγημα. Νομίζω ότι υπήρξε  και μια υποστήριξη από την Αμερική. Για να γίνει κατανοητό, ας δούμε με ποιες χώρες η Τουρκία δεν τα πάει καλά στην περιοχή: με την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αρμενία και όλες αυτές οι χώρες είναι χώρες που έχουν τις αντίστοιχες κοινότητές τους στην Αμερική και ποιους υποστηρίζει η Τουρκία; Τη Χαμάς, τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, το Ιράν στο θέμα της Λιβύης. Με άλλα λόγια η Τουρκία ασκεί μια εξωτερική πολιτική, η οποία σίγουρα δεν ικανοποιεί μια σειρά από κοινότητες που ψηφίζουν στην Αμερική.

»Ωστόσο, το πλέον σημαντικό που θέλω να τονίσω για μία ακόμη φορά είναι το αφήγημα ότι ο Τραμπ έχει επιτυχίες στην περιοχή μας και κυρίως γύρω από το Ισραήλ -με το οποίο η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν άριστες σχέσεις- κάτι που θα ανατρεπόταν από μία σύρραξη Ελλάδας-Τουρκίας. Εκεί θα φαινόταν ως ο ηγέτης, ο οποίος δεν απέτρεψε δύο συμμαχικές χώρες από τον πόλεμο. Άρα καταλαβαίνουμε γιατί η Αμερική άργησε πολύ να επέμβει, και το έκανε, όταν τα πράγματα ήταν πλέον σοβαρά».

Ποια αναμένεται να είναι η στάση της Αμερικής, σε περίπτωση που η Τουρκία θελήσει να προχωρήσει στην έκδοση μιας νέας Navtex στην επίμαχη περιοχή, με ό,τι κάτι τέτοιο συνεπάγεται;

«Καταρχάς, εάν για την ώρα δείχνει ότι έχει αποσοβηθεί ο κίνδυνος λόγω της αποχώρησης του “Oruc Reis” -και φαίνεται ότι η διπλωματία θα έχει την ευκαιρία της- είναι εξίσου σημαντικό να αναλογιστούμε τι χρειάστηκε για να φτάσουμε ως εδώ. Χρειάστηκε όλος ο ελληνικός στόλος να βγει στο Αιγαίο, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις να είναι σε πλήρη ετοιμότητα, η Γερμανία να ασκήσει μια διπλωματία η οποία ήταν περίπου ίσων αποστάσεων, η Γαλλία να υποστηρίξει ενεργά τις θέσεις Ελλάδας-Κύπρου και να έχει στρατιωτική παρουσία, οι MED7 χώρες να βγάλουν μια ανακοίνωση, η οποία να υποστηρίζει πάρα πολύ την Ελλάδα., η Ευρωπαϊκή Ένωση να αρχίσει να μιλάει ανοιχτά για κυρώσεις, ο πρόεδρος Τραμπ μέσω των τηλεφωνημάτων του και ο υπουργός Εξωτερικών της Αμερικής να έρθει στην ίδια την περιοχή, και κάτι ακόμη, το οποίο δεν έχει αντιληφθεί ο κόσμος, η Κύπρος έστειλε ένα σαφές μήνυμα. Άσκησε βέτο στις κυρώσεις που ήθελε να επιβάλει η ΕΕ στην Λευκορωσία δηλώνοντας έτσι ότι εάν συνεχίσετε να υποστηρίζετε την Τουρκία ή να μην μιλάτε για κυρώσεις στην Τουρκία, έχουμε κι εμείς δυνατότητα να μπλοκάρουμε ένα σωρό αποφάσεις της ΕΕ σε θέματα κυρώσεων, δηλαδή μην μας παίρνετε ως δεδομένους  αλλιώς θα δημιουργήσουμε κι εμείς τη δική μας πίεση. Χρειάστηκε, δηλαδή στρατιωτική ενεργοποίηση, ενότητα, διπλωματία από ένα σωρό παίκτες, η σθεναρή θέση της Ελλάδας και η υποβάθμιση από τον οίκο Moody’s της τουρκικής οικονομίας, το οποίο αν μη τι άλλο δείχνει ότι ένας πόλεμος θα μπορούσε να έχει οδυνηρές συνέπειες και για την τουρκική οικονομία.

