Υπάρχουν εδώ και κάτι αιώνες τα δικαστήρια, και τα στοιχεία που τεκμηριώνουν, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, τις κατηγορίες για συγκεκριμένες πράξεις. Υπάρχουν νόμοι και διαδικασίες από την κράτηση/σύλληψη μέχρι το εδώλιο και περιμένουμε τη Δικαιοσύνη να κρίνει, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Υπάρχουν εδώ και κάτι αιώνες τα δικαστήρια, και τα στοιχεία που τεκμηριώνουν, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, τις κατηγορίες για συγκεκριμένες πράξεις. Υπάρχουν νόμοι και διαδικασίες από την κράτηση/σύλληψη μέχρι το εδώλιο και περιμένουμε τη Δικαιοσύνη να κρίνει.
Απλά πράγματα, που προβλέπονται στο κοινωνικό συμβόλαιο. Όποιος παρανομεί, υφίσταται και τις επιπτώσεις. Δεν προδικάζουμε, όμως, και δεν καταδικάζουμε υπόπτους ή κατηγορούμενους. Αυτό είναι, μέχρι να αποφανθεί ρητώς η Δικαιοσύνη. Ύποπτοι ή κατηγορούμενοι και πάντως όχι εγκληματίες.
Ας μην προτρέχουν οι αξιωματούχοι, γιατί υπάρχει και το σετάκι δημόσιες αναφορές στην ενοχή υπόπτου ή κατηγορουµένου και δικαίωμα αποζημίωσης.
Σύμφωνα με την τράπεζα πληροφοριών νομοθεσίας, το άρθρο 7 του Νόμου 4596/2019 (άρθρα 4 και 10 παρ. 1 της Οδηγίας 2016/ 343/ΕΕ) προβλέπει ότι:
«Ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου (...) προς αποκατάσταση της βλάβης, την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητάς του από δηλώσεις δημόσιων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση της απόφασης σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό, οι οποίες αναφέρονται κατά τρόπο άμεσο στην εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση της υπόθεσης».
Η αξίωση από το Δημόσιο για γρόσια, όμως, όταν προτρέχει η γλώσσα, δεν είναι το βασικό. Η βασική αρχή, αυτή του τεκμηρίου της αθωότητας, που έχει σαφώς διατυπωθεί από το Σύνταγμα του 1827, πρέπει να γίνεται σεβαστή. Ιδίως από πρόσωπα που φέρουν δημόσια εξουσία.
Η αστυνομία κάνει τη δουλειά της και την έκανε. Έφτασε στα ίχνη των φερόμενων δραστών, υποθέτω αξιοποιώντας υλικό που είχε καταγραφεί σε βίντεο, αλλά και μαρτυρικές καταθέσεις.
Προχώρησε σε συλλήψεις, «έβαλε τέλος σε σενάρια και αβάσιμες υποθέσεις» για τη ΜΙΤ ή τους «Γκρίζους Λύκους» ή ΜΚΟ, που ήρθαν ντυμένες πρόβατα. Μέχρις εδώ καλά. Η φράση «Οι εμπρηστές κρατούνται» τη χρονική σειρά και την ορθή διαδικασία χαλά.