»Πιστεύω ότι η Αμερική θα ασκήσει πίεση για να μην γίνει αυτό. Όμως, από ό,τι μου λένε οι δικές μου πληροφορίες, ήθελε να διαβεβαιώσει την ελληνική πλευρά ότι δεν θα έκανε η Τουρκία μία ανανέωση της Navtex πριν από μερικές εβδομάδες, κάτι το οποίο όμως έγινε κατ’επανάληψη. Τίθεται, λοιπόν ένα ερώτημα μέχρι ποιο βαθμό μπορεί αυτή τη στιγμή η Αμερική να επηρεάζει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Η δική μου αίσθηση είναι ότι θα πιέσει με όσες δυνάμεις έχει για να μπορέσει να αποτρέψει μία νέα αναθέρμανση της κρίσης. Η προσπάθεια θα είναι η άσκηση πίεσης προς την Τουρκία έτσι ώστε να μην συνεχίσει τις προκλήσεις. Διότι η Ελλάδα πολύ σωστά -και μάλιστα πιστεύω ότι μας τιμά σαν χώρα- πήρε μία θέση η οποία έλεγε το εξής: Εμείς δεν αρνούμαστε τον διάλογο, θέλουμε τον διάλογο αλλά διάλογος με απειλή πολέμου ή πολεμικού επεισοδίου και με απαράδεκτη ρητορική δεν είναι διάλογος. Είναι ένα είδος υποχώρησης. Δεν θα υποχωρήσουμε. Και φαίνεται ότι η Τουρκία καταλαβαίνει αυτήν τη γλώσσα».

Αίσθηση προκαλεί η δήλωση του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ότι η χώρα του «δεν περιμένει πως η ΕΕ θα της επιβάλει κυρώσεις» ως συνέπεια της έντασης του τελευταίου διαστήματος. Από πού πηγάζει τόση σιγουριά;

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση για να ασκήσει κυρώσεις, χρειάζεται αποφάσεις από όλα της τα μέλη, που σημαίνει ότι μερικά μέλη για διάφορους λόγους, είτε εμπορικών σχέσεων, είτε οτιδήποτε άλλο, μπορεί να μπλοκάρουν. Είναι εύκολο γα την ΕΕ να επιβάλει μικρές κυρώσεις, αλλά δύσκολο να επιβληθούν ουσιαστικές κυρώσεις. Επίσης, αυτό είναι πλέον το μοναδικό όπλο που έχει η ΕΕ διότι η περίπτωση η Τουρκία να ενταχθεί ως χώρα-μέλος της ΕΕ είναι ουσιαστικά μηδενική, δεν υπάρχει αυτή η περίπτωση. Δεν μπορεί δηλαδή να πει στους Τούρκους ότι δεν θα γίνετε μέλη, αφού είναι γνωστό ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Άρα η βασική πηγή που έχει η ΕΕ για να πιέσει την Τουρκία, είναι οι κυρώσεις. Οι κυρώσεις την εποχή αυτή, που η τουρκική οικονομία δοκιμάζεται, δεν είναι αμελητέο όπλο, αλλά αντιθέτως είναι πολύ σοβαρό.

»Ο Τσαβούσογλου πιστεύει ενδεχομένως ότι ο συνδυασμός της αποχώρησης του “Oruc Reis” και μια στροφή προς διπλωματία και διάλογο μπορεί ίσως να αποσοβήσει τις κυρώσεις. Θεωρώ πολύ πιθανό η ΕΕ να ασκήσει κάποιες κυρώσεις και ενδεχομένως να οριοθετήσει ή να περιγράψει τι άλλες κυρώσεις μπορεί να επέλθουν εφόσον συνεχιστεί η τουρκική προκλητικότητα. Όμως, οι κυρώσεις στην ΕΕ απαιτούν ευρύτερη συμφωνία. Εκτιμώ ότι οι κυρώσεις είναι στο “τραπέζι” και το εύρος των κυρώσεων θα εξαρτηθεί πρωτίστως από την τουρκική συμπεριφορά. Τονίζοντας, όμως ότι η ΕΕ δεν μπορεί εύκολα να πάρει αποφάσεις λόγω των συμφερόντων που έχει το κάθε κράτος-μέλος, αν όμως τελικά τις πάρει, είναι σίγουρο ότι η Τουρκία θα πονέσει».

Πώς κρίνετε τη μέχρι στιγμής στάση της Ελλάδας απέναντι σε όλες τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει;

«Παρ’όλο που βγήκαμε τραυματισμένοι κοινωνικά, οικονομικά, ψυχολογικά, πολιτικά από μία δεκαετή κρίση, κατορθώσαμε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση να μείνουμε και στην Ευρωζώνη να παραμείνουμε  και δεχτήκαμε τους τελευταίους μήνες μια σειρά από κρίσεις, που μέχρι στιγμής τις έχουμε αντιμετωπίσει με επιτυχία, κυρίως διότι έχουμε ενεργητική στάση και είμαστε ενωμένοι. Πρώτον, η προσπάθεια του Ερντογάν να χρησιμοποιήσει ως όπλο τους πρόσφυγες στον Έβρο, η Ελλάδα όχι μόνο ήταν ενωμένη, όχι μόνο τον σταμάτησε αλλά έπεισε και τους Ευρωπαίους εταίρους ότι αυτό δεν είναι ένα θέμα ανθρωπιστικό αλλά είναι ένα θέμα ασφάλειας, όπου ουσιαστικά βάλλονται τα σύνορα της Ευρώπης. Αντιμετωπίσαμε, λοιπόν με επιτυχία μια κρίση τον Δεκέμβριο, λίγο πριν αρχίσει ο κορωνοϊός.

»Έπειτα, είχαμε μία δεύτερη εξέλιξη, το Τουρκολιβυκό μνημόνιο, που μπορεί να είναι -όπως ορθά λέει ο πρωθυπουργός- μια συμφωνία γεωγραφικά γελοία αλλά δεν παύει να είναι ένα κείμενο μεταξύ δύο αναγνωρισμένων από τον ΟΗΕ κυβερνήσεων, που δημιουργεί ένα θέμα. Αντί, λοιπόν να κλαίμε τη μοίρα μας ή απλά να το καταδικάζουμε, κάναμε συμφωνία ΑΟΖ με την Ιταλία και μερική οριοθέτηση ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Άρα αμέσως είχαμε μία απάντηση και πιστεύω ότι έπεται η Αλβανία. Άρα δεν καθίσαμε με σταυρωμένα τα χέρια, ήμασταν ενεργητικοί.

»Έχουμε μετά την πρόκληση της Τουρκίας στο Αιγαίο, όπου φτάνει πολύ κοντά στα ελληνικά χωρικά ύδατα και εμείς δεν είναι απλά ότι διαμαρτυρόμαστε αλλά στείλαμε  όλο το στόλο στο Αιγαίο, που πραγματικά είναι ένας άθλος, χρησιμοποιήσαμε τη διπλωματία, χωρίς απειλές, ούτε ρητορική, κινηθήκαμε μέσω ΕΕ, είχαμε στενότερη συνεργασία με τη Γαλλία, είχαμε την άφιξη της αποστολής προσωπικού και μέσων των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) στην Αεροπορική Βάση Σούδας, στο πλαίσιο της συνεκπαίδευσης τους με τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, είχαμε δηλαδή μια ενεργητική διπλωματία και όπου μπορούσαμε να πιέσουμε, πιέσαμε. Δεν περιμέναμε τους Τούρκους και δεν υποπέσαμε στο σφάλμα να κάνουμε ένα θερμό επεισόδιο. Η κοινωνία σε γενικές γραμμές ήταν ενωμένη σε συνδυασμό με τις σωστές ενέργειες που έγιναν.

»Μετά ήρθε η κρίση του κορωνοϊού, όπου μέχρι στιγμής σαν κοινωνία είμαστε από τις καλύτερες χώρες που το αντιμετωπίσαμε. Εάν δεν θέλει ο λαός, ως κυβέρνηση το έχασες το παιχνίδι, όσα μέτρα κι αν επιβληθούν στο οτιδήποτε, κι εμείς φάνηκε ότι θέλαμε να βγούμε νικητές και από αυτήν την δοκιμασία. Η Ελλάδα κινείται ενεργητικά, όχι επιθετικά αλλά με βάση τη διπλωματία, το διεθνές δίκαιο, το διάλογο, αυτά τα οποία ταιριάζουν και αρμόζουν σε μια ευρωπαϊκή χώρα. Κυρίως, όμως αυτά γίνονται με το μεγαλύτερο κομμάτι του λαού ενωμένο, που  τα υποστηρίζει. Όταν είμαστε ενωμένοι, είμαστε πολλαπλά ισχυροί.

»Να τονιστεί ότι παρά το γεγονός ότι άλλαξαν πολλές κυβερνήσεις, δεν άλλαξε το ότι υπάρχει η ίδια προσέγγιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με την Αμερική, το Ισραήλ, την Αίγυπτο στην περιοχή μας, δηλαδή η βασική τοποθέτηση και ο προσανατολισμός της χώρας μας -που είναι στενότερες σχέσεις με αυτές τις χώρες-  παραμένει ίδια και ακολουθήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις, άρα είναι μία εθνική στρατηγική με συνέχεια και συνέπεια. Χωρίς αμφιβολία, η  Ελλάδα έχει εθνική στρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο».

Ενόψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, αποτελεί ρίσκο ή κάποιου είδους στρατηγική, ο ισχυρισμός του Ντόναλντ Τραμπ ότι τα πηγαίνει καλύτερα με τους «σκληρούς και κακούς ηγέτες» φέρνοντας ως παράδειγμα τον Τούρκο πρόεδρο;

«Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι σαφώς μία ιδιότυπη περίπτωση πολιτικού ηγέτη, ίσως και μοναδική. Πιστεύω ότι ήθελε να περάσει το μήνυμα ότι εγώ μπορώ να έχω διπλωματικές σχέσεις και να τα καταφέρνω με τους πλέον δύσκολους και αυταρχικούς ηγέτες αλλά αυτό το οποίο πέρασε στην ευρύτερη κοινή γνώμη, είναι ότι αισθάνεται πιο άνετα με ηγέτες αυτού του είδους.

»Επιπρόσθετα, ας μην ξεχνάμε ότι ο πρόεδρος Ερντογάν είναι δεκαοχτώ χρόνια πρόεδρος. Πόσοι δημοκρατικοί ηγέτες είναι συνεχόμενα τόσα χρόνια στην εξουσία; Και η θητεία του λήγει το 2023, έχει δηλαδή και άλλα τρία χρόνια ακόμη. Αυτό από μόνο του μας λέει ότι η Τουρκία πηγαίνει σε μία πιο αυταρχική και λιγότερο δημοκρατική κατάσταση. Υπάρχουν βέβαια ακόμη δημοκρατικές δυνάμεις -βλέπουμε τα αποτελέσματα στις δημοτικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη- αλλά δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία ότι βαίνει συνέχεια σε πιο αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης».

Οι κατά καιρούς δημοσκοπήσεις δείχνουν όλο και μεγαλύτερη μείωση του ποσοστού της δημοτικότητας του νυν προέδρου των ΗΠΑ, σε συνάρτηση και με τη διαχείριση της πανδημίας. Είναι, ωστόσο, πιθανό να κρύβει κάποιον «άσσο στο μανίκι» και να τον δούμε ξανά στην κορυφή της εξουσίας;

«Η Αμερική έχει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα. Τον πρόεδρο της Αμερικής δεν τον εκλέγει ο λαός αλλά το Εκλεκτορικό Κολλέγιο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι σε κάθε πολιτεία -εκτός από δύο- όποιος κερδίσει στην πολιτεία έστω και με μία ψήφο, κερδίζει όλους τους εκλέκτορες, ο αριθμός των οποίων βασίζεται στον πληθυσμό της πολιτείας. Αυτό σημαίνει -όπως έγινε και την προηγούμενη φορά- ότι μπορεί να χάσεις την ψηφοφορία με εκατομμύρια ψήφους και να κερδίσεις το Εκλεκτορικό Κολλέγιο. Το Σύνταγμα της Αμερικής γράφτηκε το 18ο αιώνα, τότε θεσπίστηκε και αυτή η διαδικασία και παραμένει έως σήμερα. Συνεπώς, δεν μετράει η ψήφος του λαού, μπορεί δηλαδή να κερδίσεις με 10 εκατ. περισσότερες ψήφους και να χάσεις τις εκλογές, εάν χάσεις συγκεκριμένες πολιτείες. Αυτήν τη στιγμή όλη η προεκλογική εκστρατεία επικεντρώνεται σε 6-8 πολιτείες -Πενσυλβάνια, Ουισκόνσιν, Μίσιγκαν, Αριζόνα, Φλόριντα, Βόρεια Καρολίνα ίσως και το Οχάιο- που είναι αυτές οι οποίες ενδεχομένως μπορούν να πάνε από τη μία ή την άλλη πλευρά. Άρα έχουμε ένα περίεργο σύστημα, που ενώ παναμερικανικά ο Τζο Μπάιντεν είναι μπροστά, μπορεί να χάσει τις εκλογές. Άρα, ο «άσσος» που μπορεί να έχει ο Τραμπ, είναι να κερδίσει κάποιες πολιτείες-κλειδιά και έτσι να κερδίσει τις εκλογές.

»Ωστόσο, υπάρχει ένας αστάθμητος παράγοντας, που λέγεται πανδημία. Οπότε θα πρέπει να δούμε ποιοι, πόσοι και πώς θα ψηφίσουν. Αυτή τη φορά υπάρχει η δυνατότητα επιστολικής ψήφου, σε πολλές πολιτείες. Με βάση αυτές, μπορεί να έχουμε άλλο αποτέλεσμα το βράδυ των εκλογών εκεί όπου οι πολίτες ψήφισαν στα εκλογικά κέντρα και όταν καταμετρηθούν οι επιστολικές ψήφοι να έχουμε διαφορετικό αποτέλεσμα. Στις επιστολικές ψήφους μπορεί να υπάρχει αμφισβήτηση νομική (π.χ. αυτή δεν είναι σωστή υπογραφή κτλ.), άρα υπάρχει πρόβλημα, άρα και εκεί υπάρχει μια αβεβαιότητα που έχει ήδη κάνει τον Τραμπ να λέει ότι ετοιμάζεται νοθεία, πολύ ασυνήθιστα λόγια για την Αμερική. Αυτό που είναι απολύτως βέβαιο πάντως, είναι ότι ο Τραμπ θα λάβει λιγότερες ψήφους από τον Μπάιντεν».

Κατά πόσο ενδέχεται να αποκτήσει ισχυρό προβάδισμα ο αντίπαλός του και υποψήφιος με το κόμμα των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος τον χαρακτήρισε «πυρομανή του κλίματος» κατηγορώντας τον ευθέως  ότι αρνείται την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής;

«Αυτή τη στιγμή έχουμε μία ιδιαίτερη κατάσταση, όπου στη Δυτική Αμερική έχουμε πυρκαγιές σε τεράστιες εκτάσεις, τίποτα σε σύγκριση με αυτές που βιώνουμε στην Ελλάδα. Είναι σαφές ότι γίνεται αλλαγή κλίματος και θα έλεγα ότι αποτελεί πλέον περισσότερο κλιματική κρίση. Ο Τραμπ και πολλοί Ρεπουμπλικάνοι, είτε αμφισβητούν αυτά τα στοιχεία, είτε είναι λιγότερο ευαίσθητοι σε περιβαλλοντικά ζητήματα δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση σε θέματα οικονομικής ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα οι έρευνες για πετρέλαιο. Οι Δημοκρατικοί από την άλλη πλευρά έχουν μεγαλύτερες περιβαλλοντικές ανησυχίες. Σε μία εκλογική αναμέτρηση είναι σημαντικό να μπορείς να διαφοροποιείς τον εαυτό σου πολιτικά και ιδεολογικά από τον αντίπαλό σου και ειδικά αν αυτή η διαφοροποίηση πιστεύεις ότι μπορεί να σου αποφέρει ψήφους. Ο Μπάιντεν, λοιπόν βλέποντας τις μεγάλες αλλαγές που γίνονται στο περιβάλλον, έρχεται και κάνει μία επίθεση στον Τραμπ, η οποία βρίσκει απόλυτα βέβαιη και συμφωνεί μαζί του, τη βάση του κόμματος. Ενδεχομένως άτομα που πλήττονται, να δουν αυτό το ζήτημα λίγο πιο θετικά. Να υπενθυμίσουμε πάντως ότι οι τρεις πολιτείες στις οποίες γίνονται οι πυρκαγιές, είναι δημοκρατικές πολιτείες που δεν θα δώσουν ούτε έναν εκλέκτορα στον Τραμπ.

»Ο Μπάιντεν θέλει να διαφοροποιηθεί σε αυτό, λέγοντας ότι θα δώσει μεγαλύτερη έμφαση σε περιβαλλοντικά ζητήματα και κλιματικής κρίσης από ό,τι ο Τραμπ, του οποίου η έμφαση είναι στο πώς θα μπορέσει να ξαναφτιάξει την οικονομία και να αυξήσω το ρυθμό ανάπτυξης της Αμερικής. Αυτό περνάει όχι μόνο σε θέματα κλιματικής αλλαγής αλλά ακόμη και σε ζητήματα, όπως καραντίνα, κλείσιμο εστιατορίων, το να φοράς προστατευτική μάσκα. Οι Ρεπουμπλικάνοι και ο Τραμπ, σε γενικές γραμμές, είναι υπέρ λιγότερων μέτρων και η έμφαση είναι να μπορέσει η οικονομία να αναπτυχθεί ξανά όσο πιο γρήγορα γίνεται, ενώ οι Δημοκρατικοί και ο ίδιος ο Μπάιντεν με τις δηλώσεις που έχει κάνει, βάζει ως πρώτη προτεραιότητα να αντιμετωπιστεί πρώτα η πανδημία επιτυχώς και μετά να ακολουθήσει όποτε μπορεί το άνοιγμα της οικονομίας».

Πολύ σύντομα θα επιτευχθεί η συμφωνία μεταξύ της Oracle και της ByteDance, για την εξαγορά της κινεζικής εφαρμογής “TikTok” στην Αμερική, όπως αποκάλυψε ο Αμερικανός πρόεδρος. Είναι όντως εφικτό να λήξει αυτός ο εμπορικός «πόλεμος» έστω κι αν βρεθεί μια προσωρινή λύση;

«Η συγκεκριμένη εταιρεία είναι από ό,τι πληροφορούμαι κι εγώ, αυτή που θέλει να αγοράσει την “TikTok”, η οποία βέβαια θα περάσει από έλεγχο ασφάλειας από την Αμερική. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολύ μεγάλη διαφοροποίηση στις παγκόσμιες διεθνείς σχέσεις, η οποία νομίζω ότι θα είναι το βασικό θέμα στις επόμενες δεκαετίες και ότι δεν θα επηρεαστεί από ενδεχόμενη αλλαγή κατοίκου στο Λευκό Οίκο. Μπαίνουμε, δηλαδή σε μία περίοδο, όπου θα υπάρχει μεγαλύτερος πολιτικός και οικονομικός ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας. Κάποιοι λένε ότι θα υπάρχει ένας νέος “Ψυχρός Πόλεμος”, ο οποίος θα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από τον προηγούμενο. Για παράδειγμα υπάρχει διμερές εμπόριο σοβαρό μεταξύ των δύο κρατών και επί της ουσίας έχουν διαφορετικές μορφές καπιταλιστικού συστήματος. Στο πολιτικό σύστημα σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπάρχουν σοβαρές διαφορές.

»Φαίνεται, λοιπόν ότι αυτά που κάνει ο Τραμπ, είναι στο πλαίσιο αλλαγής της εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής, πλέον η Αμερική φεύγει από το μοντέλο ότι ο στόχος μας είναι η αντιμετώπιση του ισλαμικού φονταμενταλισμού και της ισλαμικής τρομοκρατίας και πηγαίνει σε αυτό το οποίο οι ίδιοι ονομάζουν στα επίσημα ντοκουμέντα τους “ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων”, και οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις αυτήν τη στιγμή είναι η Αμερική και η Κίνα. Άρα αυτό θα πρέπει να το δούμε όχι μόνο προεκλογικά αλλά η δική μου πρόβλεψη είναι ότι, όποιος κι αν κερδίσει στις εκλογές, θα συνεχιστεί ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας διότι είναι βαθύτεροι δομικοί οι λόγοι. Το ύφος, το στιλ, ο τρόπος σίγουρα θα επηρεαστούν από το ποιος θα είναι στον Λευκό Οίκο.

»Κι εκεί θα πρέπει να αρχίσουμε κι εμείς ως Ελλάδα να σκεφτόμαστε εάν είναι ορθή η ανάλυση ότι πάμε σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό ΗΠΑ-Δύσης με Κίνα και πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει ενδεχομένως και τη χώρα μας. Θα πρέπει να έχουμε ένα σχεδιασμό για το πώς μπορούμε να διαχειριστούμε μια τέτοια κατάσταση. Σίγουρα βέβαια δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην έχουμε εμπορικές σχέσεις με την Κίνα αλλά ενδεχομένως -κι εδώ κάνω άλλη μια πρόβλεψη- στις επόμενες δεκαετίες να επέλθουν κάποιες “κόκκινες γραμμές” της Δύσης στις εμπορικές σχέσεις και συμφωνίες με την Κίνα. Το “TikTok” είναι ένας προάγγελος ότι υπάρχουν “κόκκινες γραμμές”. Ο ανταγωνισμός θα ενταθεί και δεν πρόκειται να σταματήσει όποιος και να κερδίσει στις εκλογές και προς τα εκεί βαδίζει ο 21ος αιώνας».

Η πεποίθηση του ίδιου ότι η Κίνα αποτελεί «εθνική απειλή», επεκτείνεται ακόμη και στο θέμα του Covid-19, αφού ο ίδιος έχει εκφράσει δημόσια ότι την θεωρεί υπεύθυνη για την εξάπλωσή του. Ως πού μπορεί άραγε να φτάσει αυτή η διαμάχη;

«Εδώ ισχύουν δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι σίγουρα ο πρόεδρος Τραμπ το ότι μιλάει και πολλές φορές αναφέρεται στον Covid-19 ως “κινεζοϊό”, παραπέμπει στο από πού αυτός άρχισε. Η δική μου θέση είναι ότι δεν θεωρώ ότι η Κίνα δημιούργησε ένα ιό επίτηδες, αφού και η ίδια πλήρωσε πολύ μεγάλο τίμημα. Απορρίπτω τις σχετικές συνωμοσιολογικές θεωρίες, όμως, εδώ υπάρχει ένα μάθημα: κοινωνίες, οι οποίες είναι σχετικά ανελεύθερες και δεν υπάρχει ουσιαστική ελευθερία Τύπου και πολυφωνία, δημιουργούν προβλήματα διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι σαφές ότι οι  κινεζικές Αρχές και ειδικά οι τοπικές απέκρυψαν στην αρχή την κατάσταση και κατόπιν δεν προσέφεραν πληροφόρηση, όπως θα έπρεπε. Αυτό είχε συνέπειες κάποιες κρίσιμες εβδομάδες η παγκόσμια κοινότητα και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και η Αμερική να μην έχουν την καλύτερη δυνατή ενημέρωση, κάτι που δεν βοήθησε την παγκόσμια αντιμετώπιση του ιού και υπό αυτήν την έννοια θεωρώ ότι η Κίνα έχει κάποια ευθύνη».